Πώς φαντάζονταν, άραγε, την αναθεώρηση του συντάγματος οι αγωνιστές φοιτητές, που έδωσαν τη μάχη για το άρθρο 16, αναγκάζοντας το ΠΑΣΟΚ να αποχωρήσει πανικόβλητο από τη διαδικασία; Φαντάζονταν μια μεγάλη συγκέντρωση έξω από τη Βουλή, στην οποία θα έπαιρναν μέρος όλοι όσοι αγωνίστηκαν ενάντια στις θεμελιακές διατάξεις που προωθούνταν για αναθεώρηση, οι φοιτητές, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές, οι δασολόγοι, οι περιβαλλοντιστές κ.λπ., για να γιορτάσουν τη νίκη των κινημάτων τους, απολαμβάνοντας έναν Καραμανλή πολιτικά απομονωμένο, να ψηφίζει βαρύθυμα μαζί με τα φασισταριά, σε μια ψηφοφορία χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα. Ακόμα κι αν δεν φαντάζονταν κάτι τέτοιο οι φοιτητές, θα έπρεπε να γίνει, για να φανεί καθαρά, ότι ο Καραμανλής ηττήθηκε κατά κράτος. Πέρα από την ειδική σημασία της συνταγματικής αναθεώρησης, αυτό θα ήταν και ένα μήνυμα αισιοδοξίας για όλη την εργαζόμενη κοινωνία και τη νεολαία. Ενα μήνυμα ότι οι αγώνες μπορούν να νικήσουν.
Τι έγινε τελικά; Το ΠΑΣΟΚ επέμεινε στην αποχώρησή του, για λόγους προφανείς. Δεν ήθελε να ψηφίσει μαζί με τη ΝΔ την αναθεώρηση του άρθρου 16, στην οποία συμφωνούν απόλυτα. Και δεν ήθελε να καταψηφίσει, γιατί θέλει κάποια στιγμή αυτό να γίνει πράξη. Παρέμειναν, όμως, το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ και μαζί με το ΛΑΟΣ λειτούργησαν σαν δεκανίκια της κυβέρνησης, βοηθώντας την να κάνει προπαγάνδα κατά του ΠΑΣΟΚ (από τον Καραμανλή μέχρι τον τελευταίο δεξιό που πήρε το λόγο, όλοι ασχολούνταν κυρίως με την πολεμική στο ΠΑΣΟΚ) και τον Καραμανλή να γλιτώσει από την ξεφτίλα του μοναδικού πρωθυπουργού που πήγε να κάνει συνταγματική αναθεώρηση και κατάφερε ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό.
Η αγωνία της κυβέρνησης να αναθεωρήσει έστω δυο-τρία ασήμαντα άρθρα ήταν εμφανής. Στη Βουλή φάνηκε καθαρά στην τοποθέτηση της προέδρου της Επιτροπής Αναθεώρησης Αννας Ψαρούδα, που αποκήρυξε μετά βδελυγμίας τη σπέκουλα του ΛΑΟΣ που καλούσε «την αριστερά» να ψηφίσει για την αναθεώρηση του 16 (κατά την Ψαρούδα, είναι ανεπίτρεπτο να ζητείται από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ να υποχωρήσουν από τις ιδεολογικές τους θέσεις), ενώ προσπάθησε με δικολαβικά επιχειρήματα να υποστηρίξει πως και οι λίγες διατάξεις που αναθεωρούνται είναι σημαντικές, πρώτο διότι δεν υπάρχουν σημαντικές και ασήμαντες διατάξεις στο σύνταγμα και δεύτερο διότι οι διατάξεις που αναθεωρούνται θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση της λειτουργίας του κοινοβουλίου και του ρόλου των βουλευτών! Η αγωνία όλων των στελεχών της ΝΔ ήταν μη γίνει καμιά στραβή την τελευταία στιγμή και φύγει ένα από τα δυο κόμματα.
Οι του Περισσού απαξίωσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο περιφρόνησαν την ανάγκη να απομονωθούν πολιτικά ο Καραμανλής και η κυβέρνησή του και πήγαν να συμμετάσχουν σ’ αυτή την παρωδία (θα πήγαινε πολύ να τους ζητούσαμε να μας πουν τα ανταλλάγματα που πήραν). Μέσω του εισηγητή τους Αχ. Κανταρτζή περιορίστηκαν στα εξής: «Υπάρχουν βεβαίως μέσα στις προτάσεις των δύο κομμάτων και ορισμένες προτάσεις οι οποίες μπορεί να μη λύνουν κρίσιμα ζητήματα, λύνουν όμως κάποια ζητήματα που χρονίζουν και θα έπρεπε να λυθούν. Αυτά τα άρθρα, για τα οποία θα τοποθετηθούμε αναλυτικά στη συζήτηση που θα γίνει στις ενότητες, θα τα ψηφίσουμε εφόσον και η τελική τους διατύπωση είναι επαρκής»! Τόσο απλά είναι τα πράγματα.
