Τίποτα καινούργιο δεν εισέφερε η εξέταση Τσελέντη από τον Ι. Μυλωνά, συνήγορο των Τζωρτζάτου-Γιωτόπουλου. Ο Τσελέντης εμφανίστηκε αποφασισμένος να μην απαντήσει συγκεκριμένα σε τίποτα. Σε όλες τις επί του συγκεκριμένου ερωτήσεις απαντούσε με υπεκφυγές, παραπέμποντας γενικά και αόριστα στην απολογία του ή λέγοντας «έχω απαντήσει» ή απαντώντας προκλητικά: «Μπορεί να σας απαντήσει ο κ. Γιωτόπουλος ή ο κ. Τζωρτζάτος».
Αρκετές ήταν οι παρεμβολές του συνηγόρου του Α. Οικονομίδη, αλλά και… της εισαγγελέα, η οποία θυμήθηκε ξαφνικά ότι δεν πρέπει να πιέζεται ο κατηγορούμενος να πει πράγματα που ενοχοποιούν τον εαυτό του!!! Η ίδια έφτασε να πει το εξής εκπληκτικό (εκπληκτικό σε σχέση με τις απόψεις που εκφράζει η ίδια στη δίκη), όταν ο συνήγορος ρώτησε τον Τσελέντη πότε μπήκε στην Οργάνωση και αυτός απέφυγε να απαντήσει: «Δε νομίζω ότι θα κρατήσουμε ημερολόγιο πότε μπήκε»! Η τήρηση κάποιων προσχημάτων ποτέ δεν έβλαψε, αλλά είναι τόση η ζέση και ο αυθορμητισμός της κ. Κουτζαμάνη που την εμποδίζουν να θυμάται αυτόν τον παλιό χρυσό κανόνα για τη συμπεριφορά των θεσμικών προσώπων.
Για ζητήματα που αφορούν την ποινική μεταχείριση κατηγορούμενων ο Τσελέντης, μετά από πίεση του συνηγόρου, επανέλαβε αυτά που είχε πει και το Φλεβάρη για την υπόθεση Μομφεράτου: ότι έχει την εντύπωση πως οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο Τζωρτζάτος, αλλά δε μπορεί να το βεβαιώσει. Αυτό ενόχλησε σφόδρα την εισαγγελέα, γιατί η απάντηση Τσελέντη ισοδυναμεί με έκφραση αμφιβολιών, που πρέπει να ερμηνευτούν υπέρ του κατηγορούμενου. Ευθέως αμφισβήτησε την τοποθέτηση Τσελέντη, λέγοντας ότι άλλα είχε πει στην πρώτη δίκη και πως αυτά τα λέει για πρώτη φορά τώρα, στη δεύτερη δίκη. Αν όμως είναι έτσι, τότε ο Τσελέντης πρέπει να θεωρηθεί γενικά αναξιόπιστος και όχι επιλεκτικά αξιόπιστος, ανάλογα με το πού επιβεβαιώνει το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής. Ετσι δεν είναι, κυρία Ευτέρπη; Γίνεται… ολίγον έγκυος;
Εκεί που ο Τσελέντης φανερά δεν μπορούσε να απαντήσει και οι υπεκφυγές του ακούγονταν καθόλου πειστικές ήταν όταν κλήθηκε να εξηγήσει γιατί, ενώ στις προδικαστικές απολογίες του αναφέρει τον Γιωτόπουλο ως κάποιο μέλος της Οργάνωσης, που κάποια στιγμή γνώρισε, στο πρωτόδικο δικαστήριο για πρώτη φορά κατέθεσε τα περί ειδικού καθοδηγητικού ρόλου του Γιωτόπουλου, τα οποία επανέλαβε και τώρα. Από τη δύσκολη θέση προσπάθησε να τον βγάλει ο συνήγορός του Α. Οικονομίδης, ζητώντας κατ’ αντιπαράσταση εξέταση