Θέλετε ένα χειροπιαστό παράδειγμα για το πώς «τιμωρούνται» οι χρηματοπιστωτικές φίρμες από την αμερικάνικη Δικαιοσύνη; Πάρτε την πρόσφατη «καμπάνα» που έπεσε στη Goldman Sachs, την ίδια μέρα που στο Κογκρέσο ψηφιζόταν η «μεγάλη μεταρρύθμιση» Ομπάμα για την Γουόλ Στριτ (Πέμπτη, 15.7.10). Πριν όμως αναφερθούμε στην «καμπάνα», ας δούμε επιγραμματικά πώς εξελίχθηκε η ιστορία.
Δομημένα ομόλογα
Στις 16 του περασμένου Απρίλη, η αμερικάνικη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Securities and Exchange Commission – SEC) υπέβαλε μήνυση κατά της Goldman Sachs κατηγορώντας την ότι εξαπάτησε τους πελάτες της σχετικά με ένα «τοξικό» επενδυτικό προϊόν που πούλησε το 2007. Τι έκανε η Goldman Sachs; Απλά δημιούργησε ένα σύνθετο χρεόγραφο (το σύνθετο CDO «ABACUS 2007AC1»), το οποίο βασιζόταν σε μία γκάμα ομολόγων ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης. Επειδή η διαδικασία κάθε άλλο παρά απλή είναι (βλ. σχεδιάγραμμα), δεν θα επεκταθούμε παραπέρα εδώ. Θα αναφέρουμε μόνο ότι οι Αμερικάνοι που ήθελαν να αγοράσουν σπίτι δανείζονταν από τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους έφτιαχναν ομόλογα (τα αποκαλούμενα Mortgage-backed Securities – MBS) και τα πουλούσαν για να πάρουν πίσω τα λεφτά που δάνεισαν. Για την πώληση αυτών των ομολόγων (των MBS) μεσολαβούσε μία επενδυτική τράπεζα (όπως η Goldman Sachs), η οποία τα ταξινομού-σε σε διάφορους τίτλους, ανάλογα με το ρίσκο που εμπεριείχαν, και τα πλάσαρε στην αγορά ως «εγγυημένες δανειακές υποχρεώσεις» (Collateralized Dept Obligations – CDO). Ταυτόχρονα, δημιούργησε και σύνθετα CDO (όπως το «ABACUS 2007AC1»), τα οποία σχετίζονταν με διάφορους τρόπους με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια.
Αυτό σημαίνει ότι τα κέρδη που έδιναν όλα αυτά τα χρεόγραφα σε αυτούς που τα αγόραζαν προέρχονταν από τους τόκους των στεγαστικών δανείων που είχαν πάρει πολλοί Αμερικάνοι βάζοντας υποθήκη το σπίτι τους. Ως μία από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες, η Goldman Sachs έκανε «χρυσές δουλειές» εκείνη την περίοδο, διοχετεύοντας περισσότερα από 40 δισ. δολάρια σε χρεόγραφα που ήταν διασφαλισμένα σε τουλάχιστον 200.000 στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου.
Τι το περίεργο μ’ αυτό; Για την ώρα τίποτα το περίεργο, μιας και τα δομημένα ομόλογα που βασίζονταν σε ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια ήταν εκείνη την περίοδο στα φόρτε τους (δεν είχε καταρρεύσει ακόμα η αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ). Το ομόλογο αυτό, όμως, δεν ήταν σαν τα άλλα. Ηταν καταδικασμένο να φαλιρίσει εκ γενετής! Ηταν δηλαδή ένα ομόλογο «μούφα», που η Goldman Sachs ήξερε ότι θα φαλιρίσει και το πούλησε εν γνώσει της σε μεγάλους καπιταλιστές, όπως η ολλανδική τράπεζα ΑΒΝ Αmro και η γερμανική τράπεζα IKB. Το πώς και το γιατί θα τα δούμε παρακάτω.
