Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, η οποία φυσικά λειτουργούσε υπό τις κατευθύνσεις του υπουργείου Παιδείας (εύκολα γενικά θέματα, διευκρινίσεις προς τους μαθητές), να αποκτήσουν τα περιφερειακά ΤΕΙ χαμηλής ζήτησης φοιτητές και τα μικροαστικά στρώματα της ελληνικής επαρχίας «πελάτες», τελικά και φέτος δεκάδες χιλιάδες παιδιά θα μείνουν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και χιλιάδες θέσεις θα μείνουν κενές. Οπως ήταν αναμενόμενο στη ζυγαριά βαραίνει πάντα ο ίδιος ο θεσμός των πανελληνίων εξετάσεων. Οι ίδιες οι εξετάσεις, συνεπικουρού-μενες από τα μέτρα της βάσης του «10» και του «ανώτατου αριθμού εισακτέων», αποδεικνύονται αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη, που πετσοκόβει κάθε χρόνο τα όνειρα χιλιάδων παιδιών, στοχεύοντας στην καρδιά της τάσης της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση. Αλλωστε αυτές, όπως και οι συμπληρωματικές ρυθμίσεις που προαναφέραμε, γι’ αυτό ακριβώς θεσπίστηκαν, για να υψώσουν ακόμα ψηλότερα τείχη και ταξικούς φραγμούς για τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Βασιζόμενες κυρίως στην απομνημόνευση και σε συνταγές-κονσέρβα επιτυχίας, που προσφέρουν με την καταβολή υψηλών διδάκτρων, που ξετινάζουν τον ήδη φτωχό οικογενειακό προϋπολογισμό, τα φροντιστήρια, μετρούν κυρίως το βαθμό αντοχής στην αγωνία και προετοιμάζουν το παιδί για το σκληρό παιχνίδι της επιλογής, που θα το ακολουθεί σε όλη την κατοπινή ζωή του στην καπιταλιστική κοινωνία. Αποτελούν κορύφωση μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά (απομνημόνευση, απουσία, αλλά και χτύπημα της κριτικής σκέψης, κατηγοριοποίηση μαθητών, ανταγωνισμός, ατομισμός) και που αποβάλλει σαν ξένο σώμα τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλές κοινωνικοοικονομικές τάξεις, οι οποίες δεν έχουν το επίπεδο, την κουλτούρα και τις οικονομικές δυνατότητες να στηρίξουν τη μορφωτική προσπάθεια των παιδιών τους.
Ετσι, λοιπόν, οι εξετάσεις και τα συμπαρομαρτούντα (βάση του 10, ανώτατος αριθμός εισακτέων), είναι τελικά οι ρυθμιστές του αποτελέσματος, ενώ τα τερτίπια του υπουργείου Παιδείας και της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, προσανατολισμένα να εξυπηρετούν κάθε φορά την πολιτική συγκυρία και τα κομματικά οφέλη του κυβερνώντος κόμματος, ελάχιστο έως μηδαμινό ρόλο παίζουν, κυρίως στο επίπεδο των εντυπώσεων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων, που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Παιδείας, φέτος υπολογίζεται να μείνουν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πάνω από 30.000 υποψήφιοι, αφού διαγωνίστηκαν 90.508 για 70.701 θέσεις (άρα αμέσως-αμέσως 19.807 εκτός), ενώ οι κενές θέσεις που θα καταγραφούν στις σχολές, λόγω του βαθμολογικού πλαφόν αναμένεται να ξεπεράσουν τις 10.000. Βεβαίως ο αριθμός των υποψηφίων που δεν θα περάσει στα ΑΕΙ- ΤΕΙ θα είναι τελικά πολύ περισσότερος (περίπου 58.000) γιατί αυξάνεται ο αριθμός των υποψηφίων με την προσθήκη των άλλων κατηγοριών (κατηγορία του 10%, κάτοχοι πτυχίου Β΄ κύκλου ΤΕΕ-ΕΠΑΛ ημερήσιου και εσπερινού, απόφοιτοι Δ΄ τάξης Εσπερινών Γενικών Λυκείων, σύνολο περίπου 145.000 υποψήφιοι), που διεκδικούν 86.736 θέσεις. Θυμίζουμε ότι πέρυσι συνολικά 54.483 υποψήφιοι δεν κατόρθωσαν να διαβούν την πόρτα των ΑΕΙ-ΤΕΙ και 13.132 θέσεις σε Πανεπιστήμια και κυρίως ΤΕΙ έμειναν κενές, ενώ την τελευταία διετία χάθηκαν 31.900 θέσεις.
