Οταν φέτος τα χιλιάδες μέλη της αμερικανικής ακαδημίας κινηματογραφικών τεχνών και επιστημών απένειμαν σ` αυτή την αργεντίνικη ταινία το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, παρακάμπτοντας τη «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να υποδηλώσουν για μια ακόμη φορά τον κονφορμισμό τους, αλλά και την ανυπαρξία μιας βαθύτερης κουλτούρας και παιδείας, που μόνο αυτή είναι σε θέση να διακρίνει την τέχνη της τρέχουσας χρήσης από την στοχαστική, προβληματισμένη τέχνη. Ετσι, βράβευσαν μια ταινία που ασφαλώς διακρίνεται από επαγγελματική επάρκεια, δεν έχει όμως καμιά πιθανότητα να κερδίσει τη μάχη με το χρόνο.
Ας δούμε αναλυτικότερα τι λέει αυτή η ταινία: Στο Μπουένος Αιρες του 1974, η δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας παραμένει σχεδόν ανεξιχνίαστη. Ο δολοφόνος, μπράβος του «παρακράτους», έχει τις «πλάτες» του επίσημου κράτους. 25 χρόνια μετά, ο αστυνομικός που είχε αναλάβει την εξιχνίαση του εγκλήματος ξεκινά να γράψει ένα βιβλίο για την υπόθεση αυτή και έρχεται αντιμέτωπος με νέα δεδομένα, αλλά και πτυχές της προσωπικής του ζωής…
Ενα καθηλωτικό αστυνομικό θρίλερ καταφέρνει να συνδυαστεί με την ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Στην πραγματικότητα, είναι περισσότερο μια ερωτική ιστορία, μια σκέψη πάνω στην έννοια του πάθους και τις συνέπειές του. Δεμένη και καλογυρισμένη ταινία, στόχευσε και πέτυχε την αποδοχή του μεγάλου κοινού, δεν θα μπορούσαμε όμως να την πούμε ούτε μεγάλο αισθητικό γεγονός ούτε πολύ περισσότερο φιλοσοφημένη. Απλώς, όπως τόσες άλλες, άξια λόγου.
Ελένη Σταματίου