Τσελέντη-Γιωτόπουλου, όπως είχε ζητηθεί και στην πρώτη δίκη, πρόταση την οποία η υπεράσπιση Γιωτόπουλου αρνήθηκε, επειδή –όπως είπε ο Ι. Μυλωνάς- η ουσία βρίσκεται στις αντιφάσεις που εμφανίζει ο Τσελέντης και επ’ αυτών πρέπει να απαντήσει. Η δικαιολογία Τσελέντη, ότι δεν τα θυμόταν όλα πολύ καλά, γιατί επί χρόνια προσπαθούσε να τα ξεχάσει, και ότι στην Αστυνομία δεν ανακρίθηκε για τη δομή της Οργάνωσης αλλά μόνο για συγκεκριμένες πράξεις (!), δεν αντέχει στην κοινή λογική. Θα ακουγόταν πιο ειλικρινής (χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει και ότι θα έλεγε την αλήθεια), αν έλεγε , για παράδειγμα, ότι στην προδικασία θέλησε να καλύψει τον Γιωτόπουλο, αλλά μετά η συναλλαγή που έκανε προέβλεπε να στηρίξει την κυοφορούμενη καταδίκη Γιωτόπουλου για ηθική αυτουργία. Δεν είναι δυνατόν να ξεχνάς αυτόν που αργότερα υποδεικνύεις ως πολιτικό καθοδηγητή σου και που η κατηγορία, πολύ πριν τη δίκη, εμφάνιζε ως αρχηγό της 17Ν.
Και μόνο αυτό το ζήτημα αρκεί για να αξιολογήσει κανείς την απολογία Τσελέντη. Η μετάνοια που δηλώνει είναι δικαίωμά του (αξιολογείται βέβαια πολιτικά, αλλά αυτό δεν μας απασχολεί εν προκειμένω). Η προσπάθεια να ελαφρύνει τον εαυτό του και να πέσει όσο γίνεται στα μαλακά είναι επίσης δικαίωμά του, όπως και δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου. Η συνεργασία, όμως, είναι άλλης τάξης ζήτημα, γιατί προϋποθέτει επιβάρυνση άλλων. Και είναι φανερό ότι ο Τσελέντης συνεργάζεται και μάλιστα σε συγκεκριμένο πλαίσιο συνεργασίας. Αυτό δείχνει τουλάχιστον ο τρόπος με τον οποίο «εξελίσσονται» (από την προανάκριση στην ανάκριση και από εκεί στο ακροατήριο) τα όσα λέει για τον Γιωτόπουλο και τον (κατά Τσελέντη) ρόλο του στη 17Ν. Το γεγονός αυτό επισημάνθηκε και από την έδρα (εφέτης Τζαβάρα) και θα έπρεπε –μιλώντας αυστηρά νομικά- να εγείρει τουλάχιστον ερωτήματα και αμφιβολίες για το σύνολο της απολογίας Τσελέντη. Να θεωρηθεί ως απολογία γεμάτη από σκοπιμότητες. Και μάλιστα, να συνεκτιμηθούν ως προς αυτό και τα όσα έχει δηλώσει ο Δ. Κουφοντίνας για τον Τσελέντη, χαρακτηρίζοντάς τον εύστοχα ως «βοηθό εισαγγελέα»: ότι έχει κάνει συναλλαγή και καταθέτει ανάμικτα αλήθειες και ψέματα. Ομως, ο Τσελέντης είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της κατηγορίας και όλα όσα γράψαμε παραπάνω δεν υπάρχει περίπτωση να ισχύσουν σ’ ένα ειδικό δικαστήριο που διεκπεραιώνει μια σημαντική πολιτική δίκη, με στόχο «την εξόντωση των αντιπάλων και την ενσωμάτωση των φίλων».
