«Ολοι οι σοσιαλιστές, εξηγώντας τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού πολιτισμού, της αστικής δημοκρατίας, του αστικού κοινοβουλευτισμού, έκφραζαν την ιδέα που διατυπώθηκε με τη μεγαλύτερη επιστημονική ακρίβεια από τον Μαρξ και τον Ενγκελς, την ιδέα ότι η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια μηχανή για την καταστολή της εργατικής τάξης από την αστική τάξη, της μάζας των εργαζομένων από μια χούφτα καπιταλιστές. Ανάμεσα σ' αυτούς που κηρύσσονται σήμερα κατά της δικτατορίας και υπέρ της δημοκρατίας, δεν υπάρχει ούτε ένας επαναστάτης, ούτε ένας μαρξιστής που να μην πήρε χίλιους όρκους μπροστά στους εργάτες ότι παραδέχεται αυτή τη βασική αλήθεια του σοσιαλισμού, και τώρα που το επαναστατικό προλεταριάτο άρχισε να αναταράζεται και να μπαίνει σε κίνηση για τη συντριβή αυτής της μηχανής καταπίεσης και την κατάκτηση της προλεταριακής δικτατορίας, οι προδότες αυτοί του σοσιαλισμού παρουσιάζουν έτσι τα πράγματα, σαν να είναι γεγονός πως η αστική τάξη έχει δωρίσει στους εργαζόμενους την "καθαρή δημοκρατία", πως η αστική τάξη έχει παραιτηθεί από κάθε αντίσταση και είναι έτοιμη να υποταχθεί στην πλειοψηφία των εργαζομένων, πως στην αστική δημοκρατία δεν υπήρχε και δεν υπάρχει καμιά κρατική μηχανή για την καταστολή της εργασίας από το κεφάλαιο».
Β.Ι. Λένιν
Ηταν πολλοί αυτοί που γνώριζαν αυτές τις θεμελιώδεις επισημάνσεις των κλασικών του κομμουνισμού, λίγοι όμως αυτοί που τις ενσωμάτωναν στον πολιτικό τους λόγο. Οι υπόλοιποι τις γνώριζαν, αλλά εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξασφάλιση του πολιτικού τους μέλλοντος σε μια αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και όχι η προοπτική της επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ετσι, η «μεταπολίτευση» του 1974, δηλαδή το πέρασμα (εντελώς βελούδινο μάλιστα) από μια μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης (δικτατορική χούντα) σε μια άλλη (κοινοβουλευτισμός), παρουσιάστηκε σαν «μεγάλη νίκη της δημοκρατίας», σκορπίζοντας αισθήματα ενθουσιασμού στον ελληνικό λαό. Σαράντα χρόνια από τότε, ο αναστοχασμός πάνω στα τότε γεγονότα μπορεί να καταστεί χρήσιμος μόνο υπό το πρίσμα της μαρξιστικής ανάλυσης, σε συνδυασμό πάντοτε με τη σημερινή πραγματικότητα και τα καθήκοντα που αυτή υπαγορεύει.
Βλέποντας με επιστημονικό τρόπο το αστικό εποικοδόμημα και χωρίς να φοβούνται τις λέξεις και το «τρέχον» φορτίο τους, οι κλασικοί περιέγραψαν κάθε ταξική κοινωνία ως δικτατορία μιας τάξης πάνω σε μια άλλη. Από την άποψη αυτή, το πέρασμα από τη χούντα στον κοινοβουλευτισμό δεν άλλαξε σε τίποτα τα πράγματα. Η δικτατορία της αστικής τάξης διατηρήθηκε ανέπαφη και το μόνο που άλλαξε ήταν η μορφή διακυβέρνησης.
Σπεύδουμε ν’ απαντήσουμε σε όσους θα σηκώσουν θύελλα διαμαρτυριών: ασφαλώς και δεν είναι αδιάφορη η μορφή διακυβέρνησης. Ασφαλώς και η κοινοβουλευτική δημοκρατία προσφέρει περισσότερες δυνατότητες για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, ασφαλώς και οι κομμουνιστές δε μένουν αδιάφοροι μπροστά στο φασισμό. Ας αφήσουμε τα αυτονόητα (και πονηρά) και ας επικεντρωθούμε στην ουσία του ζητήματος που εκ των πραγμάτων τέθηκε τον Ιούλη του 1974. Ηταν η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού το τέλος; Πολλοί είπαν πως όχι (ακόμη και ο μέγας δημαγωγός Ανδρέας Παπανδρέου που έθετε εκείνες τις μέρες τα θεμέλια της σοσιαλδημοκρατικής του δυναστείας), όμως στην πράξη η απάντησή τους ήταν ναι.
