Μια από τις αγαπημένες μεθόδους εξαπάτησης που χρησιμοποιούν οι αστοί πολιτικοί και πολιτικολογούντες είναι να απομονώνουν τα γεγονότα από το «περιβάλλον» τους, από τα «πριν» και τα «μετά» τους, να εστιάζουν σε μια πλευρά τους μόνο και οικοδομώντας πάνω στη μονομέρεια να οδηγούν τον ακροατή ή αναγνώστη τους στο συμπέρασμα που αυτοί θέλουν. Αυτή τη μέθοδο τη βλέπουμε να εφαρμόζεται και πάλι στην ανάλυση και την παρουσίαση των γεγονότων που σχετίζονται με την πολεμική σύγκρουση που εκτυλίσσεται εδώ και τρεις εβδομάδες στο Λίβανο.
Ο πόλεμος παρουσιάζεται σαν το απόλυτο κακό, που πρέπει πάση θυσία να σταματήσει. Και επειδή ο πόλεμος είναι το απόλυτο κακό, όλες οι δυνάμεις που συμμετέχουν σ’ αυτόν εξισώνονται. Το δίκαιο ή το άδικο της κάθε πλευράς παραμερίζεται, θεωρείται δευτερεύον στοιχείο. Κυρίαρχο είναι η κακότητα του πολέμου, το αίμα που χύνεται, οι καταστροφές που προκαλούνται.
Περιττεύει, βέβαια, να πούμε ότι η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς ανιστόρητη και υποκριτική. Οι ίδιοι οι αστοί σε άλλες περιπτώσεις εξυμνούν πολέμους που σχετίζονται με την εθνική υπόσταση των κρατών που διευθύνουν ή ανήκουν. Δεν υπάρχει αστικό κράτος που να μην επαίρεται και να μη γιορτάζει τουλάχιστον έναν πόλεμο. Εναν πόλεμο ανεξαρτησίας κατά κανόνα ή απόκρουσης ξένης εισβολής. Σ’ αυτό τον πόλεμο, άραγε, δεν χύθηκε αίμα; Ορισμένες φορές, μάλιστα, ο πόλεμος της ανεξαρτησίας που γιορτάζουν ήταν επιθετικός πόλεμος από τη μεριά τους. Το κλασικότερο ίσως παράδειγμα είναι η μεγάλη ετήσια γιορτή του αμερικανικού κράτους για τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, που ήταν ένας επιθετικός πόλεμος του νεαρού αμερικανικού έθνους ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατία. Οι Αμερικανοί προφανώς είχαν ιστορικό δικαίωμα να διεξάγουν έναν πόλεμο ανεξαρτησίας, ενώ οι Παλαιστίνιοι είναι ιστορικά καταδικασμένοι να ζουν υπό τη μπότα του Ισραήλ, ενός κράτους που δεν ξεπήδησε από κανένα πόλεμο ανεξαρτησίας, αλλά φυτεύτηκε στην καρδιά της Παλαιστίνης μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Από την άλλη, η ειρήνη παρουσιάζεται σαν το απόλυτο καλό. Για την ειρήνη πρέπει να καταβληθεί κάθε τίμημα. Οποιος δε συμφωνεί μ’ αυτό, πρέπει να τσακιστεί, πρέπει να υποχρεωθεί να συμφωνήσει, ανεξάρτητα από το αν στον πόλεμο υπερασπίζεται μια δίκαιη υπόθεση. Εδώ έχουμε διαβαθμίσεις στην προσέγγιση. Για παράδειγμα, ο Μπους, ο Μπλερ και η πλειοψηφία των ευρωπαίων ηγετών έχουν ήδη συμφωνήσει ότι καλώς δεν δέχεται ειρήνη το Ισραήλ, γιατί ασκεί νόμιμο δικαίωμα κρατικής άμυνας. Προσφέρουν έτσι στο Ισραήλ το χρόνο που ζήτησε για να κερδίσει τον πόλεμο, ισοπεδώνοντας το Λίβανο (το ότι δεν τα καταφέρνει μέχρι στιγμής να νικήσει είναι άλλης τάξης ζήτημα, που σχετίζεται με τον παράγοντα Αντίσταση, τον οποίο υποτίμησαν οι αλαζόνες σιωνιστές στρατηγοί). Υπάρχει και μια άλλη μερίδα, μειοψηφική, η οποία αναγνωρίζει μεν το δίκαιο του Ισραήλ, θεωρεί όμως πως πρέπει να υπάρξει άμεση κατάπαυση του πυρός και διεθνής παρέμβαση, γιατί το μείζον είναι να σταματήσει ο πόλεμος.