Φυσικά, η κυβέρνηση δεν είχε κανένα πρόβλημα να συμφωνήσει στις διατυπώσεις που ήθελαν, αφού γι’ αυτή το μείζον ήταν να μη μείνει στο απόλυτο μηδέν. Αναρωτιόμαστε, όμως. Τόσο σημαντικό ήταν το ζήτημα της άρσης του ασυμβίβαστου των βουλευτών, που τους οδήγησε στη συμμετοχή στην καραμανλική φάρσα; Εχει καμιά σημασία για το λαϊκό κίνημα η κατάργηση του ασυμβίβαστου; Ενας αριστερός, ένας επαναστάτης βουλευτής στο αστικό κοινοβούλιο (και όχι σε ένα σοσιαλιστικό κοινοβούλιο, που είναι εργαζόμενο σώμα) μπορεί ταυτόχρονα να εργάζεται και να ασκεί τα βουλευτικά του καθήκοντα και τον ενοχλού-σε το ασυμβίβαστο; Για κάποιους μεγαλοπαράγοντες των αστικών κομμάτων να το καταλάβουμε, αλλά για βουλευτές που δηλώνουν αριστεροί…
Οι του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να το βουλώσουν, όπως έκαναν οι του Περισσού, προσπάθησαν να δώσουν χαρακτήρα πολιτικής μάχης στη συμμετοχή τους. Αφήνουμε στην άκρη τον Κουβέλη, που σε μια εκδήλωση χυδαίας αλαζονείας είχε το θράσος να υποστηρίξει, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «αισθάνεται ιδιαίτερα υπερήφανος που κατάφερε με αγώνες του μέσα και έξω από τη Βουλή να εμποδίσει την Αναθεώρηση του Συντάγματος σε καίριες διατάξεις». Στεκόμαστε στον Αλαβάνο, που σ’ αυτό το ζήτημα φρόντισε να διαφοροποιηθεί κάθετα από τον Κουβέλη (μίλησε για «συγκεκριμένη και πολύ θετική πολιτική επίδραση αυτής της μεγάλης κινητοποίησης που έγινε το 2007, το 2006 και που τελικά καθόρισε την πορεία της Συνταγματικής Αναθεώρησης» και υποστήριξε ότι «η αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ. ήταν αποτέλεσμα των μεγάλων αγώνων που έγιναν για το άρθρο 16, που οδήγησαν στην αναδίπλωση»). Τι υποστήριξε, όμως, για τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ; Οτι έμειναν εκεί, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να κηρυχτεί άγονη η αναθεώρηση και να ξεκινήσουν μαζί ΝΔ και ΠΑΣΟΚ νέα αναθεώρηση το Σεπτέμβρη, συμφωνώντας και πάλι στο 16.
Ο ίδιος ο Καραμανλής, όμως, φρόντισε να σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα το επιχείρημα Αλαβάνου, ότι τάχα παίρνουν μέρος στην καραμανλική παρωδία και τη νομιμοποιούν με τη συμμετοχή τους, τάχα για να εξασφαλίσουν ότι για την επόμενη δεκαετία θα μείνει άθιχτο το άρθρο 16 του συντάγματος. Είπε στην ομιλία του: «Ακόμη και αν υπήρχε το θεσμικό περιθώριο, το έχουν ακυρώσει (σ.σ. οι του ΠΑΣΟΚ) με την έως τώρα στάση τους, με την αφερεγγυότητά τους, με τα παιχνίδια τους σε βάρος των θεσμών. Ποιος εγγυάται, πως, αφού δεν ξεπέρασαν ακόμη την πολιτική αδυναμία, που τους εξώθησε στις υποχωρήσεις και τις υπαναχωρήσεις του πρόσφατου παρελθόντος τους, μπορούν αύριο να την ξεπεράσουν; Ποιος μπορεί να βεβαιώσει ότι δεν θα υπαναχωρήσουν για άλλη μια φορά;». Η έμπειρη νομικός Αννα Ψαρούδα το είπε πιο καθαρά: «Ας αφήσουμε βέβαια αυτά που λέει το ΠΑΣΟΚ, ότι θα ξανάρχιζε μια καινούργια αναθεώρηση, αν αυτή απέβαινε άγονη. Αφήστε που εγώ μάλλον ασπάζομαι και την άποψη του κ. Δένδια, ότι αυτή η Αναθεώρηση, είτε πετυχαίνοντας είτε μη πετυχαίνοντας, δεν δίνει το δικαίωμα για μια άμεση επανέναρξη».