«Τοξικές» απάτες
Το πρόβλημα ήταν ότι το ομόλογο αυτό «κατασκευάστηκε» από έναν άνθρωπο που είχε απόλυτο συμφέρον αυτό να φαλιρίσει. Ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται Τζον Πόλσον και είναι διεθνώς γνωστός ως ένας από τους πιο «επιθετικούς παίκτες» στο χρηματιστηριακό τζόγο. Ο Τζον Πόλσον (συνονόματος του πρώην υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ, Χένρι Πόλσον) είναι ο ιδρυτής του ομώνυμου επενδυτικού οίκου (hedge fund) Paulson & Co, ο οποίος έγινε γνωστός και στη χώρα μας με τα κερδοσκοπικά του παιχνίδια με τα ελληνικά ομόλογα. Ο Πόλσον, λοιπόν, επέλεξε να βγάλει χρήμα σε αγαστή συνεργασία με την Goldman Sachs.
Αναφέρει η μήνυση της επιτροπής κεφαλαιαγοράς: «Ο Πόλσον συζήτησε με την Goldman Sachs τη δημιουργία ενός CDO (σ.σ. του σύνθετου ομολόγου που αναφέραμε παραπάνω), που θα επέτρεπε στον Πόλσον να συμμετάσχει στην επιλογή του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων αναφοράς και μετά να καταφέρει να σορτάρει το χαρτοφυλάκιο των RMBS (σ.σ. ομολόγων των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων), που βοήθησε να επιλεγούν, εισερχόμενος σε συμφωνία CDS (πιστωτικών ανταλλαγών – credit default swaps) με την Goldman Sachs για να αγοράσει προστασία σε συγκεκριμένα μέρη του σύνθετου CDO».
Επειδή μάλλον σας ζαλίσαμε με τον παραπάνω βομβαρδισμό χρηματιστηριακών όρων (δε φταίμε εμείς, έτσι αναφέρονται στη μήνυση του SEC), ας κάνουμε μια σύντομη… μετάφραση. Ο Πόλσον δεν είχε τίποτα στην τσέπη του. Οχι ότι δεν είχε γενικά λεφτά, αλλά ήθελε να κάνει μπίζνες με το ελάχιστο ρίσκο. Ετσι, συμφώνησε με την Goldman Sachs να φτιάξουν από κοινού ένα σύνθετο ομόλογο που θα βασιζόταν σε ομόλογα ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων. Αυτά τα ομόλογα, που θα αποτελούσαν και το χαρτοφυλάκιό του, είναι που αναφέρονται στο παραπάνω κείμενο ως «υποχρεώσεις αναφοράς» (reference obligations). Ο Πόλσον δεν αγόρασε το σύνθετο ομόλογο, αλλά το «σόρταρε».
Στη χρηματιστηριακή γλώσσα αυτός που «σορτάρει» σημαίνει ότι δανείζεται το ομόλογο και το πουλάει αμέσως σε τρίτους, ενώ πληρώνει αυτόν που το δανείστηκε επιστρέφοντάς του το ίδιο ομόλογο το οποίο το αγοράζει από την «πιάτσα» αφού έχει πέσει η αξία του. Ετσι, τσεπώνει τη διαφορά μεταξύ των χρημάτων που έβγαλε με την πώληση του ομολόγου που δανείστηκε και των χρημάτων που κατέβαλε για την αγορά του ομολόγου που θα πρέπει να επιστρέψει. Για παράδειγμα, αν ένα ομόλογο έχει ονομαστική αξία 100 δολάρια, αυτός που σορτάρει το δανείζεται χωρίς να πληρώσει και το πουλά αμέσως τσεπώνοντας τα 100 δολάρια. Αν μέσα στο χρονικό διάστημα που έχει συμφωνήσει να το επιστρέψει από αυτόν που το πήρε, το ομόλογο αυτό (ονομαστικής αξίας 100 δολαρίων) πουλιέται στην αγορά 80 δολάρια, τότε αυτός που σορτάρει, αγοράζει το ομόλογο δίνοντας 80 δολάρια και το επιστρέφει σε αυτόν που του το δάνεισε. Ετσι, κερδίζει τη διαφορά 100-80=20 δολάρια.
