Κανένας απ’ όσους πήραν μέρος στη συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, για το νομοσχέδιο που προωθεί παραπέρα την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, δε λέει την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Και η μεν κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ, ως κόμματα εξουσίας, έχουν λόγους να κρύβουν πλήρως την αλήθεια, οι δε υπόλοιποι, Περισσός, ΣΥΡΙΖΑ και φορείς (Τεχνικό Επιμελητήριο, Σύνοδος Πρυτάνεων, ΠΟΣΔΕΠ, Σύνοδος Προέδρων ΤΕΙ, ΟΣΕΠ-ΤΕΙ, ΕΕΤΕΜ) είτε λένε μισόλογα, μισές αλήθειες, γιατί η λογική της διαχείρισης του συστήματος τους επιβάλλει την αποδοχή μιας αρρωστημένης κατάστασης που έχει κληρονομηθεί από το παρελθόν, ενώ γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκη, λόγω των συνεχών νομοθετημάτων, είτε υπερασπίζονται με νύχια και δόντια το νομοσχέδιο (ΟΣΕΠ-ΤΕΙ, ΕΕΤΕΜ και με στρογγυλεμένες διατυπώσεις ο εκπρόσωπος της Συνόδου των Προέδρων των ΤΕΙ), ως συντεχνίες «του κερατά», γινόμενοι καταγέλαστοι.
Και αν δε μιλούν για μια ουσιαστική μετεξέλιξη των ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια (κάποια ΤΕΙ και ουσιαστικά η ΟΣΕΠ-ΤΕΙ και η ΕΕΤΕΜ), μιλούν στην καλύτερη περίπτωση για Ενιαία Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με παράλληλη, προφανώς ύπαρξη ΑΕΙ και ΤΕΙ και ουσιαστική αναβάθμιση των ΤΕΙ (;) (Περισσός, ΣΥΡΙΖΑ), ή για μετεξέλιξη, με την κατάλληλη στήριξη, σε όλα τα επίπεδα, μόνο των ΤΕΙ των αντίστοιχων των Πολυτεχνικών Σχολών, σε Πολυτεχνεία (ΤΕΕ). Ο ΣΥΡΙΖΑ, βεβαίως, προσθέτει και ολίγη δόση «αξιολόγησης».
Η αλήθεια είναι μια και καθαρή: τα ΤΕΙ (ξεκίνησαν ως ΚΑΤΕΕ) δημιουργήθηκαν για να ξεγε- λούν τη νεολαία της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας, που ζητά επίμονα και μαζικά πανεπιστημιακή εκπαίδευση, και να διασκεδάζουν τη λύπη, την απόγνωση και την οργή της, που προκαλείται από το μαζικό και βίαιο αποκεφαλισμό της, με την καρμανιόλα των πανελλαδικών εξετάσεων (εξ ου και οι παράλληλες ειδικότητες με τα Πανεπιστήμια) και όχι γιατί το επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού το απαιτούσε. Τα ΤΕΙ δεν έχουν λόγο ύπαρξης, αν βεβαίως ο προσανατολισμός μας είναι προς μια Παιδεία, που προσφέρει ολόπλευρη μόρφωση, ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και σε Πανεπιστήμια, με γερό θεωρητικό βάθος και εύρος όχι μόνο στη συγκεκριμένη επιστήμη, αλλά στο σύνολο των βασικών επιστημών, χωρίς κατακερματισμό στα προγράμματα σπουδών, που οδηγεί στην επιστημονική «τύφλωση», στη μονομέρεια και την απόλυτη εξειδίκευση.