Τέλος, υπάρχει ένας τρίτος πόλος -αν μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι- έξω από τις ηγεσίες των ιμπεριαλιστικών κρατών. Ενας πόλος ετερόκλητος, παρδαλός, χωρίς καμιά ιδεολογική ή πολιτική συνοχή, συνωθούμενος στον κοινό παρονομαστή του πασιφισμού. Ενας πόλος που ξεκινά από τη φρίκη του πολέμου, για να προτείνει ειρήνη χωρίς όρους και με κάθε τίμημα. Πέρα από προθέσεις (που σε αρκετές περιπτώσεις είναι αγνές), ο πόλος αυτός δρα εκ των πραγμάτων ως εφεδρεία του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πασιφισμός δεν είναι απλά μια αναποτελεσματική πολιτική, αλλά κάτι χειρότερο: είναι πολιτική στήριξης των Σιωνιστών και των ιμπεριαλιστών προστατών τους.
Πριν το ξέσπασμα του πολέμου ενάντια στο Ιράκ, ένα ογκωδέστατο φιλειρηνικό κίνημα αναπτύχθηκε σε όλο τον κόσμο. Ενα κίνημα στο οποίο κυρίαρχη ήταν η πασιφιστική τάση. Η τάση που αρνιόταν να δει τα βαθύτερα αίτια που έσπρωχναν στην ιμπεριαλιστική επίθεση και την καθιστούσαν αναπόφευκτη και έτρεφε αυταπάτες ότι οι διαδηλώσεις (και μάλιστα διαδηλώσεις ειρηνικές, μη βίαιες, χωρίς καν ακτιβιστικές ενέργειες) θα μπορούσαν να αποτρέψουν τον πόλεμο. Η πραγματικότητα, βέβαια, συνέτριψε αυτές τις αυταπάτες, όμως οι φορείς τους δεν συνετίστηκαν. Απλώς, κατέγραψαν μια ήττα στο παθητικό τους και στη συνέχεια αποσύρθηκαν από το προσκήνιο, αφήνοντας την Ιρακινή Αντίσταση, που στο μεταξύ αναπτύχθηκε, χωρίς αλληλεγγύη. Παρά τις εμφανείς αδυναμίες του, εκείνο το κίνημα δεν ήταν ένα αντιδραστικό κίνημα. Τον πόλεμο δεν υπήρχε περίπτωση να τον αποτρέψει, μπορούσε όμως να καθυστερήσει το ξέσπασμά του (τελικά ούτε αυτό το κατάφερε).
Αν τότε ο πασιφισμός μπορούσε να γίνει ανεκτός, επειδή βρισκόμασταν στη φάση προετοιμασίας μιας ιμπεριαλιστικής επίθεσης, σήμερα δε μπορεί. Σήμερα ο πασιφισμός είναι εχθρικός για τις απελευθερωτικές δυνάμεις, αποτελεί -όπως προείπαμε- εφεδρεία των Σιωνιστών και των ιμπεριαλιστών.