Ο Πόλσον δεν έκανε ακριβώς αυτό. Απλά, αγόρασε «προστασία» για τα δομημένα ομόλογα που ποτέ δεν είχε αγοράσει! Αυτή η «προστασία» έγινε μέσω των περίφημων Credit Default Swaps, των πιστωτικών συμφωνιών ανταλλαγής δηλαδή, σύμφωνα με τις οποίες όταν ένα ομόλογο φαλιρίσει, αυτός που «αγοράζει προστασία» δικαιούται να τσεπώσει το σύνολο της ονομαστικής αξίας του ομολόγου από αυτόν που του πουλά προστασία! Πώς θα εξασφάλιζε όμως ο Πόλσον ότι το σύνθετο ομόλογο «ABACUS 2007AC1» θα έχανε την αξία του; Μα ήταν ο ίδιος που επέλεξε σε ποια ομόλογα στεγαστικών δανείων θα στηριζόταν και διάλεξε τα χειρότερα!
Γυαλιστερό αμπαλάζ
Οπως αναφέρει η μήνυση της αμερικάνικης επιτροπής κεφαλαιαγοράς, στα τέλη του 2006 με αρχές του 2007 ο Πόλσον έκανε συγκεκριμένη ανάλυση πάνω από 100 ομολόγων ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, για τα οποία περίμενε ότι θα φαλιρίσουν στο άμεσο μέλλον. Η επιλογή των ομολόγων που έκανε ο Πόλσον έγινε πολύ προσεκτικά, μελετώντας ακόμα και τις περιοχές που υπήρχαν πολλά ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια με πιστωτές χαμηλής φερεγγυότητας, όπως η Αριζόνα, η Καλιφόρνια, η Φλόριντα και η Νεβάδα. Ετσι, ο Πόλσον έφτιαξε ένα «πακέτο» από τέτοια ομόλογα και πρότεινε στην Goldman Sachs να φτιάξει το σύνθετο ομόλογό της με βάση αυτά.
Η Goldman Sachs, όμως, ήξερε ότι τουλάχιστον ένας σημαντικός επενδυτής που ζητούσε τα λεφτά του για να αγοράσει το σύνθετο ομόλογο, η γερμανική τράπεζα Industriebank AG (IKB) δεν ήταν δυνατόν να επενδύσει σε τέτοια ομόλογα, αν δεν εξασφαλιζόταν από κάποιον εγγυητή που θα ανέλυε τον πιστωτικό κίνδυνο. Γι’ αυτό και έσπευσε να τυλίξει τη σαβούρα σε… γυαλιστερό χαρτί. Για να το κάνει αυτό έπρεπε να βρει έναν ατζέντη με κύρος στην αγορά. Και τον βρήκε στην ACA – Financial Guaranty Corporation. Να πως περιγραφόταν η αξιοπιστία της ACA σε εσωτερική ηλεκτρονική αλληλογραφία στις 7.2.2007, του Fabrice Tourre, του 31χρονου εκπροσώπου της Goldman Sachs, που ήταν υπεύθυνος για το ομόλογο ABACUS 2007-AC1 και εργάστηκε σαν αντιπρόεδρος στα κεντρικά γραφεία της Νέας Υόρκης εκείνη την περίοδο, ενώ σήμερα είναι Γενικός Διευθυντής (Executive Director) της Goldman Sachs International στο Λονδίνο: «Ενα πράγμα που πρέπει να διασφαλίσουμε είναι ότι η ACA καταλαβαίνει ότι θέλουμε το όνομά τους σε αυτή τη συναλλαγή. Αυτή είναι μια συναλλαγή για την οποία ενεργούν σαν ατζέντης επιλογής του χαρτοφυλακίου, κι είναι σημαντικό να μπορού-με να χρησιμοποιήσουμε το όνομα της ACA για να βοηθήσουμε να διανεμηθούν τα ομόλογα». Σε άλλο email, στις 12.3.2007 αναφέρεται: «Περιμένουμε το δυνατό όνομα της ACA όπως και η ηγετική μας θέση στην αγορά σύνθετων CDO δομημένων προϊόντων να έχει αποτέλεσμα την επιτυχή προσφορά».
