Αιχμηρή σάτιρα της κινηματογραφικής βιομηχανίας και του Χόλιγουντ, που όμως δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα αποδεκτά όρια και τη λογική των μεγάλων στούντιο που ελέγχουν τα πάντα στη γενέτειρα της έβδομης τέχνης. Ο Λέβινσον αυτολογοκρίνεται με μια έννοια, αφού η ταινία του χώνει μεν τη μύτη της χαριτωμένα στις ανασφάλειες των σκηνοθετών, στην κρεβατοκάμαρα των παραγωγών, στις ιδιορρυθμίες των πρωταγωνιστών και την πυγμή των διευθυντών, από την άλλη όμως παραβλέπει το σημαντικότερο: τη σιδερένια δομή μιας διοικητικής πυραμίδας, όπου ο διευθυντής, οι παραγωγοί και οι χρηματοδότες είναι το παν, ενώ οι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι κ.λπ., δηλαδή οι δημιουργοί μιας ταινίας, είναι υπάλληλοι άνευ σημασίας.
Με άλλα λόγια στην Αμερική, χώρα-τυπικό εκπρόσωπο του καπιταλισμού, η παραγωγή ταινιών δεν θα μπορούσε παρά να αποθεώνει το χρήμα και να μεγεθύνει την ασημαντότητα του καλλιτέχνη. Οι ιδέες «κόβονται και ράβονται» στη λογική της αναμενόμενης μεγάλης κερδοφορίας και το final cut ανήκει πάντα στον chief του στούντιο. Δεκαετίες τώρα τα «εργοστάσια ονείρων» παράγουν περισσότερο προϊόντα και λιγότερο ταινίες, στηριζόμενα στην έλλειψη τόλμης και στη τυποποίηση. Ομως, όσο κι αν όλα λειτουργούν στη βάση μιας πολύ αυστηρής επιχείρησης, κάποιοι συντελεστές καλούνται να επινοήσουν ιδέες, θέματα, εικόνες κ.λπ., με αποτέλεσμα οξείες διαπροσωπικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς.
Ο Ρόμπερτ Αλτμαν περιέγραψε με δηκτικότητα αυτές τις ανελέητες διαμάχες στην ταινία του «Ο παίχτης». Ομως δεν είναι τυχαίο ότι ο Αλτμαν, σε αντίθεση με τον Λέβινσον, δούλεψε έξω από τα πανίσχυρα χολιγουντιανά στούντιο. Οπως λοιπόν μέσα στην ταινία οι καλλιτεχνικοί συντελεστές της φιμώνουν και λογοκρίνουν τα οράματά τους, έτσι και ο Λέβινσον στρογγυλεύει τις γωνίες και την κριτική του. Τι απομένει; Μια μεγάλη, μετά από καιρό, ερμηνεία του Ρόμπερτ ντε Νίρο και η πανταχού παρουσία των Εβραίων στο Χόλιγουντ (αλλά το ξέραμε κι αυτό!).
Ελένη Σταματίου