Η εξέταση Τσελέντη έκλεισε μ’ ένα οξύμωρο (είναι ο πιο επιεικής, ο πιο κομψός χαρακτηρισμός που μπορούμε να δώσουμε): ο συνήγορος των Γιωτόπουλου-Τζωρτζάτου διάβασε τα όσα έχει πει για τον Τσελέντη ο Δ. Κουφοντίνας στην πρώτη δίκη! Το οξύμωρο είναι φανερό, αλλά ας το εξηγήσουμε για όσους δεν έχουν παρακολουθήσει συστηματικά τη δίκη και το ρεπορτάζ μας: όταν ο εντολέας του κατηγορεί τον Κουφοντίνα ότι καλύπτει τον Τσελέντη, πώς ο συνήγορος επικαλείται τον Κουφοντίνα για να ξεμπροστιάσει τον Τσελέντη; Το οξύμωρο εξελίχτηκε σε πρόκληση μετά τη δήλωση Τζωρτζάτου, που ακολούθησε. Ο Τζωρτζάτος, διαβάζοντας γραπτή δήλωση, χαρακτήρισε τον Τσελέντη «μάρτυρα του στέμματος σε διατεταγμένη υπηρεσία» και δήλωσε ότι λέει ψέματα πως δε μπορούσε να οδηγήσει Βέσπα, γιατί η Βέσπα ήταν το πιο ευκολοδήγητο μέσο τη δεκαετία του ’80. Επίσης, ότι στην υπόθεση Μομφεράτου ξέρει ποιος ήταν ο οδηγός και το αποκρύβει, ξέρει ποιος πυροβόλησε τον Μομφεράτο και ψεύδεται.
Η χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων («αποκρύβει» στη μια περίπτωση – «ψεύδεται» στην άλλη) ήταν προσεκτικά επιλεγμένη και -για να μην κρυβόμαστε- υπονοούσε πως εκείνος που πυροβόλησε τον Μομφεράτο ήταν ο Τσελέντης. Αφήνουμε το γεγονός πως εν προκειμένω ο Τζωρτζάτος έγινε… ολίγον Τσελέντης και εστιάζουμε στη συνέχεια. Δείχνοντας εκπληκτικά ανακλαστικά ο πρόεδρος ρώτησε εν ριπή οφθαλμού τον Τζωρτζάτο αν γνωρίζει ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο. Κυριολεκτικά στον αέρα πήρε την πάσα η εισαγγελέας και τον ρώτησε αν γνωρίζει «ποιοι σκότωσαν». Ο Τζωρτζάτος απάντησε «ναι» και στις δύο ερωτήσεις (είχε διευκρινίσει προηγούμενα, ότι φρόντισε να μάθει, αφού έχει καταδικαστεί σε δυο φορές ισόβια γι’ αυτή την ενέργεια), για να έρθει το αναμενόμενο μπαράζ ερωτήσεων: Πες μας τότε, αφού λες ότι ξέρεις, ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο και ποιος πυροβόλησε! Ο Τζωρτζάτος απάντησε αρνητικά και επέμεινε στην άρνησή του, μολονότι η ερώτηση του υποβλήθηκε περισσότερες από μία φορές.
Αφού ο ίδιος ξέρει και δεν λέει, από πού άντλησε το θράσος να ζητάει από τον Κουφοντίνα να πει ποιοι ήταν στη συγκεκριμένη ενέργεια και να τον κατηγορεί ότι καλύπτει τον συνεργαζόμενο Τσελέντη; Ολόκληρη η αήθης επίθεση κατά Κουφοντίνα σ’ αυτό ακριβώς στηρίχτηκε. Δεν είναι θράσος -και μάλιστα απύθμενο- να χρησιμοποιεί ο συνήγορος υπερασπιστικά τα όσα έχει δηλώσει ο Κουφοντίνας για τον Τσελέντη και ο Τζωρτζάτος στην απολογία του, μόλις πριν λίγες μέρες, να προσπαθεί να ρίξει λάσπη στον Κουφοντίνα, λέγοντας ψέματα ότι δεν είπε λέξη ενάντια στους συνεργαζόμενους, γιατί είναι και ο ίδιος συνεργαζόμενος; Τελικά, βούλιαξαν οι ίδιοι στη λάσπη που πήγαν να πετάξουν στο Δημήτρη Κουφοντίνα και έγιναν ακόμα πιο θλιβεροί και αξιοθρήνητοι.