Το γεγονός της ανεργίας των πτυχιούχων στον καπιταλισμό δεν αναιρεί αυτή την αναγκαιότητα στον προσανατολισμό που οφείλουμε να έχουμε. Γιατί η ανεργία είναι φαινόμενο σύμφυτο με τον καπιταλισμό και έχει να κάνει με τη δίψα του κεφαλαίου για την αποκόμιση του μέγιστου κέρδους, που επιτυγχάνεται με την άγρια εκμετάλλευση των εργαζόμενων, έχει να κάνει με την προσφορά και τη ζήτηση εργατικών χεριών, ενώ το ύψος της επηρεάζεται από τη δυναμική ή μη παρέμβαση του λαϊκού κινήματος, από την πορεία της ταξικής πάλης σε κάθε εποχή. Η καπιταλιστική αγορά παρεμβαίνει και λύνει προς το συμφέρον της αυτό το δίπολο. Σήμερα π.χ., τα μεγάλα τεχνικά γραφεία προτιμούν τους απόφοιτους των πολυτεχνικών σχολών, από τους τεχνολόγους των ΤΕΙ, γιατί και επίπεδο γνώσεων έχουν μεγαλύτερο και επομένως μπορούν να ανταποκριθούν σε αυξημένες και μεγαλύτερου εύρους απαιτήσεις, ενώ τους αμείβουν με εξευτελιστικές αποδοχές (του ύψους των 5 π.χ. ευρώ την ώρα, με την υποχρέωση να ασφαλίζονται μόνοι τους διά του κόλπου της παροχής υπηρεσιών με μπλοκάκι, ενώ στην ουσία προσφέρουν εξαρτημένη εργασία), αφού δεν υπάρχει διεκδικητικό κίνημα και η ισχυρή πίεση του λαϊκού παράγοντα. Τους τεχνολόγους των ΤΕΙ οι μεγαλομηχανικοί τους χρησιμοποιούν περίπου ως υπεργολάβους, κάνοντας σκόνη τις θεωρίες των συντεχνιών των ΤΕΙ, ότι αυτά προσφέρουν υψηλού επιπέδου εφαρμοσμένη γνώση και επομένως είναι ισότιμα με τα Πανεπιστήμια (πώς είναι «ισότιμα», αφού τα μεν Πανεπιστήμια οδηγούν -υποτίθεται- στη σπουδή της επιστήμης, που προάγεται και με την έρευνα;).
Είναι, βεβαίως, άλλο πράγμα το πως χρησιμοποιεί η καπιταλιστική αγορά τους πτυχιούχους και άλλο οι διεκδικήσεις που πρέπει να προβάλλει ένα ταξικό κίνημα, ορμώμενο από την ανάγκη απεγκλωβισμού των εργαζόμενων από τα στενά όρια του καπιταλισμού. Η διεκδίκηση της συνάφειας των σπουδών με τα επαγγελματικά δικαιώματα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αποδοχή του «κλειστού αριθμού εισακτέων», αφού η αγορά δεν μπορεί να απορροφήσει τόσο μεγάλο αριθμό πτυχιούχων, στερεί στην ουσία τη δυνατότητα όλων των νέων να σπουδάσουν και κάνει σκόνη τη σφοδρή επιθυμία τους. Αντίθετα, το αίτημα για Μόρφωση και Δουλειά για όλους προβάλλει έντονα το δικαίωμα του καθένα να έχει πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (και στα Πανεπιστήμια), υπογραμμίζει το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία για όλους, καταδεικνύει το γεγονός ότι δεν υπάρχει διασφάλιση στον καπιταλισμό για κανένα εργαζόμενο (π.χ., αν έχει σπουδάσει, να βρει δουλειά αντίστοιχη με τις σπουδές του), ενώ η πάλη για την προσέγγιση, για την πραγματοποίησή του, βγάζει αναγκαστικά τον εργαζόμενο έξω από τα όρια του καπιταλισμού, αποδεικνύοντάς του τα στενά και ασφυκτικά του πλαίσια και μεγαλώνει την επιθυμία για το γκρέμισμά του.
