Αν το μεκεδονικό έθνος και η μακεδονική γλώσσα είναι «τεχνητά κατασκευάσματα του Στάλιν και του Τίτο», τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι το 1926, στη διάρκεια της σύντομης αστικοδημοκρατικής του άνοιξης, το ελληνικό κράτος κυκλοφόρησε αλφαβητάριο της μακεδονικής γλώσσας, το Abecedar; Κυκλοφόρησε αλφαβητάριο μιας «τεχνητής γλώσσας» που κατασκευάστηκε 20 χρόνια αργότερα; Ξέρετε ποια ήταν η τύχη αυτής της πρώτης (και μοναδικής) προσπάθειας να δοθεί στους Σλαβομακεδόνες η δυνατότητα να διασώσουν και να αναπτύξουν την εθνική τους γλώσσα; Το Abecedar αποσύρθηκε, ύστερα από διαμαρτυρίες των Βασιλείων της Σερβίας και της Βουλγαρίας, επειδή δεν ήταν γραμμένο στο κυριλλικό αλφάβητο. Βλέπετε, εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο φόρτε της η προσπάθεια βίαιου εκσερβισμού και εκβουλγαρισμού των Μακεδόνων που κατοικούσαν στη Σερβία και τη Βουλγαρία.
Στη Βουλγαρία, ο βίαιος εκβουλγαρισμός σταμάτησε το 1945 από τη λαϊκοδημοκρατική κυβέρνηση του Γκιόργκι Ντιμιτρόφ, που αναγνώρισε τα εθνικά δικαιώματα των Μακεδόνων του Πιρίν. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, όμως, η κλίκα του Τοντόρ Ζίβκοφ επανήλθε στην προπολεμική κομιτατζίδικη πολιτική, η οποία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Οι Μακεδόνες θεωρούνται Βούλγαροι, οι οποίοι διαφέρουν από τους υπόλοιπους Βουλγάρους ως προς το ποιο θρησκευτικό κέντρο αναγνωρίζουν (εξαρχικοί ή πατριαρχικοί)!
Στη Γιουγκοσλαβία, παρά τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως συστατικού τμήματος της Ομοσπονδίας, οι Σλαβομακεδόνες δέχονταν συνεχώς την πίεση του μεγαλοσέρβικου εθνικισμού, που στην ουσία ουδέποτε παραιτήθηκε από την ιδέα ότι πρόκειται για σερβικό φύλο. Εκείνοι, όμως, που δέχτηκαν άγρια καταπίεση ήταν οι προερχόμενοι από την Ελλάδα Σλαβομακεδόνες, που παρέμειναν στη Γιουγκοσλάβικη Μακεδονία ως πολιτικοί πρόσφυγες, λόγω των δεσμών τους με το ΚΚΕ και της θέσης που πήραν όταν ο Τίτο καταγγέλθηκε από το ΚΚΣΕ και την Κομινφόρμ. Ο Τίτο από τη διάρκεια της κατοχής ακόμα είχε προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το Μακεδονικό ως εργαλείο για τις σερβικές βλέψεις προς τη Θεσσαλονίκη και την ελληνική Μακεδονία. Οταν, όμως, τα βρήκε με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης και υπέγραψε στο Μπριόνι το «Τριμερές Σύμφωνο για την οργάνωση της Ασφάλειας και της Αμυνας της Βαλκανικής», δε δίστασε να πουλήσει τους Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας, οι οποίοι την ίδια περίοδο υφίσταντο τον πιο άγριο εθνικό διωγμό. Πολλά θα μπορούσαμε να γράψουμε για τους διωγμούς που υπέστησαν οι προερχόμενοι από την Ελλάδα Μακεδόνες στην τιτική Γιουγκοσλαβία, όμως εκείνο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι ο διωγμός που υπέστησαν οι Σλαβομακεδόνες στην Ελλάδα.
Σε 100.000 περίπου υπολογίζονταν οι Σλαβομακεδόνες στο κομμάτι εκείνο της Μακεδονίας που προσαρτήθηκε στην ελληνική επικράτεια, μετά τις ανταλλαγές των πληθυσμών που ακολούθησαν τους βαλκανικούς πολέμους. Πόσοι έχουν απομείνει σήμερα σε μερικούς νομούς της Δυτικής Μακεδονίας; Δε γνωρίζουμε ακριβή αριθμό, πάντως είναι πάρα πολύ λιγότεροι από εκείνους τους 100.000 που η βαλκανική μοιρασιά έφερε στο ελληνικό κράτος.
