Βρέθηκε το καινούργιο κοσκινάκι της κυβέρνησης. Θα φτιάξει εξεταστική επιτροπή, για να αποδώσει ευθύνες για την παραποίηση των στατιστικών δεδομένων από την κυβέρνηση της ΝΔ. Σύμφωνοι, αλλά να ξεκινήσουμε από το 1980, απαντά η ΝΔ. Ετσι, αντί να συζητάμε για τα αντιλαϊκά-αντεργατικά μέτρα που αποφασίζονται σωρηδόν, θα συζητάμε για το αν ο τάδε ή ο δείνα υπουργός, της τάδε ή της δείνα κυβέρνησης, «μαϊμούδισε» τα στατιστικά στοιχεία.
Και βέβαια τα «μαϊμούδιζαν» τα στατιστικά στοιχεία. Ολες οι κυβερνήσεις, όλοι οι υπουργοί. Εν πλήρει γνώσει της ΕΕ. Διότι το ίδιο έκαναν (και κάνουν) όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Μόνο που ουδείς κοινοτικός παράγοντας τολμά να αμφισβητήσει και να ζητήσει να κάνει έλεγχο στα στατιστικά στοιχεία της Γερμανίας, της Γαλλίας και των άλλων «μεγάλων» της Ευρωένωσης. Η φράση «δημιουργική λογιστική» πρωτολανσαρίστηκε στην πολιτική μας πιάτσα επί κυβέρνησης Σημίτη. Ολος ο αστικός Τύπος έγραφε τότε, πως κάποια στοιχεία «μαϊμουδίστηκαν» για να μπει η Ελλάδα στην ΟΝΕ και το ευρώ. Ομως, η τότε ΕΟΚ δεν είχε κανένα πρόβλημα, γιατί το ίδιο είχαν κάνει και κυβερνήσεις ιμπεριαλιστικών χωρών, όπως αυτές της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Η δημιουργία της ΟΝΕ ήταν μια πολιτική απόφαση. Με πολιτικά κριτήρια αποφάσισαν να γίνει η Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ, γι’ αυτό και οι οικονομικές αποκλίσεις θεωρήθηκαν λεπτομέρεια και επετράπη στην τότε κυβέρνηση να τις ρυθμίσει με «δημιουργική λογιστική». Τους ήταν αρκετό το τότε πρόγραμμα λιτότητας, που εφάρμοσε ο Σημίτης, ενώ τους έτρεχαν τα σάλια όχι μόνο για τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση της ελληνικής αγοράς, αλλά και για το έκτακτο μεγάλο φαγοπότι που άρχιζε ακριβώς εκείνη την εποχή, ενόψει της οργάνωσης των ολυμπιακών αγώνων του 2004.
Επίσης, οι τιτλοποιήσεις μελλοντικών εσόδων, τα περιβόητα swaps, ήταν ανεκτές από την ΕΕ. Γιατί; Γιατί έτσι θησαύριζαν τα τραπεζικά μονοπώλια, λεηλατώντας τον πλούτο που παράγεται και που αναδιανέμεται μέσω του κράτους. Πώς λειτουργούσε αυτή η τραπεζική κομπίνα; Το κράτος (ή κρατικοί οργανισμοί) εξέδιδε ομόλογα έναντι εσόδων που θα αποκτήσει στο μέλλον. Τα ομόλογα αυτά αγόραζαν τα τραπεζικά μονοπώλια, εισπράττοντας υψηλότατα επιτόκια, αλλά και υψηλότατες προμήθειες. Αν η Ελλάδα έβγαινε τότε στη διεθνή αγορά για να δανειστεί, θα πλήρωνε σημαντικά χαμηλότερο κόστος. Ομως, με τις τιτλοποιήσεις διευκολυνόταν η «δημιουργική λογιστική». Εκείνο που σήμερα εμφανίζεται ως δήθεν ασύμβατο με την κοινοτική πολιτική είναι πως τα χρήματα που έπαιρνε το κράτος απ’ αυτούς τους τίτλους δεν εμφανιζόταν ως δάνεια αλλά ως έσοδα. Ετσι, μειωνόταν τεχνητά το έλλειμμα και το χρέος. Και βέβαια, τα κοινοτικά όργανα γνώριζαν πολύ καλά πως στηνόταν η δουλειά, αλλά –όπως είπαμε– ήθελαν να διευκολύνουν το κράτος που χρησιμοποιούσε αυτή τη μέθοδο, γιατί η ένταξή του στην ΟΝΕ ήταν πολιτική απόφαση, ήταν στρατηγική επιλογή του γαλλογερμανικού άξονα που δημιούργησε την ΟΝΕ και ιδιαίτερα της Γερμανίας, που ουσιαστικά μετέτρεψε το μάρκο σε ευρώ.
