Στις 23 Απρίλη, η εταιρία Vivartia AE, θυγατρική της ΜΑΡΦΙΝ, ανακοίνωσε ότι μειώνει τις τιμές του παστεριωμένου γάλακτος σε 1 από 1,35 ευρώ στα σούπερ μάρκετ και σε 1,2 από 1,58 ευρώ στους φούρνους και στα μικρά καταστήματα. Ανακοίνωσε ακόμη, ότι αναίρεσε την απόφασή της της 30ής Απρίλη, με την οποία καταργούσε τους σταθμούς συγκέντρωσης νωπού γάλακτος στη Β. Ελλάδα. Ακολούθησε μια καλά ενορχηστρωμένη διαφημιστική καμπάνια, στην οποία κυριαρχούσε η γκρίζα διαφήμιση που παρουσίαζε αυτές τις αποφάσεις σαν δείγμα κοινωνικής ευαισθησίας έναντι «του καταναλωτικού κοινού και των κτηνοτρόφων». Την απόφαση έσπευσε να χαιρετίσει και ο υπουργός Γεωργίας Σ. Χατζηγάκης, ο οποίος έχει αθετήσει την υπόσχεσή του για ενίσχυση των κτηνοτρόφων με 100 περίπου εκατ. ευρώ (στα πλαίσια του περιβόητου πακέτου των 425 εκατ. ευρώ), και εξακολουθεί να αρνείται να ικανοποιήσει το δίκαιο αυτό αίτημά τους, παρά τις συνεχείς κινητοποιήσεις τους.
Πίσω από τέτοιες κινήσεις των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, όμως, δεν κρύβεται ποτέ το (ανύπαρκτο) κοινωνικό ενδιαφέρον, αλλά άλλες στοχεύσεις, που έχουν να κάνουν με την επιχειρηματική στρατηγική τους.
Η Vivartia μείωσε τις τιμές του παστεριωμένου γάλακτος, γιατί έχασε σημαντικό ποσοστό από το μερίδιο αγοράς, ενώ στρέφει το ενδιαφέρον της στο γάλα υψηλής παστερίωσης. Γάλα χαμηλότερης θρεπτικής αξίας, αφού, λόγω της υψηλής παστερίωσης, καταστρέφονται τα ένζυμα φωσφατάση και υπεροξυδάση. Με την καταστροφή των ενζύμων αυτών χάνεται το μεγαλύτερο μέρος της θρεπτικής αξίας του νωπού γάλακτος. Από την άλλη, η μείωση της τιμής δεν θα έχει μόνιμο χαρακτήρα, ενώ με την επίκλησή της η Vivartia θα επιδιώξει την παραπέρα μείωση της τιμής στην οποία αγοράζει το γάλα από τους κτηνοτρόφους. Ακόμη, μπορεί η εταιρία να δήλωσε ότι δεν θα κλείσει τους σταθμούς συγκέντρωσης γάλακτος στη Β. Ελλάδα, όμως τίποτα δεν αποκλείει ότι δεν θα επιχειρήσει να πάρει λιγότερο νωπό γάλα και να αυξήσει τις εισαγωγές της από την κεντρική Ευρώπη απ’ όπου προμηθεύεται φτηνότερο νωπό γάλα. Εκτιμούμε, λοιπόν, ότι τόσο η μείωση της τιμής του παστεριωμένου γάλακτος όσο και η ανάκληση της απόφασης για κλείσιμο των σταθμών συγκέντρωσης γάλακτος στην Β. Ελλάδα έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Μόλις η Vivartia ανακτήσει το χαμένο έδαφος στα μερίδια αγοράς του παστεριωμένου γάλακτος και του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, οι τιμές θα πάρουν ξανά την ανηφόρα που είναι δυσβάσταχτη για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Ας μη διαφύγει της προσοχής μας η στόχευση της εταιρίας «για την αναδιοργάνωση του τομέα συλλογής γάλακτος», που διατυπώθηκε ανοιχτά στην έκθεση διαχείρισης του ΔΣ για τη χρήση του 2008.
