Η ιδεολογική και πολιτική σύγχυση διαπερνά τη «μνημονιακή» Ελλάδα της κρίσης και της «κινεζοποίησης», όμως τα στρατόπεδα είναι λίγο πολύ διαχωρισμένα. Από τη μια υπάρχει το πολιτικά κυρίαρχο στρατόπεδο των «μνημονιακών» που συγκυβερνούν. Από την άλλη υπάρχει ένα παρδαλό «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο, ηγετική δύναμη του οποίου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, η ιδεολογική γραμμή του οποίου συνίσταται στο αντιφατικό «μέσα στο ευρώ, έξω από το μνημόνιο». Mια γραμμή η μετάφραση της οποίας είναι «στο ευρώ με κάθε κόστος», όπως κατ’ επανάληψη μας έχει δοθεί η ευκαιρία να δείξουμε. Υπάρχουν όμως μικρότερες δυνάμεις, όπως το νεοσύστατο ως κόμμα «Σχέδιο Β» του Αλαβάνου, που συγκροτεί τον ιδεολογικοπολιτικό του λόγο γύρω από το σύνθημα «έξω από το ευρώ». Με ελαφρώς αριστερόστροφη διαφοροποίηση ακολουθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ ο Περισσός σηκώνει τις αντικαπιταλιστικές παντιέρες αντιπροτείνοντας τη «λαϊκή εξουσία και οικονομία» και κατηγορώντας τους υπόλοιπους για ρεφορμισμό.
Η γραμμή Αλαβάνου ξεκινά από το αυτονόητο, πως δεν είναι δυνατόν με τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται η συμμετοχή στην Ευρωζώνη και με τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο των δανειακών συμβάσεων, να ακολουθηθεί οποιαδήποτε άλλη πολιτική, πέραν αυτής που επιβάλλουν οι δανειστές. Δεν μας λέει, όμως, πώς είναι δυνατόν να συμβεί το αντίθετο στο πλαίσιο της ΕΕ, η οποία επίσης διέπεται από κανόνες και δεν είναι δυνατό να ανεχτεί μια χώρα να μην είναι συνεπής έναντι των δανειστών της, οι οποίοι είναι άλλες χώρες της ίδιας Ενωσης. Δεν νομίζουμε, όμως, ότι ο Αλαβάνος θα έχει οποιαδήποτε δυσκολία να πει «έξω και από την ΕΕ», αν αυτό απαιτήσει το εκλογικό του σχέδιο.
Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί, λοιπόν, είναι πως η πολιτική πρόταση Αλαβάνου αρχίζει και ολοκληρώνεται στο έδαφος του καπιταλισμού. Ο Αλαβάνος προσπαθεί να μας πείσει ότι κομβικό ζήτημα είναι αυτό του νομίσματος. Ετσι και υπάρξει επιστροφή στη δραχμή, θα λυθούν ως διά μαγείας όλα τα προβλήματα της καπιταλιστικής κρίσης, θα υπάρξει μια ορμητική ανάπτυξη και μέσα σε 100 μέρες (όπως χαρακτηριστικά λέει) η ανεργία σχεδόν θα μηδενιστεί. Πρόκειται για έναν καραμπινάτο ρεφορμισμό, που δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να προσαρμόζει στο σήμερα τα συνθήματα του ΠΑΣΟΚ της περιόδου πριν το 1981. Το ότι τα συνθήματα εκείνα (θυμόμαστε το «έξω από την ΕΟΚ – ειδική σχέση»;) οδήγησαν στην πλήρη αποδοχή της ενσωμάτωσης, όχι γιατί η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν είχε «την πολιτική βούληση», αλλά, αντίθετα, γιατί είχε την πολιτική βούληση να υπηρετήσει τον ελληνικό καπιταλισμό και να σεβαστεί το διεθνές ιμπεριαλιστικό στάτους. Ο Αλαβάνος δεν βαδίζει, βέβαια, προς την εξουσία, οπότε μπορεί άνετα να λέει ό,τι θέλει, όμως η πολιτική συνθηματολογία του λειτουργεί ως εφεδρεία του συστήματος, διότι είναι ρεφορμιστική και όχι επαναστατική.