Η δικτατορία του Μεταξά (1936-41) απογείωσε τον εθνικό διωγμό και το βίαιο εξελληνισμό των Σλαβομακεδόνων. Εξαπέλυσε ένα τεράστιας έκτασης πογκρόμ εναντίον τους, με μαζικές εξορίες και φυλακίσεις, με βαριά διοικητικά πρόστιμα, απαγορεύοντάς τους, με την απειλή βαριών ποινών, ακόμη και να μιλούν δημόσια τη γλώσσα τους. Για το ελληνικό κράτος οι Σλαβομακεδόνες ήταν «Ελληνες εκσλαβισθέντες με αθέμιτα μέσα από τη Βουλγαρική Εξαρχία», που έπρεπε να επανέλθουν στη «μεγάλη ελληνική οικογένεια». Χρόνια αργότερα, ασκώντας κριτική στη βιαιότητα της πολιτικής του ελληνικού κράτους (με τον ίδιο τρόπο που την τελευταία εικοσαετία έχει ασκηθεί κριτική για την πολιτική έναντι της τουρκικής μειονότητας της Θράκης), την οποία θεωρούσε αναποτελεσματική, ο ειδικός μελετητής Λ. Μπατρινός έγραφε: «Εγλύτωσαν οι κάτοικοι από τους Τούρκους Ζαπτιέδες -χωροφύλακας – οι οποίοι τους απεκάλουν “γκιαούρηδες” και περιέπεσαν εις τους Ελληνας εκείνους χωροφύλακας, τους χαρακτηριζόμενους ως “στραβόξυλα” και αποστελλόμενους εκεί προς σωφρονισμόν, ωσάν τα μέρη εκείνα να ήσαν “Λόχος Καλπακίου”, οι οποίοι τους απεκάλουν από το πρωί έως το βράδυ “Βουλγάρους”. Μέχρι προ ολίγων ετών ακόμη εις τον πίνακα του Υπουργείου Δικαιοσύνης τα Πρωτοδικεία των περιφερειών εκείνων εθεωρούντο “δυσμενή” και αντί να τοποθετούνται εις αυτά οι αριστείς των Δικαστών και να θεωρείται η υπηρεσία των τιμητική, εστέλλοντο Δικασταί, τινές των οποίων απέπεμπον τους μη γνωρίζοντας καλώς την ελληνικήν μάρτυρας, αποκαλούντες αυτούς “Βουλγάρους”. Αντί διδασκάλων Εθναποστόλων ετοποθετούντο εις τας αείποτε κενάς θέσεις των σχολείων εκείνων διάφορα ευνοούμενοι οι οποίοι ουδέποτε μετέβαινον εις την εξορίαν αυτήν αποσπώμενοι εις αλλάς θέσεις, αλλά και αν μετέβαινον, ουδέποτε έδειξαν πραγματικήν στοργήν δια τους μικρούς μαθητάς των οι οποίοι είχον το ατύχημα να μην έχουν μητρικήν γλώσσαν την Ελληνικήν. Και τοιουτοτρόπως όλοι αυτοί, όλοι μας, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου, κατά το μέτρον των υποχρεώσεών των ως Ελλήνων έκαστος, δεν έπραξε το καθήκον του δια να αποσοβήση το σκότιον έργον των πρακτόρων του Σλαβιομού» («Το Βήμα», 26.9.1950).
Μόνο το ΚΚΕ στάθηκε στο πλευρό των Σλαβομακεδόνων και υπερασπίστηκε τα εθνικά τους δικαιώματα, ακολουθώντας μια ταξική-διεθνιστική γραμμή. Γι’ αυτό και οι Σλαβομακεδόνες (εργαζόμενοι, φτωχοί αγρότες, μικροαστοί) βγήκαν μαζικά και στον απελευθερωτικό αγώνα στη διάρκεια της ναζιφασιστικής κατοχής και στον αγώνα του ΔΣΕ το 1946-49. Η μαζική συμμετοχή τους σ’ αυτούς τους αγώνες, στο πλευρό των κομμουνιστών, απετέλεσε την αφορμή για ένα νέο κύμα μαζικών διωγμών από το μετεμφυλιακό μοναρχοφασιστικό κράτος. Δεν είναι μόνο οι 35.000 τουλάχιστον Σλαβομακεδόνες που κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ. Την περίοδο αυτή, οι άγριοι διωγμοί, η εξαθλίωση και η πείνα αναγκάζουν χιλιάδες να καταφύγουν ως μετανάστες στα σκλαβοπάζαρα των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, του Καναδά κ.α. και άλλους τόσους να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να καταφύγουν σ’ άλλες περιοχές της Ελλάδας για να γλιτώσουν. Το σχέδιο που μπήκε σε εφαρμογή αποσκοπούσε στο ξεπάτωμα των «ντόπιων» από τις πατρογονικές τους εστίες. Εγραφε η «Νέα Αλήθεια” στις 12.5.1952): «Υπάρχει επεξεργασμένο σχέδιο που το χαιρετίζουμε μ’ όλη την καρδιά μας. Οι σλαβομακεδόνες πρέπει να το καταλάβουν ότι αν επιθυμούν να ζήσουν στην Ελλάδα πρέπει να μετακινηθούν στα νότια και στις δικές τους περιοχές να μεταφερθούν Ελληνες από το νότο… Δεν μπορούν να κρατούν τις πιο απομακρυσμένες θέσεις της ασφάλειας της Ελλάδας».
