«Σε συζήτηση με τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, που διοργάνωσε σήμερα το ομώνυμο Ιδρυμα στη Νέα Υόρκη, ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επεσήμανε ότι η χώρα μας αποτελεί πόλο γεωπολιτικής, οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας. Συνεπώς, είναι χώρα εύλογου επενδυτικού ενδιαφέροντος, σε δυναμικούς τομείς της οικονομίας με υψηλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Τώρα είναι η ώρα για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα, δήλωσε χαρακτηριστικά, γιατί υπάρχει κυβέρνηση που διασφαλίζει, όχι μόνο τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα, αλλά και τη θεσμική και πραγματική υποδομή για τέτοιες επενδύσεις».
Ετσι αρχίζει το ρεπορτάζ για την παρουσία του Τσίπρα στην εκδήλωση του Ιδρύματος Κλίντον, που φιλοξενείται στην επίσημη ιστοσελίδα του πρωθυπουργού της Ελλάδας (www.primeminister.gr). Αν διαγράψετε το όνομα «Τσίπρας», θα μπορούσατε άνετα να βάλετε στη θέση του «Σημίτης», «Καραμανλής», «Παπανδρέου», «Σαμαράς». Κάθε έλληνας πρωθυπουργός που επισκέπτεται τη μητρόπολη του παγκόσμιου καπιταλισμού απευθύνει συνήθως μια έκκληση στους «επενδυτές» (δηλαδή στους εκπροσώπους των μονοπωλιακών ομίλων), διαφημίζοντας την Ελλάδα ως χώρα ελκυστική στις επενδύσεις, λόγω επενδυτικού καθεστώτος και πολιτικής σταθερότητας (την οποία εξασφαλίζει η κυβέρνησή του). Σε εκείνους που η τοποθέτηση Τσίπρα προκάλεσε αλγεινή εντύπωση, ενθυμούμενοι το παρελθόν και αναλογιζόμενοι τι καταγγελίες θα έκανε ένας αντιπολιτευόμενος ΣΥΡΙΖΑ για τον πρωθυπουργό άλλου κόμματος που θα εκστόμιζε αυτά τα λόγια επί αμερικανικού εδάφους, θα λέγαμε να βγάλουν γρήγορα τις τσίμπλες από τα μάτια τους. Ιδίως μετά τη συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές δανειστές και την υπογραφή του Μνημόνιου-3, δε θα έπρεπε κανείς να περιμένει από τον Τσίπρα τίποτα το διαφορετικό από το βάδισμα επί της πεπατημένης που δημιούργησαν οι προκάτοχοί του στο μέγαρο Μαξίμου. Ο Τσίπρας εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του ελληνικού καπιταλισμού και δεν το κρύβει. Θεωρεί, μάλιστα, ότι πλέον έχει και τη λαϊκή εντολή να εμφανίζεται ως ένας φύλαρχος αποικίας που εκλιπαρεί τους εκπροσώπους του χρηματιστικού κεφάλαιου να επενδύσουν στον τόπο του.
Υπάρχει, βεβαίως, το αλήστου μνήμης «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και ιδιαίτερα εκείνο το κεφάλαιο που τιτλοφορούνταν «Επανεκκίνηση της οικονομίας», όμως μια διεισδυτική ματιά ακόμη και σ’ εκείνο το προεκλογικό κείμενο μιας προηγούμενης περιόδου θα μπορούσε να αποκαλύψει την αγωνία για προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Λέγονταν, βέβαια, διάφορα περί «όρων» που θα έμπαιναν στους επενδυτές, ώστε να μην έρθουν «πλιατσικολόγοι» κτλ., όμως αυτά ήταν η σάλτσα προς άγραν αριστερών ψήφων. Κανένας δεν τα πίστευε, και όταν οι πολιτικοί αντίπαλοί του κατηγορούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι διώχνει τους επενδυτές, η διεθνής του καπιταλισμού γελούσε. Οπως γελούσε και η ντόπια αστική τάξη, που παρά τις πύρινες καταγγελίες του Σαμαρά και του Βενιζέλου, καλούσε τον Τσίπρα στα συνέδρια του ΣΕΒ, δείχνοντας μ’ αυτή την ευνοϊκή μεταχείρισή του, ότι μπορεί να γίνει πρωθυπουργός με τις ευλογίες της, διότι δεν αισθάνεται κανένα φόβο από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνοι οι βερμπαλισμοί για έλεγχο όλων των συμβάσεων και αναθεώρησή τους και οι προειδοποιήσεις προς τους επενδυτές να μην τολμήσουν να μπουν σε ιδιωτικοποιήσεις, γιατί θα χάσουν τα λεφτά τους μόλις ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στην εξουσία, δεν τρόμαξαν κανέναν. Για άλλους λόγους δεν «περπάτησαν» οι ιδιωτικοποιήσεις και όχι επειδή οι υποψήφιοι επενδυτές τρόμαξαν από τις προειδοποιήσεις του Τσίπρα. Αλλωστε, από τον πρώτο μήνα της πρώτης συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, με την περιβόητη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη του 2015, ξεκαθαρίστηκε ότι το καθεστώς των ιδιωτικοποιήσεων θα παραμείνει ανέπαφο.
