Είχε τους λόγους της να πανηγυρίζει η τραπεζικού ενδιαφέροντος ιστοσελίδα bankingnews.gr: «Ανατρεπτική και ιστορική απόφαση από τον ΣΥΡΙΖΑ – Τάσσεται κατά της κρατικοποίησης των ελληνικών τραπεζών»! Αναφερόταν στην απόρριψη τροπολογίας που κατέθεσε στην τελευταία συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ η «Αριστερή Πλατφόρμα», η οποία προέβλεπε να περάσουν οι τράπεζες υπό δημόσια ιδιοκτησία, να ανατραπεί η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων, να καταργηθεί το ΤΑΙΠΕΔ, να υπάρξει ισχυρή παρέμβαση υπέρ του δημοσίου σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και να φορολογηθεί το μεγάλο κεφάλαιο και ο μεγάλος πλούτος. Η τροπολογία απορρίφθηκε με ψήφους 76 έναντι 61 και 1 λευκής (ασυνήθιστα μεγάλο ποσοστό για τους Λαφαζανικούς).
«Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την διεθνή τάση όπου η αριστερά αποδέχεται τον ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας» πανηγύριζε η προαναφερθείσα ιστοσελίδα.
Μπούρδες. Υπάρχει σωρεία κειμένων του ΣΥΡΙΖΑ που τάσσονται υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, χωρίς οι Λαφαζανικοί να εκφράσουν την παραμικρή αντίρρηση. Ενα μικρό «σόου» έκαναν στην ΚΕ, για να υποδηλώσουν την παρουσία τους και να εκμεταλλευτούν τη δυσαρέσκεια και στελεχών της πλειοψηφίας για την ηγετική ομάδα.
Η καταψήφιση της τροπολογίας είναι, πάντως, δηλωτική των προθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, τις οποίες μπορεί να δει κανείς αποτυπωμένες και στο περιβόητο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και στην ομιλία του Τσίπρα κατά τη συζήτηση της πρότασης εμπιστοσύνης στη Βουλή. Δεν υπάρχει όχι σχετικό κεφάλαιο και θέσεις, αλλά ούτε καν υπαινιγμός για όλα εκείνα που έλεγαν παλιά, όταν προειδοποιούσαν τους επενδυτές να μη χαλάνε τα λεφτά τους για ν’ αγοράσουν επιχειρήσεις και ακίνητα που ξεπουλά το ΤΑΙΠΕΔ, γιατί θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ και θα ακυρώσει τις συμφωνίες. Ολ’ αυτά έχουν πεταχτεί πλέον στον κάλαθο των αχρήστων και η καταψήφιση της τροπολογίας των Λαφαζανικών ήταν απλώς μια επιβεβαίωση.
Οποιος ψάχνει περισσότερο τα πράγματα μπορεί να διαπιστώσει και την ιδεολογική στροφή, η οποία έρχεται να επενδύσει την πολιτική στροφή. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον εγκαταλείπει την παλιά σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία περί κράτους-μοχλού ανάπτυξης, που θα επιτελεί αυτό το ρόλο με την ιδιοκτησία του επί των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων (όχι μόνο της λεγόμενης κοινής ωφέλειας) και υιοθετεί ανοιχτά και απροκάλυπτα την ιδεολογία του κράτους-επιτελείο, την οποία επεξεργάστηκε ο θεωρητικός του «τρίτου δρόμου» Αντονι Γκίντενς και εφάρμοσαν τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00 σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις όπως του Μπλερ, του Σημίτη και του Γκονθάλεθ. Για να είμαστε ακριβείς πρέπει να πούμε ότι οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εισπράττοντας τη λαϊκή οργή, και ο Γκίντενς κλήθηκε να θεωρητικοποιήσει αυτά που ήδη εφαρμόζονταν.
Μιλώντας στην ετήσια διάσκεψη της Ελληνικής Ενωσης Επιχειρηματιών, στις 7 Οκτώβρη, ο Τσίπρας υπήρξε αποκαλυπτικότατος: «Επιδιώκουμε μια νέα ισορροπία στις σχέσεις κράτους-αγοράς, στο πλαίσιο των τριών πυλώνων της οικονομίας: του ιδιωτικού τομέα, του δημόσιου τομέα και του τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Το κράτος να προστατεύει τα δημόσια αγαθά και να λειτουργεί ως εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού και ως μοχλός ανάπτυξης (…) ένα κράτος που θα είναι αξιόπιστος ελεγκτικός μηχανισμός και αποτελεσματικός αρωγός του πραγματικού επενδυτή, του υγιούς επιχειρηματία. Που θα διασφαλίζει ότι ο ιδιωτικός τομέας παράγει πλούτο για να καλύψει κοινωνικές ανάγκες (…) Ενα κράτος που θα προσδιορίζει τις στρατηγικές κατευθύνσεις της παραγωγικής ανασυγκρότησης και μεταστροφής της οικονομίας».
