Ο λαλίστατος Ι. Τραγάκης είπε και πάλι την αλήθεια, σε εκπομπή του Mega: «Η εκλογολογία βολεύει και τα δύο κόμματα (σ.σ. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), γιατί συσπειρώνουν τις κομματικές τους βάσεις». Μόνο που αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η εκλογολογία, πέρα από τις ιδιαίτερες ανάγκες των κομμάτων εξουσίας, εξυπηρετεί και το σύστημα, σπέρνοντας φρούδες ελπίδες, συγκεντρώνοντας την προσοχή στους διαχειριστές της εξουσίας και όχι στην ουσία της πολιτικής, επιτείνοντας τον έλεγχο του πολιτικού συστήματος πάνω στους εργαζόμενους, οι οποίοι, αντί να συζητούν και να προβληματίζονται για το πώς θα αναπτύξουν την πάλη τους ενάντια στις καταστροφικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης, συζητούν και προβληματίζονται για το πώς θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί στο κορυφαίο επίπεδο της πολιτικής διαχείρισης.
Η κυβέρνηση είναι αυτή που δίνει τον τόνο της εκλογολογίας, αυτή που έχει ανοίξει όλους τους κύκλους της. Και τον τελευταίο κύκλο τον άνοιξαν άνθρωποι του στενού καραμανλικού πυρήνα: Παυλόπουλος και Ζαγορίτης. Το ΠΑΣΟΚ ακολούθησε γιατί περνάει μια καλή φάση και δεν θέλει ν’ αφήσει την πρωτοβουλία στα χέρια του Καραμανλή. Ζητώντας εκλογές με τον πιο επίσημο τρόπο (συνέντευξη Παπανδρέου) εμφανίζει τον Καραμανλή φοβισμένο και πετυχαίνει «συσπείρωση εξουσίας», επανακατακτώντας τις ψήφους που διέρρεαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος ο Καραμανλής αρνείται έως τώρα πεισματικά να τοποθετηθεί ο ίδιος, αποκλείοντας το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Ο δε Αντώναρος, ερωτηθείς σχετικά την περασμένη Δευτέρα, περιορίστηκε να χαρακτηρίσει «άκαιρη» τη σχετική συζήτηση, αφήνοντας ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.
Το άνοιγμα της εκλογολογίας από τμήμα του στενού καραμανλικού πυρήνα και η αποφυγή του Καραμανλή να διαψεύσει τα σενάρια, αποτελούν ενδείξεις ότι το μελετά και ακόμα δεν έχει πάρει καμιά απόφαση. Αλλωστε, τα γκάλοπ δεν τον ευνοούν καθόλου αυτή την εποχή και κάθε απόφαση για προσφυγή στις κάλπες θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία, αφού το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται μια ανάσα από την αυτοδυναμία. Τρία γκάλοπ δημοσιεύ-τηκαν την προηγούμενη Κυριακή και τα τρία δίνουν το ΠΑΣΟΚ να προηγείται της ΝΔ με περισσότερο από 3,5%. Πού να πάει για εκλογές ο Καραμανλής;
Τότε γιατί συντηρεί την εκλογολογία; Για τους λόγους που αναφέραμε στην αρχή. Γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να μη συζητιέται ή να περνά σε δεύτερη μοίρα η ουσία της κυβερνητικής πολιτικής και ο μόνος τρόπος για να κρατήσει στοιχειωδώς συσπειρωμένο τον κυβερνητικό λόχο, ο οποίος, μετά το σύντομο διάλειμμα του ανασχηματισμού μετατρέπεται και πάλι σε σκορποχώρι. Ο Αβραμόπουλος, χωλωμένος από τη μη αναβάθμισή του και τη διατήρησή του στην ηλεκτρική καρέκλα του υπουργού Υγείας, ξεσπαθώνει με μπηχτές κατά της οικονομικής πολιτικής, παριστάνοντας τον μέγα οικονομολόγο. Οταν το Μαξίμου του τραβάει το αυτί, βγαίνει και δηλώνει ότι οι δηλώσεις του «αλλοιώθηκαν», κάνοντας ακόμα χειρότερα τα πράγματα για τον Καραμανλή. Ακόμα και οι δευτεροκλασάτοι ξαναβγαίνουν στο «αντάρτικο» και γενικά επικρατεί το δόγμα «ο σώζων εαυτόν σωθείτω», καθώς οι βουλευτές βάζουν πάνω από το «συμφέρον της παράταξης» τη δυνατότητά τους να επανεκλεγούν σε μια κοινοβουλευτική ομάδα που αναμένεται να είναι εμφανώς μειωμένη. Οσο για το Μητσοτακαίικο, παραμένει σταθερά στις επάλξεις κινώντας τον τεράστιο μηχανισμό που διαθέτει στο εσωτερικό της ΝΔ και στα ΜΜΕ. Φυσικά, η γραμμή του Μητσοτακαίικου, που την έχει καταλάβει ακόμα και ο Κυριάκος, είναι «εκλογές στο τέλος της τετραετίας». Οσο πιο αργά γίνουν οι εκλογές τόσο πιο ευρεία αναμένεται να είναι η ήττα του Καραμανλή, επομένως τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες να αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική αφήνοντας το κόμμα στη Ντόρα.