Ο Τσίπρας διαφημίζει την Ελλάδα ως «πόλο γεωπολιτικής, οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας» για τους καπιταλιστικούς ομίλους που καλεί να επενδύσουν σ’ αυτή. Ξεκινώντας από το τέλος, η αναφορά σε πολιτική σταθερότητα και ασφάλεια αποτελεί διαφήμιση της κυβέρνησής του ως σφόδρα φιλοκαπιταλιστικής, από την οποία δεν έχουν να φοβούνται τίποτα οι καπιταλιστικοί όμιλοι που θα θελήσουν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Αν το δούμε λίγο βαθύτερα, αυτό αποτελεί όρκο πίστης και υποταγής για λογαριασμό ολόκληρου του ελληνικού αστικού πολιτικού συστήματος. Ενας καπιταλιστικός όμιλος που θα θελήσει να κάνει μια επένδυση δεν κοιτάζει μόνο το χρονικό ορίζοντα μιας κυβέρνησης, αλλά αναγκαστικά κοιτάζει και πέρα απ’ αυτόν (χωρίς να λογαριάσουμε το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις των μνημονιακών χρόνων δεν καταφέρνουν να εξαντλήσουν την τριετία). Η διαβεβαίωση ότι και σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής δε θ’ αλλάξει η πολιτική έναντι των ξένων επενδυτών είναι πειστική, διότι υπάρχει μια τεράστια φιλο-καπιταλιστική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, από την οποία θα προκύψει η διάδοχη κυβερνητική λύση.
Τι γίνεται, όμως, με την κοινωνική σταθερότητα, που αποτελεί στοιχείο αυτού που οι καπιταλιστές μετρούν ως πολιτικό ρίσκο; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να την εγγυηθεί; Με την αποχή να φτάνει σε ύψος ρεκόρ στις πρόσφατες εκλογές, καμιά εγγύηση που αναφέρεται μόνο ή κυρίως στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν είναι αρκετή για τους καπιταλιστές. Η μόνη εγγύηση είναι η χρήση του κατασταλτικού μηχανισμού του αστικού κράτους για την πάταξη κάθε ταξικής αντίστασης. Και είναι βέβαιο ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες τα ηγετικά στελέχη της νέας συγκυβέρνησης δεν έχουν κανένα πρόβλημα να διαβεβαιώσουν ότι δε θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν την κρατική καταστολή για να πατάξουν κάθε ενέργεια που θα στρέφεται ενάντια σε μια ξένη επένδυση. Αλλά και πάλι, οι καπιταλιστές δεν είναι βέβαιοι ότι αυτός ο μηχανισμός μπορεί να είναι τόσο αποτελεσματικός σε κάθε περίπτωση. Επομένως, εξ ορισμού ο παράγοντας «πολιτικό ρίσκο» φέρει αρνητικό φορτίο για κάθε καπιταλιστή-υποψήφιο επενδυτή στην Ελλάδα. Δεν είναι ζήτημα Τσίπρα, είναι ζήτημα κοινωνικής δυσαρέσκειας σ’ ένα λαό που έχει μια ορισμένη αγωνιστική παράδοση.
