Κακώς το άρθρο του Σημίτη στα «Νέα Σαββατοκύριακο» ερμηνεύτηκε ως πολεμική στον ΣΥΡΙΖΑ. Τι έχει να φοβηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τον Σημίτη; Τίποτα. Γι’ αυτό και με όλη την άνεσή του αντεπιτέθηκε στον αρχηγό του «εκσυγχρονισμού», ο οποίος στα 85 του επιμένει να διεκδικεί μια υστεροφημία που δεν του αναγνωρίζει ο ελληνικός λαός.
Δεν μπορεί, όμως, να πουν το ίδιο η Φώφη και οι κιναλίτες. Μιλώντας γενικά για «αντιπολίτευση», ο Σημίτης έβαλε στον κοινό παρονομαστή της «στείρας άρνησης» και της «πολιτικής ανευθυνότητας» (δε χρησιμοποίησε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, αλλά τους… περιέγραψε) ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ αντάμα.
Και πώς του ήρθε ξαφνικά του Σημίτη να τα βάλει με την αντιπολίτευση και τον τρόπο που αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση; Δεν ξέρουμε αν του ήρθε ή αν τον συμβούλευσαν, όμως υπερασπίστηκε τόσο άγαρμπα την κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε μια περίοδο που αυτή κυριολεκτικά παραπαίει (εξαιτίας της διαχείρισης της πανδημίας), που κυριολεκτικά ξεμπροστιάστηκε. Ο Σημίτης βγήκε και υπερασπίστηκε την κυβέρνηση του Κούλη ακριβώς στο ζήτημα που την καίει: τη διαχείριση της πανδημίας.
Ο ίδιος, βέβαια, δεν έχει προβλήματα… επαφής με το λαό. Και τότε που ήταν πρωθυπουργός έδειχνε ότι σιχαίνεται οτιδήποτε το λαϊκό. Ο κόσμος του άρχιζε στο Κολωνάκι και τελείωνε στην πλατεία Συντάγματος. Τώρα που δε διεκδικεί ψήφο μπορεί να γίνει ακόμα πιο απροκάλυπτος.
Για το ΚΙΝΑΛ η παρέμβαση Σημίτη είναι πλήγμα. Το σύνθημα του αρχιιντριγκαδόρου προς τους «εκσυγχρονιστές» που βρίσκονται ακόμα στο ΚΙΝΑΛ είναι ένα: «στο ΚΙΝΑΛ δεν έχετε χαΐρι, τραβάτε όσο γίνετε νωρίτερα στη ΝΔ». Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε μια μερίδα σημιτανθρώπων (Λιάκος, Μπίστης, Μουζέλης κ.ά.) και μάλλον δεν έχει περισσέψει τίποτα στο πάνω ράφι για να το πάρει. Ο,τι απομένει στο ΚΙΝΑΛ, ο Σημίτης το σπρώχνει προς τη ΝΔ, δείχνοντας εμμέσως την «πρόοδο» της Μενδώνη και της Διαμαντοπούλου.