Ο δήθεν κίνδυνος που δήθεν απέτρεψε με τη συμμετοχή του ο ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε από μια φιλολογία πως η κυβέρνηση θα κήρυττε άγονη την παρούσα διαδικασία και θα ξεκινούσε νέα από το Σεπτέμβρη, οπότε και η επόμενη Βουλή θα ήταν αναθεωρητική. Μια φιλολογία την οποία έντεχνα ανέπτυξαν ο Καραμανλής με τον Ρουσόπουλο, για να προσφέρουν στον Περισσό και το ΣΥΡΙΖΑ άλλοθι, ώστε να προσέλθουν στη διαδικασία και να ψηφίσουν δυο-τρία ανούσια άρθρα και να μη μείνει ο Καραμανλής με το στίγμα. Αυτή η φιλολογία στηρίχτηκε σε μια αυθαίρετη και εξωφρενική ερμηνεία του συντάγματος, σύμφωνα με την οποία αναθεωρητική είναι μόνο η πρώτη περίοδος μιας αναθεωρητικής Βουλής, στην οποία πρέπει να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση την οποία αποφάσισε η προηγούμενη Βουλή. Σύμφωνα μ’ αυτή την ερμηνεία, μια Βουλή μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αναθεωρητική και προαναθεωρητική! Επομένως, αν ο Καραμανλής προσπαθούσε να ξεκινήσει νέα αναθεώρηση στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο, πέρα από το στίγμα που αναφέραμε προηγούμενα, θα κουβαλούσε και το στίγμα της απόπειρας συνταγματικού πραξικοπήματος, που είναι πολύ βαρύ για έναν πολιτικό που τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια τις οδηγίες των επικοινωνιακών του συμβούλων.
Ομως, δεν είναι συνταγματικοί οι λόγοι που καθιστούσαν αδύνατη την επανάληψη της αναθεωρητικής διαδικασίας από Σεπτέμβρη, αλλά πολιτικοί. Πώς θα πήγαινε σε κάτι τέτοιο ο Καραμανλής, χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη συναίνεση του ΠΑΣΟΚ; Και γιατί το ΠΑΣΟΚ να του έκανε τη χάρη; Υπήρχε περίπτωση, έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, να συμφωνούσε το ΠΑΣΟΚ σε μια νέα αναθεωρητική διαδικασία «στο καπάκι», που θα έβρισκε απέναντί του το φοιτητικό κίνημα και ολόκληρη την εκπαιδευτική κοινότητα, φουσκώνοντας έτσι τα πανιά των Τσιπροαλαβάνων; Σας δίνουν την εντύπωση, στην παρούσα φάση, οι Πασόκοι, ότι διακατέχονται από σύνδρομο πολιτικού… αυτοκτονικού ιδεασμού; Το είπε, άλλωστε, και ο Καραμανλής: δεν τους έχουμε εμπιστοσύνη.
Δεν είναι τυχαίο που κανένα κυβερνητικό στέλεχος δεν αντιπαρατέθηκε, δεν σχολίασε καν αυτή τη φτηνιάρικη δικαιολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, δεν φείστηκαν ύμνων προς την «υπευθυνότητα της αριστεράς». Ο Παυλόπουλος «τα ‘χωσε» στο ΠΑΣΟΚ σημειώνοντας ότι ενήργησε «αντίθετα από την Αριστερά, η οποία πάντοτε, παρά τις όποιες αντιθέσεις και αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κάποιος με την ιδεολογία της και με τις θέσεις που εκφράζει, υπήρξε συνεπής σ’ αυτά που έλεγε, σ’ αυτά που πίστευε. Μπορεί να έχει όποιες αντιρρήσεις θέλει, αλλά πάντως ήταν εδώ για να τις στηρίξει και το κάνει και σήμερα. Και χάρη στην Αριστερά και σε όλες τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις μπορούμε να οδηγηθούμε και στην αναθεώρηση διατάξεων που είναι αναγκαίο να αναθεωρηθούν». Και η Ψαρούδα, αφού σημείωσε με θλίψη, ότι «το αστικό μπλοκ, ας το πω έτσι, δεν είναι τόσο συμπαγές», σημείωσε ότι από την εξέλιξη της διαδικασίας προέκυψε «συναινετικός πολυκομματισμός», που δείχνει «τις προσεγγίσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ κοινοβουλευτικών κομμάτων ανεξαρτήτως των ιδεολογικών διαφορών τους»!!!