Και φέτος το υπουργείο Παιδείας «μαγείρεψε» τις προσφερόμενες θέσεις εισακτέων, ενώ αύξησε το συνολικό αριθμό τους κατά 4.060, επιδιώκοντας να χαϊδέψει τα αυτιά των ψηφοφόρων της επαρχίας, που πέρυσι και πρόπερσι είδαν τα τοπικά τους ιδρύματα (τα ΤΕΙ) να μένουν χωρίς σπουδαστές και να κινδυνεύουν να βάλουν λουκέτο, στερώντας τις «τοπικές κοινωνίες» από τη φοιτητική πελατεία. Ομως η αύξηση αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά πλασματική. Το «μαγείρεμα» περιελάμβανε την αφαίρεση σημαντικού αριθμού θέσεων από τα μεγάλα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά και την παραχώρηση σε 11 περιφερειακά ιδρύματα 2.010 θέσεων. Ετσι το Πανεπιστήμιο Αθήνας έχασε 650 θέσεις, το ΕΜΠ 100, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 730, το Οικονομικό Αθήνας 85, το Πάντειο 260, κ.λπ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση των «αριστούχων» φέτος (αυξήθηκαν οι αριστούχοι σε 13 από τα 22 μαθήματα σε σχέση με πέρυσι), θα βοηθήσει την ανοδική πορεία των βάσεων στις υψηλόβαθμες και περιζήτητες σχολές των μεγάλων αστικών κέντρων και θα αφήσει εκτός των σχολών πρώτης προτίμησής τους πολλούς υποψήφιους της κατηγορίας του 18-20 (άλλη μια στρέβλωση του εξεταστικού συστήματος, που υποτίθεται ότι κρίνει την «αξιοσύνη» των υποψηφίων και ενισχύει την προσπάθεια των μαθητών). Παράλληλα πολύ περισσότεροι -δεκάδες χιλιάδες- είναι αυτοί που έγραψαν κάτω από τη βάση του 10 (σε 10 από τα 22 μαθήματα σε σχέση με πέρυσι). Σφαγή έγινε στα Μαθηματικά Τεχνολογικής Κατεύθυνσης 2 (το ποσοστό εκτοξεύτηκε στο 75,70%), στη Φυσική Τεχν. Κατ. 2 (58,66%), στην Ιστορία Γεν. Παιδείας (54,28%), στα Μαθηματικά Τεχν. Κατ. 1 (52,62%), στην Ιστορία Θεωρ. Κατ. (48,16%), στην Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον Τεχν. Κατ. 2 (46,79%), στα Αρχαία Ελληνικά Θεωρ. Κατ. (43,61%), στα Λατινικά Θεωρ. Κατ. (41,06%), στα Μαθηματικά Θετ. Κατ. (40,73%), στη Νεοελληνική Λογοτεχνία (37,56%). Το γεγονός αυτό (ότι δηλαδή κάθε χρόνο μεγάλο ποσοστό υποψηφίων γράφει κάτω από τη βάση του 10), είναι αποτέλεσμα των θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας (η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων καθορίζει κάθε φορά πού θα μπει η τορπίλη), των ίδιων των εξετάσεων (μέσα σε ένα τρίωρο καλείται ο υποψήφιος, υπό την πίεση του φοβερού άγχους, που γεννά η αίσθηση ότι από το σημείο αυτό κρίνεται η μετέπειτα ζωή του, να αποδείξει το γνωστικό του επίπεδο), αλλά και της αποτυχίας του εκπαιδευτικού συστήματος, ειδωμένης μέσα από το συμβατικό πλαίσιο του εξεταστικού θεσμού.
Με αφορμή την ανακοίνωση των βαθμολογιών των υποψηφίων, που πήραν μέρος στις φετινές πανελλήνιες εξετάσεις, ξανάρχισε η φιλολογία για την αλλαγή του εξεταστικού συστήματος. Η κυβέρνηση διαμήνυσε πως ο «διάλογος» θα ξεκινήσει τη νέα σχολική χρονιά, όμως νομοθετική πρωτοβουλία θα εκδηλωθεί στην επόμενη κυβερνητική θητεία. Ο «διάλογος» θα αφορά στο πώς θα ανακατευτούν για μια ακόμη φορά τα χαρτιά και το εξεταστικό σύστημα που θα προκύψει θα είναι μια ακόμη παραλλαγή των έως σήμερα εφαρμοζόμενων εξεταστικών συστημάτων. Μάλλον, όμως, τα πράγματα θα γίνουν σκληρότερα, αν κρίνουμε από αυτά που διαρρέουν για καθιέρωση και άλλων συντελεστών ανά σχολή, για θέματα που θα μπαίνουν με την ευθύνη των ιδρυμάτων, για περιορισμό των δυνατοτήτων των υποψηφίων σε συναφείς σχολές, κ.λπ. Την κατεύθυνση δείχνουν η εμμονή στο βαθμολογικό πλαφόν (βάση του 10), στον «ανώτατο αριθμό εισακτέων», αλλά και στον ίδιο τον θεσμό των εξετάσεων, όπως απέδειξε η στάση του υπουργείου Παιδείας απέναντι στα παιδιά των σεισμόπληκτων περιοχών.
Γιούλα Γκεσούλη