Μπορεί το κείμενο της μήνυσης της αμερικάνικης επιτροπής κεφαλαιαγοράς να βγάζει λάδι την ACA, υποστηρίζοντας ότι εξαπατήθηκε, μη γνωρίζοντας ότι ο Πόλσον δεν είχε αγοράσει ομόλογα και πόνταρε στο φαλίρισμά τους, η αλήθεια όμως είναι ότι η ACA (όπως με σπαρταριστές λεπτομέρειες αναφέρει η μήνυση) συνεργάστηκε άψογα με τον Πόλσον. Στις 5 Φλεβάρη του 2007 (δηλαδή μερικές μέρες αφότου ξεκίνησε το παζάρι μεταξύ ACA και Πόλσον για το πώς θα φτιαχτεί το δομημένο ομόλογο), ο Πόλσον έστειλε email στην ACA με κοινοποίηση στον Tourre, στο οποίο είχε απορρίψει οκτώ ομόλογα στεγαστικών δανείων που είχε προτείνει η ACA, αφήνοντας τα υπόλοιπα. Η πρόταση Πόλσον, «προβλημάτισε» την ACA που σε εσωτερικό email αναφέρει τα εξής: «Επισυνάπτουμε αναθεωρημένο χαρτοφυλάκιο στο οποίο ο Πόλσον θα ήθελε να δεσμευτούμε – όλα τα ονόματα είναι επιπέδου Baa2 (σ.σ. κατηγορία κινδύνου). Το τελικό χαρτοφυλάκο θα έχει και αυτά τα 92 ονόματα. Είμαστε “εμείς” ΟΚ να πούμε ναι σε αυτό το χαρτοφυλάκιο;». Η απάντηση (δεν ξέρουμε από ποιόν) ήταν: «Καλό μου φαίνεται. Εδωσε (ο Πόλσον) κάποιο λόγο γιατί πέταξε έξω όλες τις συμφωνίες της Wells Fargo;». Η Wells Fargo θεωρού-νταν ως ένας από τους πιο αξιόπιστους και «υψηλής ποιότητας» δανειστές στεγαστικών δανείων, γι’ αυτό και ο Πόλσον την απέρριψε, γιατί ήθελε το χαρτοφυλάκιο του δομημένου ομολόγου να φτιαχτεί από… σκουπίδια.
Οπως φαίνεται από την παραπάνω αλληλογραφία, δεν ήταν η ACA που επέλεξε σε ποια ομόλογα στεγαστικών δανείων θα βασιζόταν το σύνθετο ομόλογο (όπως πλασάρονταν στους πελάτες), αλλά ο Πόλσον σε συνεργασία με την ACA και την Goldman Sachs.
Χοντρά λεφτά
Σύμφωνα με τη μήνυση, ο Πόλσον πλήρωσε 15 εκατομμύρια δολάρια στην Goldman Sachs για να φτιάξει το ομόλογο ABACUS 2007-AC1 (η ACA δεν ξέρουμε πόσα πήρε). Τα πράγματα πήγαν έτσι όπως τα είχε μελετήσει ο Πόλσον. Μέχρι τις 24 Οκτώβρη του 2007, το 83% των ομολόγων στεγαστικών δανείων στα οποία βασίζονταν οι αποδόσεις του δομημένου ομολόγου είχαν υποτιμηθεί και το 17% βρίσκονταν σε καθοδική τροχιά. Στις 29 Γενάρη του 2008 το 99% του χαρτοφυλακίου του δομημένου ομολόγου είχε υποτιμηθεί.