Οταν, το 1999-2000, ξεκίνησε η ιστορία των τιτλοποιήσεων μελλοντικών εσόδων, την οποία επεξεργάστηκε η Goldman Sachs ως σύμβουλος της κυβέρνησης Σημίτη, όλα τα τραπεζικά μεγαθήρια έπεσαν με τα μούτρα στο ψητό. Οχι μόνο τα αμερικάνικα, όπως η Morgan Stanley και η Citybank, αλλά και τα ευρωπαϊκά, όπως η Deutsche Bank, η ΒNP Paribas κ.ά. Σαν τσόντες έμπαιναν και οι ελληνικές τράπεζες, όπως η Εθνική, η Eurobank και η Αlphabank. Αρχισαν τότε να τιτλοποιούνται τα πάντα. Δεν ξέρουμε αν ο Χριστοδουλάκης πρότεινε να τιτλοποιηθούν τα έσοδα από τα μελλοντικά εισιτήρια της Ακρόπολης, ξέρουμε όμως ότι τιτλοποιήθηκαν τα αναμενόμενα έσοδα του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Τιτλοποιήθηκαν ακόμα και οι μελλοντικές ασφαλιστικές εισφορές του ΙΚΑ, το οποίο οδηγήθηκε σ’ αυτό τον επαχθή δανεισμό, για να μη δώσει το κράτος τα κονδύλια που του χρωστούσε.
Οπως αναφέρουν τα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, από τον οποίο ξεκίνησε ο σχετικός θόρυβος (New York Times, Financial Times), με τις τιτλοποιήσεις το ελληνικό κράτος δανείστηκε 4 δισ. επί υπουργίας Χριστοδουλάκη και 5 δισ. επί υπουργίας Αλογοσκούφη. Ομως, τα swaps δεν τα ανακάλυψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Ηταν γνωστά σε όλο τον κόσμο και μάλιστα ουδέποτε θεωρήθηκαν «τοξικά», αφού τα κράτη θεωρούνται ακόμη αξιόπιστοι χρεώστες. Γιατί, λοιπόν, τα κάνουν βούκινο τώρα; Προφανώς, κάποια παιχνίδια παίζονται στο άγριο χρηματιστηριακό παιχνίδι. Πέραν αυτών όμως, αυτή η παλιά ιστορία χρησιμοποιείται σαν μοχλός άσκησης εκβιασμών πάνω στον ελληνικό λαό, για να μαζευτεί φοβισμένος και ν’ αφήσει την κυβέρνηση να προωθεί το ένα αντιλαϊκό-αντεργατικό πακέτο μετά το άλλο.
Ο Παπανδρέου επέλεξε τη δημιουργία εξεταστικής επιτροπής, αφήνοντας την ιστορία των swaps εκτός. Αλλωστε, ο νυν υπουργός Οικονομικών ήταν εκείνη την περίοδο ειδικός γραμματέας παρά τω Χριστοδουλάκη και στη συνέχεια μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, γι’ αυτό και υπερασπίζεται με τόσο πάθος τα swaps. Η επιλογή Παπανδρέου έχει να κάνει με την ανασφάλεια που αισθάνεται. Θέλει να στήσει ένα κοινοβουλευτικό σκηνικό δικομματικής κοκκορομαχίας, πρώτο για να αποπροσανατολίσει το λαό επί την ουσία, δεύτερο για να ρίξει τις ευθύνες στη ΝΔ και τρίτο για να δικαιολογήσει τα νέα αντεργατικά μέτρα.
Ο Σαμαράς δεν είχε άλλη διέξοδο παρά να δεχτεί την εξεταστική, σημειώνοντας βέβαια ότι θέλει να επεκταθεί μέχρι το 1981. Μετά τη συνάντησή του με τον Παπανδρέου δεν ανέβασε τους τόνους. Κατηγόρησε, βέβαια, την κυβέρνηση ότι τορπιλίζει τη συναίνεση και προειδοποίησε για ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες στις σχέσεις με την ΕΕ, όμως ενδεχομένως να μην του πέφτει και πολύ άσχημα μια εξεταστική στην οποία θα εκτίθενται οι οικονομικοί υπουργοί του Καραμανλή και του Σημίτη, ενώ αυτός και ο Παπανδρέου θα εμφανίζονται σαν άφθαρτοι, σαν οι πολιτικοί που προσπαθούν να φέρουν τη χώρα στον ίσιο δρόμο. Ας μην είμαστε, πάντως, σίγουροι ότι και το ΠΑΣΟΚ θα ρίξει ιδιαίτερο βάρος σ’ αυτή την εξεταστική. Ετσι κι αλλιώς, βλέποντας και κάνοντας βαδίζει η κυβέρνηση.