«Τοξικά» ομόλογα, ενυπόθηκα δάνεια, πιστωτικά παράγωγα, επιτόκια, μετοχές, πτωχεύσεις, εξαγορές, ρευστότητα, χρηματοπιστωτική κρίση, ύφεση. Ολο το λεξιλόγιο των ανά τη γη οικονομολόγων έχει στήσει τρελό χορό πάνω από τα κεφάλια εκατομμυρίων ανθρώπων, που βλέπουν το υπάρχον χρηματοπιστωτικό σύστημα να κλυδωνίζεται, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν το γιατί και κυρίως το πώς όλος αυτός ο κουρνιαχτός θα κατακαθήσει χωρίς να τους θάψει.
Οι κυβερνήσεις δεν τσιγκουνεύονται χρήμα για να σώσουν τις καταρρέουσες τράπεζες και οι τραπεζίτες σπεύδουν να μειώσουν τα επιτόκια μήπως και σταματήσουν τον πανικό. Ομως, ο πανικός για την ώρα δεν σταμάτησε ούτε λεπτό. Τα παπαγαλάκια του κεφαλαίου κράζουν για μια ακόμα φορά προσπαθώντας να καλύψουν το θόρυβο από την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Λένε ότι δεν φταίει ο καπιταλισμός, αλλά ο «φονταμενταλισμός των αγορών» (ένας νεολογισμός που τώρα ανακάλυψαν) και σπεύδουν να καθησυχάσουν το «τρομαγμένο πόπολο» καλώντας το να κάτσει στ’ αυγά του και να εναποθέσει τις τύχες του στα χέρια των «σοβαρών» πολιτικών και τραπεζιτών, που θα «κόψουν τον κώλο» στους κερδοσκόπους και στα “golden boys”.
Αυτοί που μέχρι σήμερα έπιναν νερό στο όνομα της «ελεύθερης αγοράς», αυτοί που αποδέχονταν σαν «νόμο της φύσης» την κερδοφορία του κεφαλαίου και την προκλητική ζωή των σύγχρονων δουλεμπόρων της αστικής τάξης, εξαπολύοντας μύδρους ενάντια σε κάθε κρατική παρέμβαση στην «ελεύθερη αγορά», ανακάλυψαν ξαφνικά το «σωτήριο ρόλο του κράτους» και σπεύδουν να καταγγείλουν τους «κερδοσκόπους» που κάνουν ζωή χαρισάμενη με τα λεφτά των φορολογούμενων πολιτών. Αν η υποκρισία που ζούμε αυτές τις μέρες ήταν δέντρο, σίγουρα θα είχε φτάσει μέχρι… το φεγγάρι!
Ωρολογιακή βόμβα…
Ομως, η φωτιά που άναψε και επεκτάθηκε με πρωτοφανή ρυθμό απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη δεν οφείλεται στην απληστία κάποιων «κακομαθημένων» σχολιαρόπαιδων, που «στα 25 τους χρόνια έκαναν περιουσία με τα λεφτά των άλλων». Οφείλεται στην αδήριτη ανάγκη του χρηματιστικού κεφαλαίου για μέγιστο κέρδος, τη στιγμή που η καταναλωτική δυνατότητα των εργαζόμενων μαζών στενεύει. Μια ανάγκη που αποδείχτηκε ωρολογιακή βόμβα, σε συνδυασμό με τη στενότητα της κατανάλωσης και τον υπερδανεισμό.
Η ενυπόθηκη αγορά κατοικιών στις ΗΠΑ ήταν ένα από τα πεδία που το χρηματιστικό κεφάλαιο θέλησε να βγάλει χρήμα. Ενα άλλο πεδίο, αυτό με τις «πιστωτικές συμφωνίες ανταλλαγής», τα περίφημα credit default swaps, που ήταν αντασφάλιση ενός δανειστή σε ενδεχόμενη πτώχευση του δανειζόμενου, είναι ένα άλλο πεδίο που το αναλύσαμε περιληπτικά σε προηγούμενο φύλλο.
Τα δύο αυτά πεδία, όμως, δεν ήταν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το πώς παίζονταν το παιχνίδι θα διερευνήσουμε πιο αναλυτικά στα επόμενα φύλλα της «Κόντρας». Εδώ θα αρκεστούμε μόνο να αναφέρουμε, ότι αυτό που «παίχτηκε» στην αγορά κατοικίας βασιζόταν στον υπερδανεισμό των αμερικάνικων νοικοκυριών και το διαμοιρασμό του ρίσκου (με τα πιστωτικά παράγωγα) μεταξύ των διάφορων πιστωτικών ιδρυμάτων. Γιατί υπήρχε ρίσκο, αφού ο πιο επικερδής δανεισμός ήταν αυτός προς τους Αμερικανούς που δεν ήταν τόσο φερέγγυοι ότι θα ξεπληρώσουν τα χρέη τους (γι’ αυτό και τα δάνεια αυτά αναφέρονταν σαν ενυπόθηκα δάνεια «υψηλού ρίσκου»). Αυτοί όμως πλήρωναν μεγαλύτερο επιτόκιο για τα δάνειά τους, αποφέροντας τεράστια κέρδη στις τράπεζες που τους δάνειζαν. Γι’ αυτό και αυτού του τύπου τα δάνεια υπερδιπλασιάστηκαν μέσα σε λίγα χρόνια.