Μήπως ισχύει, όμως, κάτι το διαφορετικό για την πολιτική συνθηματολογία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία λέει και έξω από την ΕΕ, και μονομερή διαγραφή του χρέους, και εθνικοποίηση των τραπεζών και εργατικό έλεγχο; Η πρώτη σκέψη που κάνει κάποιος είναι γιατί δεν θέτουν κατευθείαν το αίτημα του σοσιαλισμού, αλλά παρουσιάζουν ένα οιονεί μεταβατικό πρόγραμμα με τρία-τέσσερα αιτήματα αιχμής (από τα οποία απουσιάζει το κομβικό ζήτημα της εξουσίας); Αν η απάντηση είναι πως το αίτημα του σοσιαλισμού δεν είναι ώριμο στην κοινωνική συνείδηση, η απάντηση προκύπτει με τα ίδια αναλυτικά εργαλεία: και από πού προκύπτει ότι είναι ώριμα αυτά που τίθενται ως υποτιθέμενο μεταβατικό πρόγραμμα; ‘Η –για να το θέσουμε διαφορετικά– αν ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να βοηθήσει καίρια στην ωρίμανση της κοινωνικής συνείδησης, γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει (πιο καθοριστικά μάλιστα) ένα πρόγραμμα επαναστατικής ανατροπής και οικοδόμησης του κομμουνισμού;
Αν μιλάμε για μεταβατικό πρόγραμμα, τότε σημαίνει ότι αποδεχόμαστε ένα στάδιο πριν την κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού. Γιατί τα προγράμματα δεν είναι εργαλεία ζύμωσης, που υπηρετούν την τακτική. Τα προγράμματα περιγράφουν τον προορισμό, την κοινωνία που θέλουμε να οικοδομήσουμε. Το πλέον προκλητικό είναι πως αυτοί που ασκούν φαινομενικά αριστερίστικη κριτική στο πρόγραμμα που είχε επεξεργαστεί το επαναστατικό ΚΚΕ το 1934 (για «θεωρία των σταδίων» μιλούν, με περιφρονητικό τρόπο), προβάλλουν σήμερα ένα δεξιότατο αστικό-ρεφορμιστικό πρόγραμμα, στο όνομα της ανωριμότητας της κοινωνικής συνείδησης!
Θα το ξαναπούμε: τα προγράμματα δεν είναι εργαλεία ζύμωσης, που αλλάζουν ανάλογα με την τακτική. Τα προγράμματα προσδιορίζουν τον επιδιωκόμενο τελικό σκοπό, γι’ αυτό και λειτουργούν για μεγάλες χρονικές περιόδους. Τα εργαλεία ζύμωσης διαμορφώνονται ανάλογα με την τακτική και αποκρυσταλλώνονται σε συνθήματα. Οταν, δε, μιλάμε για μεταβατικά συνθήματα, αυτά δεν είναι συνθήματα ζύμωσης, αλλά κατά κανόνα συνθήματα δράσης. Οταν, ας πούμε, μιλάς για εργατικό έλεγχο, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως σύνθημα δράσης στο πλαίσιο μιας επαναστατικής κατάστασης, οδηγώντας την εργατική τάξη σε συνεχείς συγκρούσεις με την αστική εξουσία, με σκοπό να ωριμάσει η τελική έφοδος της προλεταριακής επανάστασης για την κατάκτηση της εξουσίας. Αλλιώς, ένα τέτοιο σύνθημα μετατρέπεται στο αντίθετό του, γίνεται εφεδρεία της αστικής πολιτικής.
Και για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, πρέπει να σημειώσουμε ότι όλες αυτές οι λαμπρές προτάσεις με τα ηχηρά συνθήματα δεν συγκροτούν παρά εκλογικά προγράμματα στο πλαίσιο της λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Πρόκειται, δηλαδή, για ό,τι πιο χυδαίο, πιο ρεφορμιστικό μπορεί να υπάρξει. Υποβιβάζοντας το ίδιο το επίπεδο της επαναστατικής ζύμωσης (στο όνομα της ανωριμότητας των μαζών), δημιουργούν ένα νέο ρεφορμιστικό υπόστρωμα, το οποίο έρχεται να λειτουργήσει ως εφεδρεία της αστικής εξουσίας.
Τα ίδια ισχύουν και για την πολιτική πρόταση του Περισσού, ο οποίος ασκεί σκληρή κριτική (από τ’ αριστερά) στις πολιτικές προτάσεις και του ΣΥΡΙΖΑ, και του Αλαβάνου, και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αρκετές από τις επισημάνσεις της πολεμικής του Περισσού είναι σωστές και είναι πραγματικά ταπεινωτικό για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να της κάνει πολεμική από τέτοιες θέσεις ο Περισσός. Από την άλλη, η περιβόητη «λαϊκή εξουσία – λαϊκή οικονομία» του Περισσού δεν είναι παρά ένα αριστερίστικης υφής προπαγανδιστικό περιτύλιγμα, γεμάτο σκόπιμη ασάφεια και θολούρα, το οποίο κρύβει τη δεξιά αντεπαναστατική γραμμή που ακολουθεί αυτό το κόμμα. Επρεπε να βρουν κάτι για να τη βγαίνουν από τ’ αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ και στους υπόλοιπους και να μπορούν να καλύπτουν τη νομιμοφροσύνη τους έναντι του αστικού καθεστώτος και της θεσμικής νομιμότητάς του.
Απέναντι σ’ αυτόν τον νέο ρεφορμισμό, που σπεκουλάρει με την ιδεολογική και πολιτική ανωριμότητα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων μαζών, πρέπει να σταθεί ένα πρόγραμμα επαναστατικής ανατροπής και οικοδόμησης του κομμουνισμού, ικανό να συσπειρώσει πολιτικά καταρχάς την εργατική πρωτοπορία, που είναι καθήκον εκ των ων ουκ άνευ.
Πέτρος Γιώτης