Εκτός των άλλων, με τη μείωση της τιμής του παστεριωμένου γάλακτος επιβεβαιώνεται η άποψή μας ότι με την πώληση του γάλακτος οι γαλακτοβιομηχανίες έβγαζαν και θα συνεχίσουν να βγάζουν τεράστια κέρδη.
Στις 22 Απρίλη ο υφυπουργός Ανάπτυξης Γ. Βλάχος είχε διαδοχικές συναντήσεις με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας, τους εργατοπατέρες της ΠΑΣΕΓΕΣ και εκπροσώπους των γαλακτοβιομηχανιών. Μετά τις συσκέψεις αυτές, δήλωσε ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση με την οποία θα είναι υποχρεωτική η αναγραφή της καταγωγής της πρώτης ύλης όλων των γαλακτοκομικών προϊόντων. Ομως, τι ήταν εκείνο που εμπόδιζε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης και την κυβέρνηση να προχωρήσει στη λήψη αποφάσεων με τις οποίες θα ήταν υποχρεωτική η αναγραφή της καταγωγής της πρώτης ύλης των γαλακτοκομικών προϊόντων; Μήπως, ας πούμε, αυτό απαγορευόταν από το κοινοτικό δίκαιο; Οχι βέβαια, γιατί με προϋποθέσεις ήταν και είναι επιτρεπτή η υποχρεωτική αναγραφή του τόπου καταγωγής της πρώτης ύλης στις περιπτώσεις (οι οποίες είναι πολλές) «που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσει στον καταναλωτή εσφαλμένη εντύπωση σχετικά με τον πραγματικό τόπο καταγωγής ή προελεύσεως του τροφίμου» (άρθρο 3 παρ. 1 σημείο 8 της οδηγίας 13 του 2000).
Δεν χωράει αμφιβολία, ότι οι καπιταλιστές δεν βάζουν την καταγωγή της πρώτης ύλης στα γαλακτοκομικά προϊόντα σκόπιμα, γιατί θέλουν να τα παρουσιάζουν ως ελληνικά. Οι πράσινες και μπλε κυβερνήσεις έχουν από το 2000 τη δυνατότητα, επικαλούμενες τη διάταξη που αναφέραμε παραπάνω, να υποχρεώνουν τους καπιταλιστές να αναγράφουν τη χώρα προέλευσης της πρώτης ύλης. Δεν το έκαναν όμως. Γιατί να πιστέψουμε ότι θα το κάνουν τώρα, όπως ισχυρίζεται ο Γ. Βλάχος;
Εάν κάποιο κράτος-μέλος εφάρμοζε τη διάταξη αυτή (δηλαδή, να υποχρεώνει τον καπιταλιστή να αναγράφει την προέλευση της πρώτης ύλης), χωρίς να αποδεικνύει τον κίνδυνο της παραπλάνησης των καταναλωτών, υπήρχε και υπάρχει ο κίνδυνος να προσφύγει κάποιος στην Κομισιόν και να πετύχει τη μη εφαρμογή της διάταξης αυτής. Αυτό έγινε πρόσφατα. Συγκεκριμένα, η Ιρλανδία πρόσφατα είχε αποφασίσει την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής του κρέατος πουλερικών, χοίρων και προβάτων. Η Κομισιόν δεν ενέκρινε την απόφαση αυτή, ισχυριζόμενη ότι η Ιρλανδία δεν απέδειξε ότι υπάρχει κίνδυνος παραπλάνησης των καταναλωτών. Από τα πράγματα, λοιπόν, τίθεται θέμα τροποποίησης αυτής της διάταξης, ώστε να μη μπορεί η Κομισιόν ν’ ανατρέπει τις αποφάσεις των κρατών-μελών με τις οποίες αυτά υποχρεώνουν τους καπιταλιστές να αναγράφουν τη χώρα προέλευσης της πρώτης ύλης των προϊόντων-εμπορευμάτων, με το επιχείρημα ότι δεν απέδειξαν τον κίνδυνο παραπλάνησης των καταναλωτών.