Οπως γίνεται κάθε φορά που συζητιέται ένα σημαντικό νομοσχέδιο, από την κοινοβουλευτική διαδικασία για την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχέδιου δεν έλειψαν και οι αναφορές σε αντισυνταγματικές διατάξεις. Ο λόγος των κομμάτων της αντιπολίτευσης ενισχύθηκε και από τις επισημάνσεις θεσμικών φορέων, όπως το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Η κυβέρνηση, βέβαια, αντιμετώπισε τις μεν επισημάνσεις του Ελεγκτικού Συνέδριου με τη θέση ότι η γνωμοδότησή του δεν είναι υποχρεωτική, τις δε ενστάσεις της αντιπολίτευσης με το επιχείρημα «τα ίδια κάνατε και εσείς» και με τη θετική ψήφο του συντεταγμένου κυβερνητικού λόχου, ο οποίος –όπως συμβαίνει διαχρονικά– αγνόησε οτιδήποτε επικαλείτο το σύνταγμα.
Ο Παπανδρέου, μάλιστα, έκανε ένα βήμα παραπέρα. «Δεν είναι προφανές για ποιο λόγο το δικό μας Σύνταγμα θα μπορούσε να εμποδίζει κάτι πολύ λογικό, το οποίο ισχύει σε πολλές άλλες χώρες», είπε σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία», προσφέροντάς μας ένα ωραιότατο δείγμα της αντίληψης που έχει για τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής αστικής δημοκρατίας. Κατά τον Παπανδρέου, σημασία δεν έχει τι προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά τι συμβαίνει σε άλλες χώρες!
Θα έπρεπε μάλλον να τον ευχαριστήσουμε για τον κυνισμό του. Αν μη τι άλλο, μας πρόσφερε το μέτρο της σχετικότητας που έχουν οι διατάξεις του αστικού συντάγματος. Πέρα από τη σχετικότητα, όμως, που επιτρέπει στις κυβερνήσεις να μετατρέπουν το Σύνταγμα σε λάστιχο, υπάρχει και η ταξικότητα. Κι αυτό είναι το μείζον.
Υποστηρίχτηκε από συνταγματολόγους και άλλους νομικούς, ότι η μείωση των μισθών και των συντάξεων είναι αντισυνταγματική, διότι το Σύνταγμα προστατεύει την περιουσία και η σύνταξη και ο μισθός είναι περιουσιακό στοιχείο. Νομικά, η άποψη αυτή είναι βάσιμη. Ταξικά, όμως, είναι αβάσιμη. Διότι όταν το Σύνταγμα προστατεύει την περιουσία, αναφέρεται στην ατομική ιδιοκτησία των καπιταλιστών. Αντε και στη μικρή ατομική ιδιοκτησία των εργαζόμενων στρωμάτων του πληθυσμού (σπίτια, χωράφια, αυτοκίνητα). Το μισθό και τη σύνταξη ουδέποτε τα θεώρησε η κυρίαρχη τάξη περιουσία. Οπως έγραψε και ένας «πράσινος» συνταγματολόγος (Αλιβιζάτος, «Καθημερινή»), είναι λαθεμένη η αντίληψη «ότι, βρέξει – χιονίσει, μισθοί και συντάξεις δεν μπορούν να θιγούν, αλλά να αναπροσαρμόζονται μόνο προς τα πάνω».
Και τα κέρδη τύποις δεν θεωρούνται περιουσία. Δοκίμασε, όμως, ποτέ κανείς πολιτικός να μειώσει τα κέρδη, μεταφέροντας το ποσό της μείωσης είτε στους εργαζόμενους είτε στο κράτος για την ικανοποίηση των κοινωνικών του αναγκών; Στρατιές συνταγματολόγων θα στρέφονταν αυτόματα εναντίον του και σε χρόνο-ρεκόρ αυτός ο πολιτικός θα βρισκόταν κατηγορούμενος στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ολοι οι αστοί πολιτικοί, όμως, έχουν –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο– χτυπήσει μισθούς και συντάξεις, χωρίς ποτέ αυτό να θεωρηθεί πλήγμα κατά της περιουσίας.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για νομικό, αλλά για κατεξοχήν πολιτικό-ταξικό θέμα. Δεν λέμε πως δεν πρέπει να υπενθυμίζουμε τις συνταγματικές διατάξεις ή να χρησιμοποιούμε την αστική Δικαιοσύνη. Πρέπει, όμως, να γνωρίζουμε την περιορισμένη σημασία που έχει αυτό. Ακόμη και ως βοηθητικό μέσο έχει εντελώς δευτερεύ-ουσα σημασία. Βλέπουμε, όμως, τους εργαζόμενους, υπό την καταθλιπτική κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, να αναθέτουν στα δικαστήρια να ρυθμίσουν αυτά που μόνο η ταξική πάλη μπορεί και θα έπρεπε να ρυθμίζει.