Με εντυπωσιακές επιθέσεις σε σημαντικούς στρατιωτικούς νατοϊκούς στόχους συνεχίζεται η εαρινή επιχείρηση «Νίκη» των Ταλιμπάν.
Το απόγευμα της 22ης Μαΐου, μια ομάδα μαχητών επιτέθηκε στην αεροπορική νατοϊκή βάση της Κανταχάρ, την ώρα που δύο ανώτατοι βρετανοί αξιωματούχοι, ο υπουργός Εξωτερικών Ουίλιαμ Χέιγκ και ο υπουργός Αμυνας Λίαμ Φοξ, ετοιμάζονταν να επισκεφτούν τη βάση.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση στο Αφγανιστάν, έδρα της νατοϊκής διοίκησης του νότιου Αφγανιστάν, η οποία φιλοξενεί πάνω από 20.000 στρατιωτικό προσωπικό.
Εκπρόσωπος των Ταλιμπάν ανακοίνωσε ότι οι μαχητές επιτέθηκαν από δύο πλευρές και εκτόξευσαν 15 ρουκέτες, ενώ η νατοϊκή διοίκηση ανακοίνωσε ότι απωθήθηκαν οι μαχητές που επιχείρησαν να διεισδύσουν στη βάση και ότι τραυματίστηκαν μερικοί εργολάβοι και νατοϊκοί στρατιώτες.
Ηταν η δεύτερη μεγάλη μετωπική επίθεση σε νατοϊκή στρατιωτική βάση σε λιγότερο από μια βδομάδα. Προηγήθηκε στις 19 Μαΐου η επίθεση στη βάση Μπαγκράμ, τη μεγαλύτερη αμερικάνικη αεροπορική βάση στα βόρεια της Καμπούλ, κατά την οποία σκοτώθηκε ένας αμερικάνος εργολάβος και τραυματίστηκαν 9 αμερικάνοι στρατιώτες κατά την ανταλλαγή πυρών, που κράτησε 8 ώρες. Μια μέρα νωρίτερα, στις 18 Μάη, είχε γίνει επίθεση αυτοκτονίας στην καρδιά της Καμπούλ, με στόχο νατοϊκή αυτοκινητοπομπή, από την οποία σκοτώθηκαν 18 άτομα, ανάμεσα στους οποίους ήταν 5 αμερικάνοι στρατιώτες και ένας καναδός αξιωματικός.
Στις 26 Μαΐου, έγινε μια μεγάλη έκρηξη από αυτοκίνητο – βόμβα στην πόλη της Κανταχάρ μπροστά σε ένα κτίριο, το οποίο χρησιμοποιείται από το ΝΑΤΟ και φιλοξενεί εκατοντάδες αμερικάνους και καναδούς στρατιώτες καθώς και κυβερνητικούς υπαλλήλους, με άγνωστο τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές αριθμό θυμάτων. Και έπεται συνέπεια.
Είναι φανερό ότι οι Ταλιμπάν κάνουν επίδειξη δύναμης και στέλνουν το μήνυμα ότι μπορούν να χτυπούν όπου θέλουν, ακόμη και τους πιο σημαντικούς και αυστηρά φρουρούμενους εχθρικούς στόχους. Οι επιθέσεις αυτές έχουν μεγάλο πολιτικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στον αφγανικό πληθυσμό, αλλά και στο ηθικό τόσο των ανταρτών όσο και των κατοχικών στρατευμάτων, σε σχέση με τις απώλειες και τις ζημιές που προκαλούν.