Καταρχάς, δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με τη φάση προετοιμασίας ενός πολέμου, ούτε με ένα νέο πόλεμο. Εχουμε να κάνουμε με ένα νέο επεισόδιο ενός πολέμου που διανύει την έκτη δεκαετία του. Ας μη κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. «Πέτρα του σκανδάλου» είναι η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το οποίο από την ίδρυσή του έχει καταδικάσει τους Παλαιστίνιους στον εθνικό εξανδραποδισμό και εφαρμόζει μια πολιτική γενοκτονίας σε βάρος τους. Αν το Ισραήλ παρέμενε στα σύνορα του 1948, αν αναγνώριζε στον Παλαιστινιακό λαό το δικαίωμα να ιδρύσει το δικό του ανεξάρτητο κράτος, αν επέτρεπε την επιστροφή των προσφύγων (μιλάμε για περίπου ένα εκατομμύριο ψυχές), αν ακολουθούσε πολιτική καλής γειτονίας στην περιοχή, αν δεν λειτουργούσε σαν κράτος χωροφύλακας των ιμπεριαλιστών, δεν θα είχαμε ούτε το σημερινό πόλεμο, ούτε αυτούς που προηγήθηκαν. Και οι Παλαιστίνιοι θα δέχονταν την πραγματικότητα του κράτους του Ισραήλ, έξι δεκαετίες μετά την ίδρυσή του. Ομως, είναι η πολιτική αυτού του κράτους που δεν τους επιτρέπει να αποδεχτούν την ύπαρξή του και καλά κάνουν.
Υπήρξαν ιστορικές στιγμές που ο Παλαιστινιακός λαός δέχτηκε μια ταπεινωτική γι’ αυτόν ειρήνη. Ηταν η «ειρήνη των γενναίων» με τις συμφωνίες του Οσλο, που δημιουργούσαν ένα οιονεί παλαιστινιακό κράτος. Ακόμα και αυτές οι συμφωνίες δεν τηρήθηκαν από τους Σιωνιστές. Αχόρταγοι και επιθετικοί, συνέχισαν να εποικίζουν την καλύτερη παλαιστινιακή γη, συνέχισαν να κλέβουν το νερό, να γκρεμίζουν τα σπίτια και να ξεριζώνουν τα δέντρα, συνέχισαν να εξευτελίζουν τους Παλαιστίνιους εργαζόμενους στα check points. Στη διάρκεια της ειρήνης αυτοί συνέχισαν το μονομερή πόλεμό τους ενάντια στον Παλαιστινιακό λαό. Η βεβήλωση του ιερού για όλο τον μουσουλμανικό κόσμο τεμένους του Αλ-Ακσα στην Ιερουσαλήμ (την Αλ-Κουντς των Αράβων) ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και προκάλεσε την έκρηξη της δεύτερης Ιντιφάντα. Της άοπλης εξέγερσης της Παλαιστινιακής νεολαίας ενάντια στον πάνοπλο κατακτητή. Ποτάμι έρευσε και πάλι το παλαιστινιακό αίμα. Και έκτοτε δε σταμάτησε να ρέει.
Το τίμημα της ειρήνης ήταν βαρύτερο απ’ αυτό του πολέμου. Γι’ αυτό και η Ιντιφάντα αναπόφευκτα άρχισε να εμπλουτίζεται με μορφές βίας. Επιθέσεις αυτοκτονίας στην καρδιά του Ισραήλ, οργάνωση ένοπλων ομάδων στα κατεχόμενα, κατασκευή αυτοσχέδιων εκτοξευτήρων ρουκετών. Ηταν ο πόλεμος της ανεξαρτησίας ως απάντηση στο μονομερή πόλεμο της κατοχής, που είχε βαφτιστεί ειρήνη.