Σαν αποτέλεσμα, οι επενδυτές που αγόρασαν τα σύνθετα ομόλογα ABACUS 2007-AC1 έχασαν πάνω από 1 δισ. δολάρια. Ο δε Πόλσον (όπως υποστηρίζει πάντοτε η μήνυση) κέρδισε περίπου 1 δισ. δολάρια! Μεγάλοι χαμένοι της συναλλαγής η ολλανδική τράπεζα ABN Amro (που τώρα την κατέχει η Fortis με την Royal Bank of Scotland) και η γερμανική τράπεζα IKB. Η πρώτη έχασε 840 εκατομμύρια δολάρια περίπου και η δεύτερη 150 εκατομμύρια δολάρια. Διερωτόμαστε αν θα γινόταν τόσος θόρυβος αν οι χαμένοι του παιχνιδιού δεν ήταν ευρωπαϊκές μεγαλοτράπεζες αλλά τίποτα κομπραδόρικες σαν τις ελληνικές ή ασφαλιστικά ταμεία…
Πρόστιμο μαϊμού
Το πρόστιμο που συμφώνησε η ίδια η Goldman Sachs ανέρχεται σε 550 εκατομμύρια δολάρια (από τα οποία τα μισά θα επιστραφούν στους επενδυτές που ζημιώθηκαν και τα υπόλοιπα θα πάνε στο αμερικάνικο υπουργείο Οικονομικών). H Goldman Sachs προσπάθησε να αποποιηθεί τις ευθύνες της και να μιλήσει για «λάθη» και όχι για απάτη, αν και ήταν καραμπινάτη. Ετσι, αν και το στέλεχος της αμερικάνικης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Robert Khuzami κατηγόρησε την Goldman ότι «επέτρεψε σε ένα πελάτη της που στοιχημάτιζε ενάντια στη στεγαστική αγορά να επηρεάσει σημαντικά ποια χρεόγραφα θα συμπεριληφθούν σε επενδυτικό χαρτοφυλάκιο, ενώ η ίδια μετέφερε σε πελάτες της πως οι τίτλοι ήταν επιλεγμένοι από ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρίτο μέρος (σ.σ. την ACA)», η «καμπάνα» δεν ήταν σφαλιάρα στη μούρη αλλά χτύπημα στον καρπό (όπως επισημαίνουν διάφορα αμερικάνικα ειδησεογραφικά πρακτορεία).
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Stifel, Nicolaus & Co, Κέβιν Κάρον, πρόσθεσε: «Θα πληρώσουν 550 εκατομμύρια δολάρια και θα πάρουν μονομιάς 800 εκατομμύρια δολάρια από τα κέρδη των μετοχών… φθηνά τη γλίτωσαν». Το γεγονός είναι ότι η Goldman Sachs έπεσε στα μαλακά, την ίδια στιγμή που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) πανηγυρίζει για «το μεγαλύτερο πρόστιμο που επιβλήθηκε ποτέ σε αμερικάνικη εταιρία». Πράγμα που, όπως επισημαίνει ένας οικονομικός αναλυτής (Brad Hintz από το Bernstein Research), «θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν πολιτική νίκη για τη SEC και οικονομική νίκη για την Goldman» (Financial Times 18/7/10). Αν δει κανείς τα καθαρά μετά φόρου ετήσια κέρδη της Goldman (13.39 δισ. δολάρια το 2009), θα διαπιστώσει ότι το πρόστιμο το καλύπτει η εταιρία μέσα σε… δύο βδομάδες! Δεν τόλμησαν ούτε να ρίξουν πρόστιμο που να καλύπτει τη χασούρα των δύο τραπεζών που ζημιώθηκαν από την όλη ιστορία! Αφού για μήνες παζάρευαν με την Goldman, συμφώνησαν τελικά να τους δώσει μόλις τα μισά. Ετσι, η μόνη τράπεζα που θα αποζημιωθεί πλήρως είναι η γερμανική IKB, η οποία θα πάρει τα 150 δισ. ενώ η τράπεζα της Σκοτίας θα πάρει μόλις 100 δισ. Κι ύστερα, ο Ομπάμα έχει το θράσος να λέει ότι θα βάλει φραγμούς στις μεγάλες εταιρίες!
Ομορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος!