Διάβαζα προηγουμένως τις δηλώσεις του συμπατριώτη μου Γιάννη Μακρυγιάννη για την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα και σκέφτηκα ότι οι άνθρωποι που πέρασαν από φυλακές και εξορίες έχουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τα δικαιώματα των πολιτικών κρατούμενων και των κρατούμενων γενικότερα. Οχι μόνο οι αγωνιστές σαν τον Γιάννη, που δεν επεδίωξε καριέρα στην κοινοβουλευτική ψευτοαριστερά, αλλά και άνθρωποι που έκαναν πολιτική καριέρα στο αστικό στρατόπεδο και κάποια στιγμή ήρθησαν πάνω από τις σκοπιμότητες αυτού του στρατοπέδου και υποστήριξαν πολιτικούς κρατούμενους σε αγώνες τους για δικαιώματα.
Εδώ και χρόνια, το αστικό στρατόπεδο προσπαθεί να παρουσιάσει τον Δημήτρη Κουφοντίνα ως την προσωποποίηση του «απόλυτου κακού». Δεν τα έχει καταφέρει. Οι άνθρωποι του λαού μπορεί να μην μπορούν να προσανατολιστούν σωστά στην πολιτική, όμως διαθέτουν ένα αισθητήριο, διαμορφωμένο μέσα σε μια παράδοση πολλών δεκαετιών. Μπορούν να διακρίνουν τον «γνήσιο» από τον «κάλπη». Στο πρόσωπο του Κουφοντίνα διακρίνουν τον «γνήσιο». Ακόμα κι αν διαφωνούν 100% με τη δράση της 17Ν, στο πρόσωπο του Κουφοντίνα βλέπουν ανιδιοτέλεια, σοβαρότητα, συνέπεια, αξιοπρέπεια. Και τιμούν αυτά τα χαρακτηριστικά, αρνούμενοι να αποδεχτούν τη δαιμονοποίησή του.
Αυτή η συνθήκη, που κάνει να λυσσάζουν τα μαντρόσκυλα της κεφαλαιοκρατίας, είμαι σίγουρος ότι δρα διευκολυντικά σε κάποιους του αστικού στρατοπέδου, οι οποίοι έχουν περάσει από φυλακές και εξορίες. Μιλούν με κόσμο, ξέρουν τι λέει ο κόσμος για τον Κουφοντίνα και κάποια στιγμή αισθάνονται ντροπή και σπάνε τη σιωπή. Οχι, φυσικά, για να ταυτιστούν με την πολιτική διαδρομή του Δ. Κουφοντίνα, αλλά για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά του ως κρατούμενου.
Ανασύρω από το αρχείο μου δήλωση του Μανώλη Γλέζου, που δημοσιεύτηκε στην ΕφΣυν στις 12 Απρίλη του 2017:
Θέλω να τοποθετηθώ αντικειμενικά. Κίνητρό μου ένας στίχος μου, από ένα ποίημά μου, γραμμένο στις 28 του Μάρτη το 1949, στις φυλακές Αβέρωφ: «ένα χτίριο έγδαρε τη γη κι ήμπε στη σάρκα της πληγής».
Στις φυλακές του τόπου μας, άνθρωποι παιδεύτηκαν, μαρτύρησαν, βασανίστηκαν, στερήθηκαν τη στοργή του πατέρα, την παρηγοριά της μάνας, την αγκαλιά του παιδιού τους, τη ζεστασιά των ανθρώπων τους, και η διεκδίκηση για αξιοπρέπεια και δικαιώματα είχε συχνά ως κόστος περισσότερη φυλακή και περισσότερη βία.
Ομως, με τους αγώνες των πολιτικών κρατούμενων και με τη στήριξη των κινημάτων, κατακτήθηκαν ορισμένα δικαιώματα.
Αυτές οι κατακτήσεις είναι σημαντικές, είναι κατακτήσεις της κοινωνίας, είναι κατακτήσεις πολιτισμού, γιατί οι φυλακές είναι μια εικόνα του πολιτισμού μας.
Γι’ αυτό και πρέπει να τις σεβόμαστε και να τις υπερασπίζουμε.
Μια τέτοια κατάκτηση είναι και η άδεια εξόδου του κρατουμένου από τις φυλακές που είναι μια ανάσα ζωής για τον φυλακισμένο και ένα βήμα προς την επιστροφή στην κοινωνία.
Σ’ αυτό το δικαίωμα πρέπει να έχει πρόσβαση κάθε κρατούμενος, με τους όρους που έβαλε ο νομοθέτης.
Δεν μπορεί να εξαιρείται κάποιος από αυτό το δικαίωμα αυθαίρετα, με κριτήριο μόνο τις ιδέες του, το λόγο του, όσο κι αν αυτός μπορεί να μην αρέσει σε πολλούς.
Και ούτε μπορεί να ξαναδικάζεται για ό,τι τον έφερε στη φυλακή, κάθε φορά που ζητά να ασκήσει ένα δικαίωμα, γιατί τότε κανείς κρατούμενος δεν θα έπαιρνε ποτέ άδεια. Θα ακυρωνόταν η κατάκτηση, το δικαίωμα.
Ετσι, ανεξάρτητα από τις σκέψεις που κάνει ο καθένας για τη δράση της οργάνωσης για την οποία καταδικάστηκε ο Δ. Κουφοντίνας -προσωπικά οφείλω να ξανατονίσω ότι είμαι απολύτως αντίθετος με αυτήν την ιδεολογία και τη δράση-, καμία διάκριση δεν μπορεί να είναι αποδεκτή που να στερεί αυτόν τον κρατούμενο από το δικαίωμα στην άδεια.
Πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι ένας άνθρωπος που με δική του βούληση έθεσε τον εαυτό του μπροστά στη δικαιοσύνη των θεσμών και των ανθρώπων και κρίθηκε από όλους μας για τη δράση του, αλλά και για τη στάση του.
Και πολύ περισσότερο, όταν ο λόγος που αποκλείεται από το δικαίωμα είναι η επίκληση των απόψεών του.
Οι ιδέες δεν δικάζονται, αυτό είναι επιστροφή σε άλλες εποχές και αυτό δεν μπορούμε και δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.
Η Δικαιοσύνη τού επέβαλε τις κυρώσεις που έκρινε με βάση το νόμο. Και σήμερα έχει την υποχρέωση να του δώσει αυτό που δικαιούται με βάση το νόμο.
Μανώλης Γλέζος
Ας μου επιτραπεί να καταθέσω και μια προσωπική μαρτυρία. Στις 12 Οκτώβρη του 2004 είχα συμμετάσχει (ως μέλος των Κινήσεων Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους) σε μια μεγάλη αντιπροσωπία, η οποία συναντήθηκε στο υπουργείο Δικαιοσύνης με τον τότε υπουργό Αναστάση Παπαληγούρα, για να του θέσει τα ζητήματα της κυλιόμενης απεργίας πείνας των πολιτικών κρατούμενων στο υπόγειο των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, με αίτημα την κατάργηση του σιδερένιου κλουβιού στο οποίο είχε κλειστεί το μικρό προαύλιο της πτέρυγας. Ο Δ. Κουφοντίνας είχε ξεκινήσει πρώτος την απεργία πείνας και νοσηλευόταν ήδη στο «Γ. Γεννηματάς», λίγο παραπάνω από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ρεπορτάζ από εκείνη την παρέμβαση μπορείτε να διαβάσετε στην Κόντρα της 16ης Οκτώβρη του 2004 (στη σελίδα 11). Η προσωπική μαρτυρία έχει να κάνει με τη συμμετοχή σ’ αυτήν την αντιπροσωπία του Φοίβου Ιωαννίδη, επί χρόνια βουλευτή του ΠΑΣΟΚ και μέλους των κυβερνήσεών του.
Η παρουσία του με εξέπληξε, καθώς βρισκόμασταν ακόμα στο φόρτε της λυσσώδους τρομοϋστερίας. Βγαίνοντας από τη συνάντηση στο προαύλιο του υπουργείου τον πλησίασα και τον ρώτησα πώς αυτός, ένας πολιτικός του Κέντρου, αποφάσισε να συμμετάσχει σ’ αυτήν την παρέμβαση. Με κοίταξε και μου απάντησε ήρεμα: «Εγώ ξέρω τι σημαίνει φυλακή και τι σημαίνει απομόνωση». Καθώς μου το έλεγε τα μάτια του βούρκωσαν. Αμέσως μετά με ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον πώς είναι η κατάσταση της υγείας του Χρήστου Τσιγαρίδα, που μόλις είχε καταδικαστεί και κλειστεί στη φυλακή, παρά την πολύ άσχημη κατάσταση της υγείας του (ο Τσιγαρίδας φυλακίστηκε και αμέσως άρχισε απεργία πείνας σε ένδειξη αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους της ειδικής πτέρυγας).
Ο Φοίβος Ιωαννίδης είχε φυλακιστεί επί εξαετία σε διάφορες φυλακές της χούντας για ανάπτυξη ένοπλης αντίστασης. Σε συνέντευξή του στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη, που δημοσιεύτηκε στο diastixo.gr την 1η Δεκέμβρη του 2020, λέει για τη φυλακή: «Οταν πιστεύεις βαθιά κάτι, μπορείς να αντέξεις πολλά. Δεν ήμουν ποτέ μόνος, ούτε στη φυλακή, υπήρχαν πολλοί σύντροφοι. Η φυλακή είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο. Αν καταφέρει κανείς να μην αφήσει τις συνθήκες της φυλακής να τον συντρίψουν. Αν το καταφέρει αυτό, θυμάται πάντα τις φυλακές και την ιδιαιτερότητα της ζωής του κρατούμενου και γίνεται σοφότερος οπωσδήποτε. Αυτό ισχύει ειδικά για μένα, που μέσα στη φυλακή συμβίωσα και γνώρισα από ποινικούς κρατούμενους –και μάλιστα πολλούς Κρητικούς ισοβίτες– ή ανθρώπους του περιθωρίου, ως και καταξιωμένους διανοούμενους, καθώς και σημαντικούς αγωνιστές, επώνυμους και ανώνυμους, τόσο της δημοκρατικής παράταξης, όσο και της Αριστεράς σε όλες τις αποχρώσεις της».
Αυτή η τοποθέτηση εξηγεί το γιατί ο Φοίβος Ιωαννίδης συμμετείχε το 2004 σε παρέμβαση στο γραφείο του τότε υπουργού Δικαιοσύνης, στηρίζοντας το αίτημα του Δ. Κουφοντίνα και των υπόλοιπων απεργών πείνας πολιτικών κρατούμενων. Δε στήριζε τη 17Ν (πώς θα μπορούσε, άλλωστε;) στήριζε ένα δίκαιο αίτημα φυλακισμένων. Πολλοί μπορούν να διακρίνουν αυτήν την ογκώδη διαφορά, λίγοι όμως έχουν το θάρρος να αρθούν πάνω από τις πολιτικές σκοπιμότητες μιας αδίστακτης εξουσίας.
Περιμένουμε, λοιπόν, το παράδειγμα του μακαρίτη Μανώλη Γλέζου, το παράδειγμα του Φοίβου Ιωαννίδη, το παράδειγμα κάποιων πρώην φυλακισθέντων και εξόριστων της χουντικής περιόδου, να ακολουθήσουν όλοι και όλες όσοι/ες πέρασαν από φυλακές και μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει για έναν κρατούμενο να του τσαλαπατούν ωμά, απροσχημάτιστα, μ’ ένα σαδιστικό χαμόγελο, τα πιο στοιχειώδη δικαιώματά του. Και να ταχθούν στο πλευρό του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, απαιτώντας την ικανοποίηση του αιτήματος που τον ανάγκασε να κατέβει σε μια ακόμα απεργία πείνας.
Ο Κουφοντίνας δε ζητά προνομιακή μεταχείριση, ζητά να εφαρμοστεί ο νόμος που προβλέπει την επαναμεταγωγή του στον Κορυδαλλό. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να θεωρηθεί προνόμιο η φυλάκιση στην ανήλιαγη υπόγεια πτέρυγα που φτιάχτηκε ειδικά για να «θάψει» τους καταδικασθέντες για την υπόθεση της 17Ν;
Π.Γ.