Το Μητσοτακαίικο απορρίπτει επίσης μετά βδελυγμίας την πρόταση του «μεγάλου συνασπισμού» (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), που όλο και πιο έντονα «παίζει» και προωθείται από μεγαλοκαπιταλιστικά συμφέροντα (δείτε την εμμονή του Πρετεντεράκου). Λογικό από τη μεριά του. Με μια μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας ο Καραμανλής παραμένει στο παιχνίδι. Ο μόνος τρόπος να φύγει είναι μια καθαρή ήττα (όσο μεγαλύτερη τόσο καλύτερα), για την οποία εργάζεται ο μηχανισμός των Μητσοτάκηδων. Αντίθετα, η ιδέα αυτή αρέσει πάρα πολύ στον Σουφλιά, τον άνθρωπο στον οποίο έχει καταφύγει ο Καραμανλής, αναθέτοντάς του όλη την τρέχουσα πολιτική. Ο Σουφλιάς χειρίστηκε το αγροτικό, ο Σουφλιάς καθορίζει την πολιτική του υπουργείου Οικονομίας, αλλάζοντας το στιλ Αλογοσκούφη χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα στην ουσία της ασκούμενης πολιτικής. Λέγεται –καθόλου αβάσιμα– ότι ο Σουφλιάς καλοβλέπει την ιδέα ενός «μεγάλου συνασπισμού» με πρωθυπουργό τον ίδιο, για να μπορέσει να κλείσει την πολιτική του καριέρα τιμώμενος από τις κορυφές του πολιτικού συστήματος και να περάσει μετά στην προεδρία της Δημοκρατίας ως ο «σοφός γέρων». Εχει στο πλευρό του τους εργολάβους που είναι και εργολάβοι της ενημέρωσης, όμως η πολιτική δεν εξελίσσεται πάντοτε σύμφωνα με τα σχέδια (οι ίδιοι εργολάβοι έπαθαν ένα καλό κάζο όταν «έσπρωχναν» τον Βενιζέλο και ο Γιωργάκης τον «έλιωσε»). Οι παράγοντες που παίζουν στο παιχνίδι είναι περισσότεροι και η «ακυβερνησία» δεν είναι σίγουρο ότι θα προκύψει, όπως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το ΠΑΣΟΚ θα δεχτεί μια «μεταβατική περίοδο Σουφλιά και δεν θα πιέσει για επαναληπτικές εκλογές για να «καθαρίσει», με τη βοήθεια και των +10 εδρών που δίνει ο νόμος Παυλόπουλου.
Σε επίπεδο παραπολιτικής, το μόνο πραγματικό ερώτημα είναι αν ο Καραμανλής θα μπορέσει ν’ αντέξει χωρίς ν’ αναγκαστεί να προσφύγει σε εκλογές, γιατί εθελουσίως δεν βλέπουμε να έχει την ευκαιρία να προσφύγει. Σε επίπεδο πολιτικής, το πραγματικό ερώτημα είναι διαφορετικό: θα μπορέσουν οι εργαζόμενοι να κάνουν κινήσεις έξω από το παραλυτικό παιχνίδι της καθεστωτικής πολιτικής, κινήσεις στο δρόμο, που θα καθορίζονται από τις πιεστικές τους ανάγκες και τα προβλήματα που όλο συσσωρεύονται και τους καταπλακώνουν;