«Προχωράμε. Επιβάλλουμε τη νομιμότητα. Στη ΔΕΘ θα πάμε με άξονα τη δίκαιη ανάπτυξη και το κοινωνικό κράτος». Αυτά φέρεται να είπε ο Τσίπρας στους υπουργούς που μάζεψε σε άτυπη σύσκεψη στο μέγαρο Μαξίμου την περασμένη Τρίτη, σύμφωνα με τη «διαρροή» που έκανε το επιτελείο προπαγάνδας των Τσιπραίων.
Θα αποφύγουμε τον πειρασμό μιας σύγκρισης με το περιβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που είχε εκφωνηθεί από τον Τσίπρα πριν από δυο χρόνια. Ακόμα και εκείνο το -κατά γενική ομολογία- συντηρητικό πρόγραμμα δεν εφαρμόστηκε. Ούτε καν στο φιλανθρωπικό του σκέλος. Ετσι, ο Τσίπρας θα επαναλάβει και φέτος τα ίδια και τα ίδια, βαφτίζοντας κοινωνικό πρόγραμμα κάποια φιλανθρωπικού τύπου ισχνά επιδόματα σε εκείνους που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης (επίδομα σίτισης, στέγασης κτλ.), τα οποία χρηματοδοτούνται από σχετικά προγράμματα της ΕΕ.
Είναι πρόκληση αυτή η φιλανθρωπία να βαφτίζεται «κοινωνικό κράτος», όμως θα το ξεπεράσουμε κι αυτό, για να σταθούμε στο νεολογισμό «δίκαιη ανάπτυξη», που καθιέρωσαν οι συριζαίοι αφότου αποδέχτηκαν πλήρως («ενστερνίστηκαν» ή «υιοθέτησαν», όπως αναφέρεται στα σχετικά κείμενα) την πολιτική των Μνημονίων και προσέθεσαν ένα τρίτο Μνημόνιο στα δύο προηγούμενα. Θυμίζουμε ότι μέχρι να καθιερώσουν αυτό το νεολογισμό, μιλούσαν για ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία θα είχε ως κορμό της το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (σύμφωνα με το αφήγημά τους, το ΠΔΕ θα είχε άφθονα κονδύλια, διότι θα γινόταν διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και αποπληρωμή του υπόλοιπου με περίοδο χάριτος και ρήτρα ανάπτυξης – να μην τα ξεχνάμε αυτά), το οποίο θα καθόριζε και την κατεύθυνση στην οποία θα κινούνταν επενδυτικά ο ιδιωτικός καπιταλιστικός τομέας, ενώ θα αναπτυσσόταν και ένας «κοινωνικός τομέας» της οικονομίας, που θα χρηματοδοτούνταν αφειδώς από μια νέα αναπτυξιακή τράπεζα που θα δημιουργούσε η κυβέρνηση της Αριστεράς, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου των λεγόμενων συστημικών τραπεζών βρισκόταν ήδη στα χέρια του κράτους, λόγω της πρώτης ανακεφαλαιοποίησης.
Επειδή αυτό το σχέδιο (επί χάρτου) πετάχτηκε στα σκουπίδια, όπως αναμενόταν ότι θα γίνει, κατασκεύασαν το ιδεολόγημα της «δίκαιης ανάπτυξης», που είναι έννοια-πασπαρτού, ώστε ο καθένας τους να μπορεί να την παρουσιάζει ανάλογα με το ακροατήριο. Ο Τσίπρας, για παράδειγμα, που δεν πολυκαταλαβαίνει κιόλας, αφού από πολιτική οικονομία έχει μαύρα μεσάνυχτα, θα δημαγωγεί αισχρά ακόμα και τώρα, υποσχόμενος χάντρες και καθρεφτάκια στους ιθαγενείς (κι όποιος πιστέψει πίστεψε). Αντίθετα, οι «σοβαροί» οικονομολόγοι της κυβέρνησης, ιδιαίτερα όταν απευθύνονται σε «ειδικά» ακροατήρια, θα είναι από προσεκτικοί έως κυνικοί.