Οι εξελίξεις στην ΕΕ, ο προσανατολισμός στη λογική των όλο και χαμηλότερων δημόσιων δαπανών για την Παιδεία, στην πλήρη εμπορευματοποίηση της Παιδείας, που αποστεώνεται από κάθε ίχνος ανθρωπιστικού και κοινωνικού χαρακτήρα (η προσφορά της αντιμετωπίζεται ισότιμα με οποιαδήποτε προσφορά υλικού αγαθού ή υπηρεσιών), εξελίξεις που είδαν την χαρακτηριστική εφαρμογή τους στη συνθήκη της Λισαβόνας και τη συμφωνία της Μπολόνια, οδήγησαν την κυβέρνηση (και την προηγούμενη του ΠΑΣΟΚ) στη χρησιμοποίηση των ΤΕΙ και για την προσέγγιση σε αυτούς τους στόχους. Η «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, που κατοχυρώνεται με διαρκή νομοθετήματα, αποτελεί και το εφαλτήριο για την παραγωγή από την «ανώτατη» εκπαίδευση απόφοιτων «ταχείας εκπαίδευσης», φθηνών, ευέλικτων, απολύτως εξειδικευμένων, με γνώσεις μιας χρήσης, που αντιστοιχούν στις συγκεκριμένες κάθε φορά ανάγκες της αγοράς. Αποτελεί το εφαλτήριο για την κατοχύρωση των κύκλων σπουδών (εκ των οποίων ο πρώτος, ο προπτυχιακός, είναι διάρκειας τριών ετών και οδηγεί σε πτυχίο που θεωρείται σε όλη την ΕΕ «ικανό επαγγελματικό προσόν»), που είναι βασική συνιστώσα της Μπολόνια και γίνεται με όρους που επιβάλλουν την πλήρη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση των σπουδών (σε αντάλλαγμα της «ανωτατοποίησης» και της ισοτίμησης με τα Πανεπιστήμια), ανοίγοντας το δρόμο για αντίστοιχες ρυθμίσεις και στα Πανεπιστήμια (δες χαρακτηριστικά τις ρυθμίσεις του νέου νομοσχέδιου για τα Ερευνητικά Εργαστήρια ΤΕΙ, που αντλούν πόρους αποκλειστικά από την εκτέλεση ερευνητικών προγραμμάτων, που πραγματοποιούνται για ίδιο λογαριασμό ή λογαριασμό τρίτων, από την πώληση αυτών των ερευνητικών και επιστημονικών προϊόντων και από κληρονομιές, δωρεές και κληροδοσίες και όχι από τον κρατικό κορβανά, ενώ αυτονομούνται και υπακούουν σε δικό τους εσωτερικό κανονισμό και μπορούν να συνεργάζονται με εκπαιδευτικά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα της ημεδαπής και αλλοδαπής).
Η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας επέμεναν μέχρι τέλους στη διατήρηση του άρθρου 19, που δίνει τη δυνατότητα στα ΤΕΙ να συνάπτουν προγραμματική συμφωνία με «αντίστοιχα και ομοειδή Τμήματα Πανεπιστημίου, που έχουν την έδρα τους στην ίδια περιφέρεια, για την από κοινού διοργάνωση και διεξαγωγή μαθημάτων ή άλλων συστατικών στοιχείων του προγράμματος προπτυχιακών σπουδών και ιδίως την παρακολούθηση παραδόσεων, σεμιναρίων, φροντιστηριακών ασκήσεων ή εργαστηρίων, την πρακτική άσκηση, την εκπόνηση διπλωματικών ή πτυχιακών εργασιών και τη διενέργεια των εξετάσεων, με την ισότιμη συμμετοχή φοιτητών και σπουδαστών». Και επέμεναν μέχρι τέλους, προσθέτοντας και την προϋπόθεση της αξιολόγησης και των δυο, γιατί, πρώτον, με τη διάταξη αυτή ταυτίζονται ουσιαστικά το επίπεδο σπουδών στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, τα προσόντα και οι βαθμίδες του εκπαιδευτικού προσωπικού και το επίπεδο της στάθμης φοιτητών και σπουδαστών και τραβιούνται υποχρεωτικά, απ’ το μανίκι, προς τα κάτω τα Πανεπιστήμια, σύμφωνα με την κατεύθυνση της Μπολόνια. Και δεύτερον, γιατί ανοίγει ο δρόμος για την απόκτηση «πτυχίων» με συλλογή πιστωτικών μονάδων, που θα προέρχονται από διάφορες δομές εκπαίδευσης, ακόμα και εκτός της «τυπικής», που αποτελεί ακόμα μια ουσιαστική απαίτηση της κακόφημης Μπολόνια (οι πιστωτικές μονάδες από «κολέγια», διάφορα κέντρα διά βίου εκπαίδευσης και τα ρέστα είναι το επόμενο βήμα, αφού πρώτα ενσωματωθεί η Ευρωπαϊκή Οδηγία για την ισοτίμηση των κολεγίων, που συνεργάζονται με πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού, με τα ελληνικά Πανεπιστήμια).