Με δεδομένο το ότι γεωπολιτικά η Ελλάδα θεωρείται σταθερή χώρα, επομένως σ’ αυτό το κομμάτι δεν υπάρχει πρόβλημα για τους καπιταλιστές επενδυτές, πώς μπορεί να εξισορροπηθεί το αυξημένο «πολιτικό ρίσκο»; Με το «υψηλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» που διαφημίζει ο Τσίπρας, το οποίο αναφέρεται στους οικονομικούς όρους μιας επένδυσης. Σε τι μπορεί να συνίσταται αυτό το «υψηλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα»; Στον αποικιοκρατικό χαρακτήρα των συμβάσεων πώλησης ή παραχώρησης, στο φορολογικό καθεστώς και στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων. Υπάρχει κάτι άλλο και μας διαφεύγει; Επειδή δεν είμαστε χιουμοριστική στήλη, απαξιούμε να σχολιάσουμε τις διάφορες παπάρες περί «υψηλής εξειδίκευσης παραγωγικού δυναμικού», «έρευνας και καινοτομίας» και άλλα τέτοια που ακούγονται και θα συνεχίσουν να ακούγονται από κυβερνητικά χείλη. Αυτά είναι για τους αφελείς. Τα έλεγε και ο Σαμαράς που δεχόταν στο Μαξίμου πότε τον πρόεδρο της Νokia και πότε το διευθυντή Ευρώπης της ΙΒΜ, για να δείξει ότι δήθεν η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας.
Για να κάνει μια παραγωγική επένδυση στην Ελλάδα κάποιος καπιταλιστικός όμιλος θα απαιτήσει και ειδικό φορολογικό καθεστώς και ασιατικού τύπου εργασιακό καθεστώς. Ειδικά για τους Αμερικανούς, στους οποίους απευθύνθηκε ο Τσίπρας στη Νέα Υόρκη, παραγωγικές επενδύσεις δεν «παίζουν» καθόλου. Τι «παίζει»; Συμμετοχή αρπακτικών κεφαλαίων σε παιχνίδια ιδιωτικοποιήσεων. Θυμηθείτε ότι επί Σαμαροβενιζέλων κάποια αμερικάνικα funds (μεταξύ αυτών και του περιβόητου Πόλσον, ο οποίος μάλιστα έγινε δεκτός και στο Μαξίμου από τον Σαμαρά) «τοποθετήθηκαν» σε μετοχές ελληνικών τραπεζών, φούσκωσαν τις χρηματιστηριακές τιμές τους και αφού πήραν αυτά που ήθελαν να πάρουν, «μετανάστευσαν» για άλλες «αγορές», με αποτέλεσμα ν’ ακολουθήσει ένα «μίνι κραχ» εστιασμένο κυρίως στις τραπεζικές μετοχές. Ισως ξαναδούμε τον Πόλσον (ή κάποιον άλλο επιπέδου Πόλσον) να δρασκελά το κατώφλι του Μαξίμου για να συναντηθεί με τον Τσίπρα αυτή τη φορά. Οταν ολοκληρωθεί η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση των λεγόμενων συστημικών τραπεζών, με δάνεια που θα χρυσοπληρώσει ο ελληνικός λαός πάλι, μπορεί τα αμερικάνικα funds να δουν και πάλι ευκαιρίες κερδοσκοπίας (για πλιάτσικο πρόκειται) στην Ελλάδα.
Ακόμη και οι ευρωπαϊκοί καπιταλιστικοί όμιλοι που κάνουν επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν πολλά χρόνια να επενδύσουν στην παραγωγή (γιατί να το κάνουν όταν έχουν την ενδοχώρα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και της βόρειας Βαλκανικής;). Οι επενδύσεις τους είναι κυρίως σε υπηρεσίες (πιο πρόσφατη η εξαγορά των 14 περιφερειακών αεροδρομίων από τη γερμανική Fraport) και σε συμβάσεις παραχώρησης για αυτοκινητόδρομους. Δεν αποκλείεται να προσανατολιστούν κάποια στιγμή σε επενδύσεις στην παραγωγή, αυτό όμως θα συνοδευτεί με τη θέσπιση Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, ζωνών εργατικής δουλείας και φορολογικής ασυδοσίας. Αλλιώς δεν υπάρχει «υψηλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».
Πέτρος Γιώτης