Το σύνθημα ρίχτηκε από την κυβέρνηση: μεμονωμένο περιστατικό. Το πήραν τα ΜΜΕ και το έκαναν σημαία τους. Οι στιγμές δεν επέτρεπαν, βλέπετε, διαφοροποιήσεις επί της ουσίας. Ο εχθρός, η εξεγερμένη νεολαία, στεκόταν απέναντι, «μιλούσε» με την πανάρχαια γλώσσα της λαϊκής αντιβίας και έπρεπε όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές δυνάμεις να συσπειρωθούν. Με ή χωρίς σάλτσα περί «κλίματος στην αστυνομία», «ασυδοσίας», «ανικανότητας της ηγεσίας», «ελλιπούς εκπαίδευσης» κ.λπ., όλοι συνασπίστηκαν γύρω από τον πυρήνα του «μεμονωμένου περιστατικού»: ένας ξεσαλωμένος μπάτσος σκότωσε εν ψυχρώ ένα παιδί, στο πλαίσιο επίδειξης προσωπικού τσαμπουκά.
Ακόμα και η επιτηδευμένη οργή μετά το απολογητικό υπόμνημα του δολοφονημένου και τις προκλητικές δηλώσεις Κούγια την ίδια στρατηγική εξυπηρέτησαν. Να φανεί δηλαδή πως έχουμε να κάνουμε με έναν ψυχρό δολοφόνο, που παρεισέφρησε στην Αστυνομία, και όχι με την ίδια την Αστυνομία ως θεσμό του αστικού κράτους. Να, δείτε την αντίθεση –λένε στους πολίτες– η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία εξέφρασε τον αποτροπιασμό της, ο Παυλόπουλος ζήτησε τόσες φορές συγνώμη, ενώ ο δολοφόνος είναι αμετανόητος, μην το χρεώνουμε στο κράτος.
Οσοι βολεύονται μ’ αυτή τη λογική ας βολευτούν. Ας μη δηλώνουν έκπληκτοι, όμως, αν την επόμενη φορά μια άλλη σφαίρα από αστυνομικό όπλο χτυπήσει ένα άλλο παιδί. Γιατί όλοι δηλώνουμε τώρα οργισμένοι, πόσοι όμως εκφράσαμε τα ίδια αισθήματα σε ένα σωρό ανάλογα περιστατικά στο παρελθόν. Δεν χρειάζεται να πάμε στη δολοφονία του Καλτεζά ή των Κουμή-Κανελοπούλου, μας αρκούν μερικά χρόνια πίσω.
Ποια ήταν η αντίδραση της εργαζόμενης ελληνικής κοινωνίας, όταν μπάτσοι και συνοριοφύλακες σκότωναν εν ψυχρώ μετανάστες, κατά προτίμηση Αλβανούς, και προέβαλαν τη γελοία και προκλητική δικαιολογία ότι έτρεχαν, σκόνταψαν και τα όπλα τους εκπυρσοκρότησαν τυχαία; Γιατί δε βγήκαμε τότε στο δρόμο, ενώ γνωρίζαμε πολύ καλά ότι έλεγαν ψέματα; Γιατί δεχτήκαμε το κουκούλωμα αυτών των εν ψυχρώ εγκλημάτων;
Ποια ήταν η αντίδραση της εργαζόμενης ελληνικής κοινωνίας, όταν πριν δυο χρόνια ένας άλλος ειδικός φρουρός έβγαλε το πιστόλι του και έριξε δυο φορές κατά διαδηλωτών φοιτητών, επειδή πέταγαν μπογιές σ’ ένα κρατικό κτίριο;
Ποια ήταν η αντίδρασή μας όταν πριν από ελάχιστες εβδομάδες ένας πακιστανός μετανάστης έπεφτε σε χαντάκι και σκοτωνόταν, κυνηγημένος από μπάτσους, όχι γιατί διέπραξε κάποιο αδίκημα, αλλά επειδή αντέδρασε στους συνεχείς εξευτελισμούς και το ξυλοκόπημα που δέχονται όταν σταλίζουν επί μιάμιση μέρα στην ουρά για να μπορέσουν να υποβάλουν μια αίτηση χορήγησης ασύλου;
Ποια ήταν η αντίδρασή μας όταν απάγονταν Πακιστανοί εργαζόμενοι και αυτό το έγκλημα κουκουλωνόταν με τον πιο προκλητικό τρόπο από την κυβέρνηση; Οταν ασφαλίτες βασάνιζαν μετανάστες σε αστυνομικό τμήμα και απαθανάτιζαν τις σκηνές για να πουλάνε μαγκιά στους συναδέλφους τους;
Ας το πάρουμε χαμπάρι, επιτέλους. Η εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν ήταν ούτε τυχαίο ούτε μεμονωμένο περιστατικό. Ηταν η τελευταία πράξη στο χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Κάποια στιγμή θα συνέβαινε κι αυτό. Η νεολαία βράζει, η νεολαία ασφυκτιά, η νεολαία βιώνει την καθημερινή συμβολική βία του οικονομικού καταναγκασμού και των αδιεξόδων, αλλά και τη φυσική βία του μηχανισμού καταστολής. Και αντιδρά, δεν σκύβει το κεφάλι. Ποια είναι η απάντηση στην αντίδρασή της; Περισσότερη καταστολή. Οταν οι μπάτσοι ατιμώρητα μακελεύουν φοιτητές στο Σύνταγμα το Μάρτη του 2007, γιατί να μη τραβήξουν όπλο στα Εξάρχεια ή στο Φάληρο; Ποιος θα τους σταματήσει;
Η ευκαιρία για όλους τους εργαζόμενους είναι τώρα, αυτές τις μέρες. Η νεολαία εξεγέρθηκε, έκαψε, κατέστρεψε, έστειλε μηνύματα. Η πλειοψηφία των εργαζόμενων περιορίστηκε σε δάκρυα και βουβή συμπαράσταση, αντί να κάνει αυτή την εξέγερση δική της υπόθεση, δίνοντάς της νέα ώθηση.