Για ένα πρόβλημα που δημιουργείται απ’ την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, με τη χορήγηση εκατοντάδων αδειών ακτινολογικών εργαστηρίων και με την παρότρυνση μ’ αυτό τον τρόπο στην παραπομπή σε άσκοπες εξετάσεις, καλείται τώρα να πληρώσει ο εργαζόμενος. Μιλούμε για τις εξετάσεις προληπτικής ιατρικής, στις οποίες η κυβέρνηση προσπαθεί να μας πείσει ότι πρέπει να καθιερωθεί η συμμετοχή των εργαζομένων.
Δεν περιμένουμε βέβαια απ’ την κυβέρνηση να μας αποκαλύψει πως «γδύνονται» τα ταμεία μέσα απ’ τις άσκοπες ακτινολογικές εξετάσεις που γίνονται σε χιλιάδες εργαζόμενους κάθε χρόνο. Ούτε βέβαια να μας αποκαλύψει ότι έχει γεμίσει η Ελλάδα με αξονικούς και οστεοπυκνόμετρα που βγάζουν συνέχεια ακτινογραφίες για χάριν της… υγείας του ελληνικού λαού. Ας κάνουμε, όμως, μια μικρή ιστορική αναδρομή. Με το άρθρο 8 της οδηγίας 97/43 EYPATOM η Ευρωπαϊκή Ενωση προτρέπει τα κράτη της να λάβουν μέτρα για την αποφυγή της άσκοπης διασποράς ακτινολογικού εξοπλισμού. Στην Ελλάδα μέχρι το 2001 ισχύουν τόσο γενικόλογες διατάξεις που οι Νομαρχίες ουσιαστικά χωρίς κανένα κριτήριο εκδίδουν άδειες αξονικών, οστεοπυκνομέτρων και ραδιοϊσοτόπων. Υπάρχει τέτοια πληθώρα εργαστηρίων σε σχέση με τις ανάγκες λήψης ακτινογραφιών που το Υπουργείο Υγείας αναγκάζεται να εκδώσει Υπουργική Απόφαση για να ελέγχει κεντρικά την έκδοσή τους. Ετσι, η πρώτη ουσιαστική απόφαση με την οποία θεσπίζονται κριτήρια είναι η απόφαση 54067 του 2002. Σ’ αυτή καθιερώνεται το κριτήριο των 50 χιλιομέτρων (όμοιο από όμοιο μηχάνημα), ο χρόνος αναμονής για ραντεβού που πρέπει να είναι μεγαλύτερος των 15 ημερών και άλλα κριτήρια που αφορούν την ανανέωση του εξοπλισμού ή του λογισμικού του συστήματος.
Μόνο απ’ το κριτήριο των 50 χιλιομέτρων καταλαβαίνουμε το μέγεθος του προβλήματος. Ουσιαστικά κάθε νέα προσθήκη μηχανήματος γίνεται σχεδόν απαγορευτική. Ακόμα και για τα οστεοπυκνόμετρα, που εκπέμπουν χαμηλά επίπεδα ακτινοβολίας, τα κριτήρια γίνονται πολύ αυστηρά. Προσέξτε όμως τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να υπάρχουν αυστηρά κριτήρια.
Ο πρόεδρος της επιτροπής χορήγησης αδειών Βλάχος με επιστολή του στον τότε υπουργό Υγείας Παπαδόπουλο, το Μάη του 2002, αφού επισημαίνει ότι ήδη σ’ όλη τη χώρα λειτουργούν 297 οστεοπυκνόμετρα, επικαλείται την «προστασία του δημόσιου συμφέροντος» και τονίζει: «Πέραν όμως των δικών μας αρμοδιοτήτων προκύπτουν και άλλα θέματα που αφορούν τα κριτήρια παραπομπής για τη μελέτη οστικής πυκνότητας και την ενδεχόμενη ύπαρξη κινήτρου πέραν των επιστημονικών που προκαλούν την προκλητή ζήτησή τους».