Για το λόγο αυτό, άλλωστε, υπάρχει πρόβλεψη στο άρθρο 19 για «μνεία της συνεργασίας μεταξύ των οικείων Τμημάτων στους τίτλους σπουδών, που χορηγεί καθένα από αυτά», δηλαδή για αναγραφή στο πτυχίο, που θα χορηγείται, του συνόλου των σχολών που ενδιάμεσα θα έχουν «συνεργαστεί» και θα έχουν παρακολουθήσει οι φοιτητές. Μπορεί, ο πρόεδρος του ΤΕΕ Αλαβάνος, στην παρέμβαση που έκανε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, να επικαλέστηκε το γεγονός ότι υπάρχει ομόφωνη απόφαση των πρυτάνεων των Πολυτεχνείων και των προέδρων των Πολυτεχνικών Σχολών να μην προχωρήσουν σε καμιά τέτοια «συνεργασία» σε επίπεδο προπτυχιακών σπουδών, όμως η κυβέρνηση αρκείται, προς το παρόν, στη νομοθετική κατοχύρωση μιας τέτοιας δυνατότητας και στην προοπτική ότι με εξαγορές και ανταλλάγματα μέρος του πανεπιστημιακού κατεστημένου θα γίνει στην πορεία «επίορκο». Αλλωστε, αρκεί να υπάρξει και ένα Τμήμα Πολυτεχνείου, που να προχωρήσει σε τέτοια «συνεργασία» με κάποιο ΤΕΙ, ώστε να δημιουργηθούν τετελεσμένα και να χρησιμοποιηθούν στη φαρέτρα των επιχειρημάτων της κυβέρνησης.
Προσπαθώντας να υφαρπάξει τη συναίνεση των πρυτάνεων των Πανεπιστημίων, ο υπουργός Παιδείας προχώρησε στην εξής «βελτίωση» του άρθρου 18 του νομοσχέδιου, που αναφέρεται στον καθορισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων: προσέθεσε και τη γνώμη του ΣΑΠΕ (Συμβούλιο Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης), εκτός του ΣΑΤΕ (Συμβούλιο Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης), που προβλεπόταν αρχικά, για τον καθορισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων ΤΕΙ, καθώς και τη συμμετοχή «των καθ’ ύλην αρμοδίων Υπουργείων στους όρους και τις προϋποθέσεις ασκήσεως των δικαιωμάτων». Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση των συνδικαλιστικών, κυρίως, συντεχνιών των ΤΕΙ, που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για πισωγύρισμα και υποχώρηση στις πιέσεις των ισχυρών συντεχνιών (ΤΕΕ, ΓΕΩΤΕ). Ακόμα κι έτσι, όμως, η «βελτίωση» που επιχειρήθηκε από το ΥΠΕΠΘ είναι «κουτσή», αφού για την υπογραφή του σχετικού ΠΔ, που θα καθορίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ΤΕΙ, απαιτείται εισήγηση μόνο του υπουργού Παιδείας, που ουσιαστικά δεσμεύει, στη συνέχεια, την υπουργική απόφαση που θα υπογράφει ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός. Πάντως, είναι σίγουρο, ότι σε κάθε περίπτωση δεν απελευθερώνεται