Τον Ιούλη του 1974 φάνηκε καθαρότερα από ποτέ το μεγάλο κενό επαναστατικής πολιτικής. Μια εικοσαετία αναθεωρητισμού, αποκήρυξης της στρατηγικής και τακτικής της προλεταριακής επανάστασης, σε συνδυασμό με τη σύγχυση που είχε προκαλέσει η χούντα (μπροστά στην οποία ο κοινοβουλευτισμός φάνταζε σαν επαναστατική ανατροπή), είχαν κάνει τεράστια ζημιά στο κοινωνικό σώμα. Μπορεί η προσδιοριζόμενη ως επαναστατική αριστερά να ήταν τότε πολύ πιο ισχυρή από σήμερα, όμως ήταν τέτοιες οι αδυναμίες της και τόσο ανίσχυρη η κοινωνική της γείωση που οι αστικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανόμενης της αναθεωρητικής αριστεράς) δε δυσκολεύτηκαν να πάρουν την ηγεμονία και να οδηγήσουν σταθερά το κοινοβουλευτικό σκάφος ανάμεσα από τους λιγοστούς υφάλους που έβρισκε.
Κατά την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης συντελέστηκε η γιγάντωση της σοσιαλδημοκρατίας (για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία) και αναπτύχθηκε το φαινόμενο του ακολουθητισμού, το οποίο κατέλαβε όχι μόνο τον ψευτοκομμουνιστικό αναθεωρητισμό, αλλά και την επαναστατική αριστερά, η οποία, λόγω λειψών θεωρητικών εφοδίων και πλήρους προγραμματικής ανεπάρκειας και υπό την επίδραση του μαοϊσμού, γαντζώθηκε σε μια τακτική οικονομισμού, αφήνοντας την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία (άρα και τον έλεγχο του εργατικού κινήματος) στη σοσιαλδημοκρατία και τους αναθεωρητές. Είναι το ίδιο ακριβώς φαινόμενο που παρατηρούμε σήμερα από την προσδιοριζόμενη ως ριζοσπαστική αριστερά έναντι της νέας σοσιαλδημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ.
Απ’ αυτή την άποψη, δηλαδή από την άποψη της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή δημοκρατία, μέσα σε τέσσερις δεκαετίες έχουμε κάνει ουσιαστικά ένα μεγάλο κύκλο, κατεβαίνοντας ταυτόχρονα και ένα επίπεδο. Η σπειροειδής κίνηση έγινε, αλλά ήταν προς τα κάτω.
Το 1974, το πέρασμα από τη χούντα στον κοινοβουλευτισμό πανηγυρίστηκε ως ιστορική κατάκτηση, μετατράπηκε σε ιδεολόγημα και θόλωσε την ταξική συνείδηση, ανοίγοντας το δρόμο στην εδραίωση της σοσιαλδημοκρατίας. Το 2014, η έξοδος από την πολιτική των Μνημονίων αναζητείται στη σφαίρα μιας άλλου τύπου αστικής διαχείρισης, διανθίζεται με δήθεν μεταβατικά συνθήματα (εργατικός έλεγχος και τα παρόμοια) που στις συγκεκριμένες συνθήκες μετατρέπονται στο αντίθετό τους και λειτουργούν ως πρόγραμμα ενσωμάτωσης, και στρώνει το δρόμο σε μια νέα σοσιαλδημοκρατία, άφθαρτη καθώς δεν άσκησε εξουσία, όπως ήταν και η παλιά σοσιαλδημοκρατία τα πρώτα μεταχουντικά χρόνια. Η μόνη διαφορά είναι πως το 1974 υπήρχε ένα ισχυρό διεκδικητικό κίνημα της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς, της νεολαίας, ακόμη και μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, ενώ το 2014 βασιλεύουν η απογοήτευση και η ηττοπάθεια.
Το φαινόμενο είναι προσωρινό, ασφαλώς, χωρίς να μπορεί να προβλεφτεί η διάρκειά του. Ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός θα ανατείλει και πάλι, όπως ανέτειλε κατά την πρώτη διετία της μνημονιακής περιόδου. Αυτός ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός, όμως, αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την ταξική-επαναστατική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Αυτός ο ριζοσπαστισμός δεν μπορεί να δημιουργήσει ταξική συνείδηση με την επιστημονική σημασία του όρου (δηλαδή συνείδηση επαναστατικής ανατροπής). Είναι εύκολα αφομοιώσιμος από το σύστημα, όπως εύκολα αφομοιώσιμος υπήρξε και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός του 1974-81. Είναι καιρός να ξαναδούμε τη θεωρία για τη σχέση συνειδητού και αυθόρμητου, για την ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης, γιατί δυστυχώς η σύγχυση εξακολουθεί να βασιλεύει.
Είναι αυτή η σύγχυση πάνω σ’ ένα θεμελιώδες θεωρητικό ζήτημα που βάζει τα δικά της εμπόδια στην περισσότερο από ποτέ αναγκαία ταξική οργάνωση της πρωτοπορίας του προλεταριάτου, επί τη βάσει ενός προγράμματος επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης του κομμουνισμού.
Πέτρος Γιώτης