Εναν ορισμό της «δίκαιης ανάπτυξης» έδωσε την περασμένη εβδομάδα (Πέμπτη, 1.9.2016) στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης. Η τοποθέτησή του, δυστυχώς, πέρασε στο ντούκου, γιατί πήρε το λόγο για να κάνει τη δήλωση νομιμοφροσύνης προς την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat, που απαιτούσαν οι Βρυξέλλες, οπότε σχολιάστηκε κυρίως αυτή η τοποθέτηση. Ο Χουλιαράκης, όμως, για να μη φανεί ότι πήρε το λόγο μόνο για να κάνει τη δήλωση νομιμοφροσύνης, είπε δυο λόγια και για τη «δίκαιη ανάπτυξη». Τα εξής:
«Η βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη που επιδιώκει η Κυβέρνηση -αν θέλετε, η ανάκαμψη με αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομικά αδύναμων- χρειάζεται υψηλούς ρυθμούς όχι για ένα ή δύο τρίμηνα ή για ένα έτος, αλλά μεσοπρόθεσμα. Θυμίζω ότι οι ρυθμοί που προβλέπει το πρόγραμμα για το 2017-2018 είναι της τάξης του 2,5% έως 3%. Με δεδομένο το χαμηλό ύψος των αποταμιεύσεων στην Ελλάδα η μόνη -θα έλεγα- ρεαλιστική στόχευση για να στηρίξουμε τους ρυθμούς αυτούς, είναι η προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτές οι επενδύσεις, μαζί με τις δημόσιες επενδύσεις των κοινοτικών πόρων, έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τέτοιους ρυθμούς μεγέθυνσης. Προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων σημαίνει τομές, σημαίνει θεσμικές τομές και στην αγορά και στην οικονομία και στη Δικαιοσύνη. Και αυτές ακριβώς τις τομές θα υλοποιήσει η Κυβέρνηση το επόμενο έτος».
Το πρώτο που πρέπει να σχολιαστεί είναι πως οι συριζαίοι επαναφέρουν την ιδεολογία της ψωροκώσταινας, που απετέλεσε αγκωνάρι της ιδεολογίας του κομπραδόρικου ελληνικού καπιταλισμού από τη γέννησή του και για πολλές δεκαετίες. Σύμφωνα μ' αυτή την ιδεολογία, η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα, που δεν έχει ούτε φυσικούς, ούτε κοινωνικούς, ούτε ανθρώπινους πόρους για να αναπτυχθεί αυτοδύναμα και ολοκληρωμένα, και επομένως πρέπει να τεθεί υπό την προστασία των μεγάλων καπιταλιστικών (ιμπεριαλιστικών στη συνέχεια) δυνάμεων, ώστε με την εισαγωγή κεφαλαίου και τεχνογνωσίας από τις επιχειρήσεις αυτών των χωρών να μπορέσει να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία. Στο όνομα αυτής της θεωρίας υπογράφτηκαν όλες οι αποικιοκρατικές συμβάσεις, που κατέστησαν το ξένο κεφάλαιο οικονομικά κυρίαρχο, ενώ η κομπραδόρικη ελληνική αστική τάξη περιορίστηκε σε ρόλο συνεταίρου και υπεργολάβου του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου.
Αυτή η ιδεολογία δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα χάρη στη δουλειά που έκανε το επαναστατικό ΚΚΕ, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα στον Νίκο Ζαχαριάδη, που πρώτος έθεσε μετ' επιτάσεως ζήτημα «ιστορικού ξοφλήματος» της ελληνικής αστικής τάξης και συνέδεσε την ιδεολογία της μεγάλης ιδέας μ' αυτή της ψωροκώσταινας, δείχνοντας ότι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο που υπηρετεί την ξενόδουλη-κομπραδόρικη στρατηγική αυτής της μπατιριμένης αστικής τάξης. Οι επεξεργασίες της 6ης Ολομέλειας του 1934 ήταν το πρώτο σημαντικό βήμα διατύπωσης ενός προγράμματος μετάβασης στον κομμουνισμό, που είχε στο κέντρο του τη δυνατότητα μιας ολόπλευρης ανάπτυξης με κέντρο τον εργαζόμενο άνθρωπο και με πλήρη εκμετάλλευση των υπερεπαρκών φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Μια δεκαετία αργότερα και αφού το ΚΚΕ κατέστη ηγεμονική πολιτική δύναμη μέσα στη φωτιά του αντικατοχικού, εθνικοαπελευθερωτικού, λαϊκοδημοκρατικού αγώνα, ήρθε και η πλήρης τεχνοκρατική τεκμηρίωση αυτής της στρατηγικής κατεύθυνσης, μέσα από τη σπουδαία δουλειά που έκαναν αριστεροί επιστήμονες όπως ο Ν. Κιτσίκης, ο Δ. Μπάτσης (μνημειώδες το έργο του «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα» και άλλοι).