Το «Βήμα» την ίδια περίοδο (24.2.1953) δίνει περισσότερες πληροφορίες: «Εξαιρετικής σημασίας σύσκεψις έλαβε χώραν εις τα γραφεία του Γ’ Σώματος Στρατού εις την οποίαν έλαβε μέρος και ο υπουργός Βορείου Ελλάδος κ. Στράτος και κατά την οποίαν εξητάσθη το θέμα του επαναπατρισμού των παραμεθορίων πληθυσμών, το οποίον η Κυβέρνησις θεωρεί ζωτικόν… Επειδή ως πρωταρχικόν τίθεται το ζήτημα της ασφαλείας, επροτάθη όπως κατ’ αρχήν εις τα νεοανοικοδομηθησόμενα χωρία επανέλθουν οι πρώην κάτοικοι συμπτυσσομένων χωρίων, αλλά εκ τούτων μόνον οι εγνωσμένων εθνικών φρονημάτων. Εάν δε ορισμένων περιοχών οι κάτοικοι είναι αντεθνικών φρονημάτων εις ταύτην θέλουν εγκατασταθεί εθνικόφρονες ετέρων περιοχών. Εξυπακούεται ότι εις το έργον ανοικοδομήσεως των παραμεθορίων και του επαναπατρισμού θα συμβάλλουν όλως ιδιαιτέρως και οι στρατιωτικοί αρχαί διότι πρόκειται περί ζητημάτων ασφαλείας, αλλά και διότι πρόκειται να αποκατασταθούν γεωργικώς πολλοί έφεδροι».
Τον Αύγουστο του 1953 ψηφίζεται ο νόμος 2536/53. Ο στόχος του δηλώνεται στην εισηγητική έκθεση: «…και αφ’ ετέρου όπως επανεποικισθώσιν οι ανωτέρω εγκαταλειφθείσαι περιοχαί διά νέων εποίκων, εμφορουμένων με υγιά Εθνικήν συνείδησιν». Ο νόμος 2536/53 αντιμετωπίζει με πρωτοφανή βαρβαρότητα τους Σλαβομακεδόνες και τις οικογένειές τους (και όχι μόνο τις οικογένειες των πολιτικών προσφύγων). Δίνει το δικαίωμα στο ελληνικό αστικό κράτος να αρπάξει τις περιουσίες τους και να τις διανείμει σε «εθνικόφρονες» και σε απόστρατους χωροφύλακες και καραβανάδες. Δημεύονται οι περιουσίες όχι μόνο των πολιτικών προσφύγων, αλλά και εκείνων που είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Παράλληλα, αποσκοπεί στην ολοκλήρωση του οριστικού ξεριζωμού από τα πατρικά χώματα όσων δεν προσκυνήσουν. Σύμφωνα με το άρθρο 6, ακίνητα που ανήκουν σε πρόσωπα που διέφυγαν παράνομα στο εξωτερικό θεωρούνται εγκαταλειμμένα, ακόμη κι αν τα διαχειρίζονται συγγενείς, αντιπρόσωποι ή μισθωτές. Μετά την παρέλευση τριών χρόνων από τον εκπατρισμό του ιδιοκτήτη, ο τελευταίος χάνει κάθε δικαίωμα στα ακίνητα αυτά, τα οποία περνούν στην κυριότητα του Δημοσίου. Ακόμη και σε περίπτωση που εμφανιστεί ο ιδιοκτήτης, δεν ανακτά κανένα δικαίωμα σ’ αυτά. Ούτε κάποιος τρίτος (συγγενής ή αντιπρόσωπος), που κατέχει ή καρπώνεται το ακίνητο, έχει δικαίωμα να ζητήσει ένδικη ή άλλη προστασία από τη δήμευση. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν και στην περίπτωση που τα ακίνητα έχουν περάσει στην κυριότητα των κληρονόμων του ιδιοκτήτη!