Για να εμβαθύνουμε ακόμα λίγο στο μέγεθος του προβλήματος θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η μέτρηση οστικής πυκνότητας δεν πρέπει να αποτελεί μέθοδο ρουτίνας (sreening test), αφορά μικρό τμήμα του πληθυσμού και όταν πραγματοποιείται θα πρέπει να διενεργείται από ειδικούς, σε καλά βαθμολογημένα οστεοπυκνόμετρα, τα οποία πρέπει να διαθέτουν πολύ καλά δομημένη, ανανεούμενη βάση ασθενών ανά ηλικία και φύλο προς σύγκριση. Επειδή όμως αυτή η βαθμολόγηση ουσιαστικά δεν γίνεται στη χώρα μας, το κλινικό τους έργο είναι ασήμαντο και οι εξετάσεις είναι άσκοπες. Να όμως που μια πλήρης εξέταση σήμερα κοστίζει 150 ευρώ για τον εργαζόμενο και σχεδόν τίποτε για τον εξετάζοντα. Γιατί να μην υπάρχει «προκλητή» ζήτησή τους;
Με την έλευση της ΝΔ στην κυβέρνηση και με το άγχος να εξυπηρετηθούν οι ημέτεροι και τα γνωστά διαγνωστικά κέντρα, γίνονται σαρωτικές αλλαγές στην υπάρχουσα νομοθεσία. Μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί τρεις αποφάσεις για την χορήγηση αδειών, η μια πιο ελαστική απ’ την άλλη. Στην περίπτωση που δε μπορεί να χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τις υπάρχουσες διατάξεις, το πρόβλημα λύνεται με την αποστολή εγκυκλίων με ανάλογο «ερμηνευτικό περιεχόμενο». Το κριτήριο των 50 χιλιομέτρων καταργείται και μπαίνει το κριτήριο των 50 χιλιάδων κατοίκων ανά δήμο. Φυσικά, για Αθήνα, Θεσσαλονίκη μπαίνουν πιο αυστηρά κριτήρια, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία του προβλήματος.
Για να μπορεί μάλιστα η επιτροπή να έχει την ανάλογη «ευλυγίσια», καθιερώθηκε και το άρθρο 6 της τελευταίας απόφασης (21540/2005), σύμφωνα με το οποίο: «Η επιτροπή για λόγους εθνικούς, χωροταξικούς,… μπορεί αιτιολογημένα να παραβλέπει την αυστηρή τήρηση των πληθυσμιακών κριτηρίων για έκδοση συγκεκριμένων αδειών σκοπιμότητας».
Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτές τις διατάξεις, ακολούθησε ένα όργιο χορήγησης αδειών. Χορηγήθηκαν μέχρι τώρα σε ιδιώτες και κυρίως σε μεγάλα διαγνωστικά κέντρα 51 άδειες αξονικών, 102 οστεοπυκνομέτρων και 19 άδειες εργαστηρίων ραδιοϊσοτόπων. Χορηγήθηκαν άδειες στη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, το Βόλο, σε δήμους με 5.000, 10.000 και 15.000 κατοίκους, κατά παρέκκλιση του υπάρχοντος πληθυσμιακού κριτηρίου. Στην περίπτωση μάλιστα που κάποιος μεγαλοπαράγοντας μεγάλου διαγνωστικού κέντρου δεν εξυπηρετείται με την ισχύουσα νομοθεσία, ούτε με το άρθρο 6, τότε γίνεται παράκαμψή της, παρά τις αντίθετες γνωματεύσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αυτό έγινε δυο φορές στη Θεσσαλονίκη, τη μία μάλιστα με «ερμηνευτική εγκύκλιο».
Δυο φορές απορρίφθηκε από την επιτροπή η αίτηση της «Ιατρική Διάγνωση Ι.Α.Ε», που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Και ω του θαύματος, απεστάλη απ’ το υπουργείο Υγείας η υπ’ αριθμ. 16012/2006 «ερμηνευτική εγκύκλιος» και έτσι χορηγήθηκε η άδεια! Ας δώσει τώρα στη δημοσιότητα τη γνωμάτευση του Νομικού Συμβουλίου το υπουργείο Υγείας, για να δούμε τι σχέση έχει με το περιεχόμενο της εγκυκλίου.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες μας, η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας σχεδιάζει να χαλαρώσει κι άλλο τα κριτήρια. Εκλογές πλησιάζουν, οι καπιταλιστές και τα μεγάλα διαγνωστικά κέντρα πιέζουν, όλα μπορούν να γίνουν. Προβλέπουμε ότι σχεδιάζουν να αφήσουν να λαμβάνονται οι άδειες των οστεοπυκνομέτρων χωρίς κριτήρια. Φάτε εσείς όλη την ακτινοβολία και εμείς κερδίζουμε τα εκατομμύρια. Να ποια είναι η πολιτική των καπιταλιστών και του υπουργείου τους. Και οι εργαζόμενοι καλούνται μετά να πληρώσουν απ’ την τσέπη τους αυτή την πολιτική!