Ο αγώνας που δόθηκε τότε, στο πολιτικό αλλά και στο επιστημονικό τεχνοκρατικό επίπεδο, ανάγκασε την ελληνική αστική τάξη να αναδιπλωθεί σε ιδεολογικό επίπεδο. Δεν μπορούσε να βαδίσει πλέον με την ιδεολογία της ψωροκώσταινας στη χυδαία εκδοχή της. Επεξεργάστηκε το ιδεολόγημα διαφορετικά, πιο φινετσάτα, όμως η ουσία παρέμεινε ίδια. Οι αποικιοκρατικές συμβάσεις, όχι μόνο στη βιομηχανία, αλλά και στην κατασκευή υποδομών, και στον εμπορικό τομέα ακόμη, διαδέχονταν η μία την άλλη, με πρόσχημα πότε την έλλειψη κεφαλαίων που ήταν απαραίτητα για μια επένδυση και πότε την ανάγκη εισαγωγής τεχνογνωσίας. Η περίοδος της χούντας ήταν το αποκορύφωμα αυτής της δεύτερης φάσης εισβολής του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα.
Η μεταπολίτευση του 1974 έφερε το «ξαναζέσταμα» και των συνθημάτων ενάντια στο ξένο κεφάλαιο. Το ΠΑΣΟΚ σπεκουλάρισε έξυπνα και μ' αυτά (οι παλαιότεροι θυμούνται τα… αυτοδυναμικά συνθήματα), αλλά όταν έγινε κυβέρνηση συνέχισε αδιατάρακτα την ίδια πορεία. Δεν είναι τυχαίο ότι επί ΠΑΣΟΚ έγιναν οι δυο μεγαλύτερες συμβάσεις παραχώρησης βασικών υποδομών στο ξένο κεφάλαιο (η γέφυρα Ρίου-Αντίρριου δόθηκε στη γαλλική «Βινσί» και το νέο αεροδρόμιο της Αθήνας στη γερμανική «Χόχτιφ»), για να μην μιλήσουμε για άλλες σκανδαλώδεις και όζουσες ιστορίες (Siemens-OTE για παράδειγμα).
Αυτό που λέει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, διά στόματος Χουλιαράκη, δεν είναι κάτι το καινοφανές, λοιπόν. Λέει με άλλα λόγια αυτά που αποτελούν την πεμπτουσία του ελληνικού καπιταλισμού από τη γέννησή του: στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πόροι, χρειαζόμαστε ανάπτυξη και γρήγορα, επομένως μόνο το ξένο κεφάλαιο μπορεί να μας την προσφέρει (συμπληρωματικά με ό,τι πάρουμε από κοινοτικούς πόρους για δημόσιες επενδύσεις).
Γιατί δεν έχουμε πόρους; Την απάντηση την έδινε (εν μέρει έστω) ο ΣΥΡΙΖΑ πριν γίνει κυβέρνηση: γιατί μας ξεζουμίζει το ξένο κεφάλαιο και οι κάθε είδους δανειστές. Επομένως, η «ρεαλιστική στόχευση», στην οποία αναφέρεται ο Χουλιαράκης, προϋποθέτει την πλήρη αποδοχή του στάτους της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, που και ο ΣΥΡΙΖΑ υποκριτικά κατήγγειλε. Θα συνεχίσουμε στο επόμενο φύλλο.
Πέτρος Γιώτης