Οταν η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν επαρκεί για να περάσουν αντιδραστικά νομοθετήματα, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν. Γι’ αυτό υπάρχουν τα διατάγματα. Για να περνούν χωρίς πολλά-πολλά τα νομοθετήματα που χρειάζεται η κεφαλαιοκρατία για να αντιμετωπίσει την κρίση!
Ο λόγος για το «νόμο Μακρόν» που πήρε το όνομά του από τον 38χρονο υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, πρώην στέλεχος της επενδυτικής τράπεζας Rothschild Bank του Παρισιού, από την οποία κέρδισε αρκετά λεφτά εμπλεκόμενος σε διάφορες αγοραπωλησίες, όπως αυτή μίας θυγατρικής της φαρμακοβιομηχανίας Pfizer από τη Νεστλέ το 2012. Ως μέλος της επιτροπής Αταλί, που επιφορτίστηκε με το δύσκολο έργο του «εκσυγχρονισμού» της γαλλικής οικονομίας για λογαριασμό της κυβέρνησης Σαρκοζί το 2007, αν και μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος από το 2001, ο Μακρόν έμαθε καλά τη δουλειά του.
Ο νόμος που φέρει το όνομά του ήταν τόσο αντεργατικός που δεν μπορούσε να περάσει από τη γαλλική βουλή. Οι «αντάρτες» βουλευτές του κυβερνητικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν αρκετοί για να ρισκάρει η κυβέρνηση μία αποτυχία. Ετσι, προσέφυγε στο άρθρο 49.3 του γαλλικού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο ένα νομοσχέδιο μπορεί να περάσει και να γίνει νόμος χωρίς ψήφιση από τη Βουλή, αρκεί να μην κατατεθεί και ψηφιστεί πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης μέσα σε 24 ώρες! Με τον τρόπο αυτό εκβιάζονται οι «αντάρτες» κυβερνητικοί βουλευτές, οι οποίοι θα πρέπει να ρίξουν την κυβέρνησή τους για να εμποδίσουν την μετατροπή του νομοσχεδίου σε νόμο!
Σε αυτό το άρθρο είχε προσφύγει ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Ντομινίκ Ντε Βιλπέν το 2006, προκειμένου να περάσει το αντεργατικό νομοσχέδιο με τίτλο «Συμβόλαιο Πρώτης Πρόσληψης» (CPE), που χαρακτηρίστηκε συμβόλαιο για σκλάβους, καθώς έδινε τη δυνατότητα πρόσληψης νέων (κάτω των 26) χωρίς καμία προστασία από απόλυση για τα πρώτα δύο χρόνια! Το νομοσχέδιο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέβηκαν στους δρόμους με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αναγκαστεί να κάνει κάποιες τροποποιήσεις και να το περάσει καταφεύγοντας στο άρθρο 49.3. Τότε το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε αντιδράσει. Τώρα ως κυβέρνηση κάνει το ίδιο, για να περάσει ένα νόμο καρμανιόλα των εργατικών δικαιωμάτων.
Δεν είναι μόνο η αύξηση του αριθμού των Κυριακών κατά τις οποίες επιτρέπεται να λειτουργούν τα καταστήματα από 5 σε 12 το χρόνο, με απόφαση του Δημάρχου σε περιοχές που δεν είναι τουριστικές, και η δυνατότητα επταήμερης λειτουργίας μέχρι τα μεσάνυχτα στις τουριστικές περιοχές (μεταξύ των οποίων ορισμένες περιοχές και στο Παρίσι). Ούτε η μείωση των αμοιβών σε ορισμένα επαγγέλματα (όπως οι συμβολαιογράφοι). Είναι κυρίως η «εθελοντική» νυχτερινή εργασία των λιγότερο αμειβόμενων εργαζόμενων, η μείωση της προστασίας των εργαζόμενων απέναντι στις ομαδικές απολύσεις, που τώρα γίνονται πιο εύκολα, η δυνατότητα παράκαμψης της εργατικής νομοθεσίας σε περίπτωση «συμφωνίας» εργοδότη-εργαζόμενου (με το πιστόλι στον κρόταφο), η επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων (τα αεροδρόμια της Νίκαιας και της Λιόν είναι πρώτα στο στόχαστρο), που θα φέρει απολύσεις και χειρότερες εργασιακές συνθήκες, αλλά και η περιβαλλοντική καταστροφή με την αποδοχή έναντι τριάντα δισ. ευρώ της ταφής πυρηνικών αποβλήτων στην Bure (βλ. https://www.liberation.fr/debats/2015/02/17/monsieur-macron-votre-societe-ideale-n-est-pas-la-notre_1204431).
Πριν από δέκα χρόνια, η Γερμανία απάντησε στην κρίση με την αντιλαϊκή «Ατζέντα 2000» και τους νόμους του Χερτζ. Τότε η «ευαίσθητη» Γαλλία την κατηγορούσε για «κοινωνικό ντάμπινγκ» με μείωση εργατικών δικαιωμάτων χάριν της «ανταγωνιστικότητας». Τώρα ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι. Οδηγός στο μονοπάτι αυτό είναι μάλιστα μία «σοσιαλιστική» κυβέρνηση με «κοινωνικές ευαισθησίες»! Αυτό δείχνει πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανένας σε τέτοιες κυβερνήσεις και τι γίνεται όταν υπάρχει έλλειψη ενός πραγματικά ταξικού εργατικού κινήματος. Τα χειρότερα είναι μπροστά τους.