Οι συνήγοροι υπεράσπισης υπέβαλαν ένσταση και για την έφεση του εισαγγελέα Ανδριωτέλλη κατά της αθωωτικής απόφασης της δεύτερης δίκης, επειδή δεν περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως απαιτεί ο νόμος.
Οταν κάποιος αθωώνεται και ξαναδικάζεται λόγω της έφεσης του εισαγγελέα, πρέπει διεξοδικά να εξηγείται που έσφαλε η προηγούμενη απόφαση, σημείωσε η Αλ. Ζορμπαλά. Στην περίπτωσή μας –συνέχισε- αναρωτιόμαστε πού έγκειται το λάθος της απόφασης για τον κ.Τσιγαρίδα. Στην έφεση παρατίθενται αυτούσια από την απόφαση κομμάτια από τις καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας . Πουθενά δεν αναφέρεται το όνομα του κ.Τσιγαρίδα. Ολα όσα παρατίθενται συνιστούν μια άλλη γνώμη, μια άλλη εκτίμηση και βέβαια δεν ανέδειξαν καμιά πλημμέλεια. Οσον αφορά το θέμα της ισότητας των όπλων μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορούμενων, να μην ξεχνάμε ότι η εισαγγελία είναι μορφή εξουσίας που συνεπικουρείται από άλλους μηχανισμούς του κράτους.
Η Μ. Δαλιάνη σημείωσε ότι το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με συγκεκριμένο σκεπτικό, αναφέροντας ότι το γεγονός ότι ο Χ. Τσιγαρίδας ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ δεν αποδεικνύει τη συμμετοχή του στις εκρήξεις.
Στην έφεση δεν πληρούνται οι προυποθέσεις του 486 παρ.3 ΚΠΔ, είπε ο Μ. Καλογήρου, σημειώνοντας ότι το γεγονός ότι στην έφεση παρατίθενται κατά λέξη αποσπάσματα της απόφασης αποδεικνύει ότι ο εισαγγελέας είχε γνώση της απόφασης. Ομως, διαλέγει αυτά που θέλει και παραλείπει τις αντιφάσεις των μαρτύρων κατηγορίας.
Ο Ι. Μυλωνάς επέλεξε να αναφερθεί στο τεκμήριο της αθωότητας, παραθέτοντας αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Και επειδή πάντοτε πρέπει να επιτίθεται σε κάποιον συνάδελφό του της υπεράσπισης (με ιδιαίτερη προτίμηση στους υπερασπιστές του Χ. Τσιγαρίδα, υποστήριξε ότι διέπραξε σφάλμα η Αλ. Ζορμπαλά που είπε ότι στη δικαστηριακή πρακτική έχει γίνει αποδεκτόνα διαβάζονται αποφάσεις χωρίς σκεπτικό! Λες και η Αλ. Ζορμπαλά, αναφερόμενη σ’ αυτό που ισχύει και που το ξέρουν οι πάντες, εξέφρασε και τη συμφωνία της μ’ αυτή την πρακτική! Στη συνέχεια, εξέτασε μία προς μία τις μαρτυρικές καταθέσεις που αναφέρονται στην έφεση και μπαίνοντας στην ουσία τις αντέκρουσε.
Ο Δ. Τσοβόλας υποστήριξε ότι δν μπορει να γίνει δεκτή η έφεση γιατί δεν αναφέρεται με ποια διάταξη γίνεται η έφεση, γιατί δεν είχε δικαίωμα να την κάνει ο εσαγγελέας αλλά ο προϊστάμενός του, γιατί τέλος δεν περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Η Τ. Χριστοδουλοπούλου αναφέρθηκε επίσης στην ουσία των επιχειρημάτων της έφεσης, για ν’ αποδείξει ότι αυτά δεν συνιστούν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.