Στο μεταξύ, στην Παλαιστίνη έγιναν πολιτικές ανακατατάξεις. Οι οργανώσεις που ανδρώθηκαν στη διάρκεια της Ιντιφάντα, με πρώτη τη Χαμάς, έγιναν πολιτικά κυρίαρχες, κέρδισαν τις εκλογές. Και στο Λίβανο, που από πολλές απόψεις αποτελεί προέκταση της Παλαιστίνης, ανδρώθηκε η Χεζμπολά, η οργάνωση που με τον αγώνα της και το αίμα των μαχητών της κατάφερε να διώξει τους Σιωνιστές από το Νότο της χώρας (κράτησαν μόνο τα αγροκτήματα Σεμπάα). Οι Σιωνιστές όχι μόνο δεν αποδέχτηκαν αυτή τη νέα πολιτική πραγματικότητα, αλλά ενέτειναν το μονομερή τους πόλεμο ενάντια στους Παλαιστίνιους. Δολοφόνησαν ηγετικά στελέχη και μαχητές των οργανώσεων της Αντίστασης (ποιος ξεχνά την εν ψυχρώ δολοφονία του παραπληγικού σεΐχη Αχμέντ Γιασίν, πνευματικού ηγέτη της Χαμάς, την ώρα που πήγαινε στο τζαμί για να προσευχηθεί;), δολοφόνησαν γυναίκες και παιδιά, έχτισαν το τείχος του αίσχους, συνέχισαν να γεμίζουν τις φυλακές ακόμα και με γυναικόπαιδα.
Σ’ αυτή την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα μονομερούς πολέμου, απάντησαν οι οργανώσεις της Παλαιστινιακής Αντίστασης, με τη στρατιωτική επιχείρηση από την οποία αποκόμισαν ένα ισραηλινό στρατιώτη αιχμάλωτο. Κι όταν οι Σιωνιστές έζωσαν τη Γάζα και συνέχισαν με τεράστια ένταση το δολοφονικό έργο που ουδέποτε είχαν σταματήσει, μπήκε στο «παιχνίδι» η Χεζμπολά, σε μια επίδειξη μαχητικής αλληλεγγύης που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε.
Δεν υπάρχει πιο άδικο πράγμα, λοιπόν, από το να μιλάς σ’ αυτές τις συνθήκες για ειρήνη. Ας μη παίζουμε με τις λέξεις. Ποιος δε θέλει την ειρήνη; Λέτε να μη τη θέλει ο μαχητής της Χαμάς ή αυτός της Χεζμπολά; Αυτοί κανέναν δεν αδίκησαν. Το δίκιο τους ζητούν, το δικαίωμα να ζήσουν με αξιοπρέπεια στη δική τους πατρίδα και όχι κατακτημένοι και με σκυμένο το κεφάλι. Υπό τις παρούσες συνθήκες, ειρήνη σημαίνει ενίσχυση του ρόλου των Σιωνιστών στην περιοχή. Ειρήνη χωρίς την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ (με διάλυση όλων των εβραϊκών εποικισμών, φυσικά), ειρήνη χωρίς επιστροφή των εδαφών που έχει αρπάξει το Ισραήλ από Λίβανο και Συρία, ειρήνη χωρίς επιστροφή των παλαιστίνιων προσφύγων στις εστίες τους, θα είναι μια άδικη ειρήνη. Και βέβαια, ουδείς πλην του ίδιου του λιβανέζικου λαού δικαιούται να αποφασίσει ποιοι θα φέρουν όπλα στη χώρα αυτή και ποιοι θα πρέπει να αφοπλιστούν. Η Χεζμπολά τα όπλα τα κέρδισε στα πεδία των μαχών, τα πλήρωσε με το αίμα των μαχητών της. Κινήματα που παραδίνουν τα όπλα του αγώνα, αφήνοντας πάνοπλο τον εχθρό, είναι καταδικασμένα να πληρώσουν το βαρύτερο φόρο αίματος (βλέπε και την τύχη του δικού μας ΕΑΜ-ΕΛΑΣ το 1945).
Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη, φωνάζουν οι Παλαιστίνιοι εδώ και χρόνια. Είναι το απόσταγμα της εμπειρίας από την «ειρήνη των γενναίων». Οταν ξεσπά ένας πόλεμος, άδικος-κατακτητικός από τη μια πλευρά, δίκαιος-απελευθερωτικός από την άλλη, όποιος μιλά για ειρήνη δουλεύει (το αν το συνειδητοποιεί ή όχι είναι αδιάφορο) για εκείνον που έχει τη δύναμη και την υπεροπλία. Δουλεύει για το άδικο. Το δίκιο επιβάλλει να στηριχτεί εκείνη η πλευρά που διεξάγει τον απελευθερωτικό πόλεμο.
Πέτρος Γιώτης