πλήρως ο ορίζοντας στις απαιτήσεις των ΤΕΙ και συντηρούνται ο ανταγωνισμός και τα εμπόδια που έθεταν τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Κανείς, βεβαίως, δεν μπορεί να προεξοφλήσει την ανένδοτη στάση των πρυτάνεων (κυρίως αυτών των Πανεπιστημίων και όχι των Πολυτεχνείων, που έχουν αντίθεση ζωής), αφού το πανεπιστημιακό κατεστημένο, κυρίως σ’ αυτή την υψηλή διαβάθμιση, είναι επιρρεπές στις συναινέσεις με το κράτος. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ανέφερε ο εκπρόσωπός τους, Π. Τσίρης στην Επιτροπή, ότι η άποψη που εκφράστηκε κυρίως από τις πολυτεχνικές σχολές και απέρριπτε «συλλήβδην» το νομοσχέδιο θεωρήθηκε «ακραία», ενώ δεν είναι τυχαίο ότι στην απόφαση της έκτακτης Συνόδου των Πρυτάνεων για το νομοσχέδιο δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο άρθρο 25, που παραμερίζει καθαρά τη Σύγκλητο και αναθέτει τη λήψη απόφασης στο Πρυτανικό Συμβούλιο, όταν «για οποιονδήποτε λόγο (σ.σ. υπονοούνται καθαρά οι καταλήψεις και οι δυναμικές φοιτητικές παρεμβάσεις) δεν καθίσταται δυνατή η πραγματοποίηση συνεδρίασης ή η λήψη απόφασης της Συγκλήτου… επί δύο διαδοχικές φορές για τα ίδια θέματα της ημερήσιας διάταξης». Οπως δεν υπάρχει καμιά αναφορά και στο άρθρο 39, που διαιωνίζει και διευρύνει το αισχρό καθεστώς των εργολαβιών στα Πανεπιστήμια (η αγνόηση του αίματος της Κούνεβα είναι εξοργιστική).
Κατά τα άλλα, όλοι οι ένθερμοι οπαδοί της «ανωτατοποίησης» των ΤΕΙ δε μπόρεσαν να κρύψουν το γεγονός ότι ο φετινός τακτικός κρατικός προϋπολογισμός για τα ΤΕΙ είναι μειωμένος κατά 10% σε σχέση με τον περσινό (παρόλο που λειτουργούν και δέκα νέες σχολές στα ΤΕΙ, χωρίς να έχει μπει ούτε ένα ευρώ γι’ αυτές, χωρίς υποδομές και καθηγητές), ότι οι δαπάνες των δημοσίων επενδύσεων είναι τετραπλάσιες στα Πανεπιστήμια απ’ ό,τι στα ΤΕΙ, ότι σε απόλυτα νούμερα η σχέση λειτουργικών δαπανών ΑΕΙ και ΤΕΙ είναι πέντε προς ένα, ότι το μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό των ΤΕΙ μειώθηκε κατά 500 άτομα σε σχέση με το 2004, με συνέπεια να υπηρετούν 2.280 μέλη εκπαιδευτικού προσωπικού, ενώ στα Πανεπιστήμια, ο αντίστοιχος αριθμός είναι 9.750 άτομα, για τον ίδιο περίπου αριθμό φοιτητών-σπουδαστών.
Είναι φανερό -και νομίζουμε ότι αυτό προκύπτει αβίαστα απ’ όσα εκθέσαμε παραπάνω- ότι η θέση μας είναι η κατάργηση των ΤΕΙ, η Ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, η Μόρφωση και Δουλειά για όλους.
Γιούλα Γκεσούλη