Στο στόχαστρο του νόμου βρίσκεται όχι μόνο ο πολιτικός πρόσφυγας ή ο μετανάστης, αλλά και η οικογένεια του, που έμεινε στην Ελλάδα, αφού το κράτος δημεύει την περιουσία του όχι μόνο στην περίπτωση που τη διαχειρίζεται η οικογένειά του, αλλά ακόμη κι αν έχει μεταβιβαστεί στους κληρονόμους του. Ταυτόχρονα, τους αφαιρεί κάθε δικαίωμα να υπερασπίσουν την ιδιοκτησία τους ή να διεκδικήσουν με οποιονδήποτε τρόπο την επανάκτησή της στο μέλλον. Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση του ίδιου του αστικού συντάγματος, του «ιερού και απαραβίαστου»της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή ήταν και η άποψη της αντιπολίτευσης κατά τη συζήτηση του νόμου στη Βουλή, παρόλο που συμφωνούσε με τους στόχους του.
«Ελεος» επιδεικνύεται μόνο για γυναίκες και παιδιά που θα προσκυνήσουν και θα εξελληνιστούν: «Η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων δύναται κατά την κρίσιν της να αποκαταστήση τους παρόντας σύζυγον και κατιόντας του ιδιοκτήτου ή κληρούχου εις τα παρά τούτων εγκαταληφθέντα ακίνητα και εις έκτασιν μη υπερβαίνουσα τον τοπικώς καθορισθέντα ή νυν καθοριζόμενον υπ’ αυτής γεωργικόν κλήρον. Η απόφασις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων θα είναι απολύτως άκυρος εάν δεν μνημονεύεται εν αυτή διά τα αποκαθιστάμενα πρόσωπα, βεβαίωσις του Γενικού Επιτελείου Στρατού ή της υπ’ αυτού εξουσιοδοτημένης Στρατιωτικής ή Αστυνομικής Αρχής ότι δεν υπάρχει δια την αποκατάστασιν τούτων αντίρρησις υπαγορευόμενη εκ λόγων εθνικής του τόπου ασφαλείας».
Ποιοι εγκαθίστανται στις περιουσίες των διωκόμενων Σλαβομακεδόνων; Το μοναρχοφασιστικό σκυλολόι. «Αποκαθίστανται εις τας άνω περιοχάς επί εγκαταλελειμμένων κλήρων και ιδιοκτησιών και απόστρατοι οπλίται, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί ιης Χωροφυλακής και του Στρατού, ως επίσης θύματα και ανάπηροι πολέμου των αυτών ή και άλλων περιοχών, προερχόμενοι εξ αγροτικών οικογενειών, ανεξαρτήτως ακτημοσύνης, σημερινής ιδιότητας αγρότου και ποσού λαμβανομένης συντάξεως». Ολοι αυτοί «δικαιούνται στεγάσεως εις τον τόπον της εγκαταστάσεως των εις παλαιά οικήματα επισκευαζόμενα ή νέα ανεγειρόμενα, επιμελεία και δαπάναις της αρμοδίας Υπηρεσίας, πλήρους γεωργικού εξοπλισμού και εξόδων διατροφής αυτών και των οικογενειών των μέχρι της πρώτης συγκομιδής της ιδίας αυτών εσοδείας. Η μετακίνησις των εξ άλλων περιφερειών προερχομένων ενεργείται δαπάναις του Κράτους και επιμέλεια της Αγροτικής Τραπέζης».
Μπορούμε, λοιπόν, να καταλάβουμε γιατί απέμειναν τόσο λίγοι Σλαβομακεδόνες στις πατρογονικές εστίες τους και γιατί ακόμη και σήμερα το ελληνικό αστικό κράτος και το πολιτικό του προσωπικό αρνείται να τους αναγνωρίσει τα εθνικά τους δικαιώματα ως μειονότητας, μολονότι κανένα αποσχιστικό κίνδυνο δε μπορεί να επικαλεστεί, αφού πρόκειται για μια μικρή μειονότητα διασκορπισμένη μέσα σ’ ένα συμπαγή ελληνικό πληθυσμό.
ΥΓ: Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στα δυο αυτά άρθρα πάρθηκαν από μια παλαιότερη μπροσούρα της ΣΑΚΕ με τίτλο «Η αλήθεια για τους Σλαβομακεδόνες – Ο πολύχρονος ανελέητος διωγμός ενός λαού».
Πέτρος Γιώτης