Σύμφωνα με παλαιότερη εκτίμηση της Moody’s Investor Service, την οχταετία 1996-2004 μόλις το 9% των ενυπόθηκων δανείων ήταν «υψηλού ρίσκου» (“subprime”). Τη διετία 2004-2006 το ποσοστό τους έφτασε στο 21% (USA Today, 19/3/07). Οταν το καλοκαίρι του 2007 έγινε το πρώτο «μπαμ», επιφέροντας 18.000 απολύσεις από τα λουκέτα που μπήκαν σε πολλές εταιρίες παροχής τέτοιων δανείων, τα καμπανάκια του κινδύνου χτυπούσαν προαναγγέλλοντας μια ακόμα μεγαλύτερη έκρηξη.
Προαναγγελθείς θάνατος
Οπως σημειώναμε απ’ αυτές εδώ τις στήλες, «το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν θα ξεσπάσει το επόμενο κραχ, αλλά πότε. Αυτό θα εξαρτηθεί από το για πόσο χρονικό διάστημα τα φτωχά αμερικάνικα νοικοκυριά θα αντέξουν την τοκογλυφία των δανειστών αυτών των δανείων με τα υπέρογκα επιτόκια που αυξάνονται ολοένα και περισσότερο, την ίδια στιγμή που οι πλούσιοι Αμερικανοί αγοράζουν όλο και περισσότερες βίλες (αξίας άνω των 5 εκ. δολαρίων), η αγορά των οποίων αυξήθηκε κατά 11% μέσα στο 2006, όταν οι συνολικές πωλήσεις στον τομέα της κατοικίας έπεσε κατά 8.4% μέσα στην ίδια περίοδο» («Κόντρα», 1/9/07).
Δεν διαθέταμε… μαντικές ικανότητες γι’ αυτή την εκτίμηση, ούτε ήμασταν οι μόνοι που το λέγαμε αυτό. Μια ματιά αν ρίξει κανείς στις οικονομικές στήλες των πιο έγκυρων φυλλάδων του κεφαλαίου, θα δει ότι αυτή η αγωνία υπήρχε έντονη στους οικονομικούς κύκλους της αστικής τάξης (ορισμένοι μάλιστα, όπως ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κένεθ Ρογκόφ, περίμεναν την κατάρρευση κάποιας μεγάλης τράπεζας).
Καπιταλισμός-καζίνο ή απλά καπιταλισμός;
Θα υπήρχε όμως αυτή η πιστωτική κρίση σε τέτοια έκταση, αν δεν υπήρχαν χρεωμένα νοικοκυριά που αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους κι αν δεν υπήρχαν προβλήματα στην «πραγματική οικονομία»; Θα εξαπλώνονταν τόσο εύκολα η πιστωτική κρίση, αν δεν έβρισκε εύφορο έδαφος στις απέναντι πλευρές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού;
Οσοι διαπίστωσαν τώρα ότι το ΔΝΤ κάνει μαύρες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία θα πρέπει να θυμηθούν, ότι εδώ και αρκετό καιρό οι προβλέψεις όλων των διεθνών οικονομικών οργανισμών διαψεύδονται ολοένα και προς το χειρότερο. Η κρίση –όπως κάθε κρίση– κάποια στιγμή θα διευθετηθεί (μέσα στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος, αν δεν υπάρξει αντίπαλο δέος από τις εκμεταλλευόμενες τάξεις). Ομως, το κόστος θα είναι ακόμα οδυνηρότερο για τις εργαζόμενες τάξεις, ο πέλεκυς που θα πέσει πάνω τους θα είναι αμείλικτος. Κι όσο για τους «κανόνες» που θα εγγυηθούν την ομαλή πορεία του καπιταλισμού στο μέλλον, ας μην ξεχνάμε ότι είναι στη φύση του καπιταλισμού να επεκτείνει με το στανιό καταστάσεις που δε μπορεί να ελέγξει (είτε «υπερπαραγωγή» είτε «υπερδανεισμός» είναι αυτές).
Η απάντηση στην κρίση που θα δώσουν οι κεφαλαιοκράτες και τα πολιτικά τους κατασκευάσματα είναι κι αυτή δεδομένη. Ζεστό χρήμα στις τράπεζες, λιτότητα στους εργαζόμενους. Οι εποχές του «νιου ντιλ» έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Εδώ, μεσούσης της κρίσης, οι αμερικάνοι ιθύνοντες δεν θέλησαν να δώσουν ούτε ένα 10% παραπάνω χρήματα για τα συσσίτια και μερικές διευκολύνσεις στους ανέργους (η Γερουσία απέρριψε το σχέδιο των 60 δισ. δολαρίων που είχε εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων, λίγες μέρες πριν οι ίδιοι Βουλευτές και Γερουσιαστές αποφασίσουν να δώσουν 700 δισ. δολάρια στις καταρρέουσες τράπεζες!). Το τελικό σχέδιο «διάσωσης» που ψηφίστηκε την προηγούμενη Παρασκευή, δεν περιείχε τελικά ούτε τα ψίχουλα που είχε εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων και είχε απορρίψει η Γερουσία. Οταν δεν αισθάνονται πίεση από τα κάτω, δεν τους ενδιαφέρει ούτε τα προσχήματα να κρατήσουν…