Το κράτος προσδιορίζεται καθαρά ως επιτελείο, που καθορίζει τις στρατηγικές κατευθύνσεις και διευκολύνει την ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Τα περί «κοινωνικής οικονομίας» δεν είναι άξια σχολιασμού. Εκτός αν πιστέψουμε ότι οι συνεταιριστικοί καφενέδες θα πετύχουν εκεί που απέτυχαν οι άλλοτε κρατικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί. Και εν πάση περιπτώσει, και η συνεταιριστική οικονομία είναι ιδιωτική (καπιταλιστική) επιχειρηματικότητα, όχι κάτι άλλο.
Απλά, δεν μπορεί ν’ ανταγωνιστεί τη μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση και χρησιμοποιείται κυρίως για να καλύπτει κάποιες από τις πληγές που αφήνει η μόνιμα υψηλή ανεργία.
Εκείνο που μένει τελικά, απ’ όσα με τόση γλαφυρότητα περιέγραψε ο Τσίπρας στους καπιταλιστές, είναι η προσήλωση στον «τρίτο δρόμο» και στο «κράτος επιτελείο». Αυτή, όμως, είναι η ιδεολογική περιγραφή. Σε επίπεδο πρακτικής πολιτικής, η απομάκρυνση του αστικού κράτους από την παραγωγή σε στρατηγικούς τομείς και η συνύπαρξη ενός μαραζωμένου και άθλιου κρατικού τομέα με έναν θαλερό ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα σε τομείς άμεσου κοινωνικού ενδιαφέροντος (π.χ. υγεία) σημαίνει τρία πράγματα: πρώτο, δημιουργία χώρων τοποθέτησης κεφαλαίου για τους ιδιώτες καπιταλιστές, δεύτερο αύξηση τιμολογίων για μια σειρά αγαθά και υπηρεσίες που προηγουμένως ρύθμιζε το κράτος, ασκώντας μια «λελογισμένη» ρεφορμιστική πολιτική και τρίτο ανατροπή των εργασιακών σχέσεων σε βάρος των εργαζόμενων, χαμηλότερους μισθούς και μεγαλύτερη ανεργία, λόγω της κυριαρχίας του ιδιωτικού καπιταλισμού.
Οταν από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 άρχισε η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, που υλοποιούσε μια ευρύτατης κλίμακας συντηρητική ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού συστήματος παγκόσμια, η οποία κορυφώθηκε τη δεκαετία του ‘90 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία ξεπέρασε την αρχική αμηχανία της προσχωρώντας απόλυτα σ’ αυτό το ρεύμα. Το ιδεολόγημα του «τρίτου δρόμου» προσπάθησε να επενδύσει αυτή την προσχώρηση, όμως η πρακτική πολιτική δεν μπορεί να κρυφτεί για πολύ με ιδεολογήματα, διότι έχει συνέπειες για τις εργαζόμενες μάζες. Δεν είναι τυχαίο ότι το βάρος της συντηρητικής ανασυγκρότησης σήκωσαν ο Μπλερ στη Βρετανία, ο Σρέντερ στη Γερμανία, ο Σημίτης στην Ελλάδα, ο Ντ’ Αλέμα στην Ιταλία (ο Γκονθάλεθ είχε ήδη χάσει από τον δεξιό Αθνάρ). Τα ιδεολογήματα έγιναν σκόνη, η σοσιαλδημοκρατία μπήκε σε κρίση, σε κάποιες χώρες δεν κατάφερε να ξανασηκώσει κεφάλι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανεβαίνει σε μια εποχή που η επίσημη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα έχει εξαερωθεί. Καλύπτει πολιτικά το χώρο της κι αυτό το κατάφερε χρησιμοποιώντας ένα λόγο αντιγραμμένο από τα πρώτα χρόνια της σοσιαλδημοκρατίας, όταν ο καπιταλισμός είχε ακόμη περιθώρια ρεφορμιστικής διαχείρισης των εργαζόμενων μαζών. Καθώς πλησιάζει προς την εξουσία, αυτός ο λόγος δεν στρογγυλεύεται απλά, αλλά μετατρέπεται σε λόγο της σοσιαλδημοκρατίας του «τρίτου δρόμου». Οι συνέπειες της κρίσης, από τη μια, και οι δεσμεύσεις για σεβασμό του ευρωνωσίτικου πλαισίου, από την άλλη, δημιουργούν την απαραίτητη πολιτική συνθήκη-άλλοθι για το «ρεαλισμό» και τη «σοβαρότητα» του ΣΥΡΙΖΑ του τελευταίου διμήνου, χαρακτηριστικά τα οποία εξαίρονται ακόμη και από τα πιο ορκισμένα «μνημονιακά» Μέσα. Μπορούμε να έχουμε τη βεβαιότητα, λοιπόν, για το ποια θα είναι η πρακτική πολιτική μιας αυριανής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Πέτρος Γιώτης