Η στήλη δεν θα ασχολούνταν με το θέμα (το οποίο αυτό καθαυτό είναι ανεπίκαιρο), αν μια συζήτηση που άνοιξε στο Indymedia δεν μας «τσίγκλαγε» να μιλήσουμε για κάτι γενικότερο, που έχει σημασία. Ενα κάλεσμα για πορεία στις 22 Δεκέμβρη, απ’ αφορμή τον ένα χρόνο μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά της Κ.. Κούνεβα, κατέληξε σε μια πορεία-φιάσκο, με ελάχιστους συμμετέχοντες. Η συζήτηση που μας «τσίγκλισε» αφορούσε το οικτρό θέαμα αυτής της πορείας. Κάποιοι έκριναν ότι οι ευθύνες βαραίνουν αυτούς που απείχαν και όχι αυτούς που έκαναν το κάλεσμα.
Ομως, αυτοί που απείχαν ήταν οι πολλοί και η αποχή τους δεν έγινε ερήμην του πολιτικού τους αισθητήριου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδείχτηκε ορθό. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις οργανωμένες συλλογικότητες (μεταξύ των οποίων και η «Κόντρα») και στις εκατοντάδες των αγωνιστών που είχαν συγκροτήσει το κίνημα αλληλεγγύης, αλλά και στην ΠΕΚΟΠ, η οποία επίσης απείχε.
Η συγκεκριμένη εκδήλωση, πέρα από το λαθεμένο πολιτικό προσανατολισμό της, ήταν μια εκδήλωση «παραταξιακή». Μια εκδήλωση πολιτικής σπέκουλας από τη μεγαλύτερη μερίδα αυτών που την διοργάνωσαν. Διότι η πλειοψηφία ήταν απούσα από τους αγώνες που δόθηκαν στη διάρκεια αυτού του χρόνου και απλά αναζήτησε πολιτικά οφέλη από μια επετειακή πορεία-πυροτέχνημα. Μια επετειακή πορεία η οποία είχε ως αιχμή το πρόσωπο της Κ. Κούνεβα, για να βάλει τη γενική συνδικαλιστική γραμμή στην οποία συμφώνησαν οι διοργανωτές της (όσοι συνασπίζονται στο σχήμα «Κοινή Δράση Αλληλεγγύης»).
Πέρσι τέτοιον καιρό, με νωπό ακόμη το αίμα της Κού-νεβα, η εφημερίδα μας σημείωνε με έμφαση τον κίνδυνο ηθικοποίησης του κινήματος αλληλεγγύης, αντί της εξέλιξής του σ’ ένα κίνημα για την κατάργηση του δουλεμπόριου. Οσο τα ηθικά στοιχεία κυριαρχούσαν σ’ αυτό το κίνημα, είχαμε πολλές «συμμετοχές», διότι το αποτρόπαιο έγκλημα προσφερόταν για αποκόμιση πολιτικής και συνδικαλιστικής υπεραξίας. Οταν το κίνημα αυτό άρχισε να μετατρέπεται σε κίνημα κατά του δουλεμπόριου και να θέτει συγκεκριμένους στόχους, οι «συμμετοχές» άρχισαν να αραιώνουν. Εμειναν μόνο οι υπογραφές 90 σωματείων και πολλών συλλογικοτήτων στα αρχικά καταγγελτικά κείμενα, ενώ οι αγωνιστικές ενέργειες ενάντια στο δουλεμπόριο έμειναν αστήρικτες από τη συντριπτική πλειοψηφία των υπογραψάντων. Για μια ακόμη φορά έλαμψε η ασυνέπεια των λόγων.
Ετσι, χάθηκαν σημαντικές ευκαιρίες να αρχίσει να σπάει το απόστημα. Αναφερόμαστε κυρίως στον ΗΣΑΠ, όπου εργαζόταν η Κ. Κούνεβα, και στο ΑΠΘ. Αν υπήρχε η στήριξη των μισών απ’ αυτούς που εμφανίζονταν να υπογράφουν, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Στο κενό που δημιουργήθηκε όρμησε το αστικό πολιτικό σύστημα. «Υιοθέτησε» το ανθρωπιστικό σκέλος της υπόθεσης Κούνεβα και το απέσπασε από τη βάση του, το υπαρκτό δουλεμπόριο. Κατάφερε να εγκλωβίσει και την ίδια την Κούνεβα σ’ αυτή του την τακτική. Ετσι, οι πρώτες αβέβαιες και εντελώς επισφαλείς νίκες χάθηκαν, με αποτέλεσμα η ΠΕΚΟΠ να παλεύ-ει και πάλι μόνη της με ελάχιστους συμπαραστάτες.
Αντί, λοιπόν, ως κίνημα να αναζητήσουμε τις ευθύνες μας, να δούμε τα λάθη προσανατολισμού και τα λάθη τακτικής, να συζητήσουμε γι’ αυτό που πρέπει να κάνουμε για να «ξανανάψει» ο αγώνας ενάντια στο δουλεμπόριο, να απομονώσουμε τους κάθε είδους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς σπεκουλάντες, ορισμένοι θέλησαν να «καθαρίσουν» με μια επετειακή πορεία, σαν να μην έτρεξε τίποτα στο μεταξύ. Η παταγώδης αποτυχία ήταν δεδομένη. Μας καλεί και αυτή να κάνουμε αυτό που δεν έχουμε κάνει. Να κάνουμε τον απολογισμό και να πιάσουμε ξανά το κομμένο νήμα.
Π.Γ.