Η λέξη ανταγωνιστικότητα κοντεύει να μας σφηνωθεί στο μυαλό καθώς την ακούμε συνέχεια και από όλους τους παράγοντες που δημοσιολογούν: πολιτικούς κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, εκπρόσωπους των βιομηχάνων, οικονομολόγους πανεπιστημιακούς και μη, δημοσιογράφους, ακόμα και γραφειοκράτες συνδικαλιστές. Μπορεί να διαφωνούν στα μέτρα που προτείνουν, όλοι όμως συμφωνούν σε δυο πράγματα. Πρώτον, ότι η ανταγωνιστικότητα είναι το κρίσιμο ζήτημα της ελληνικής οικονομίας και δεύτερο ότι βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σημαίνει πρόοδο, ενώ μείωσή της σημαίνει οπισθοδρόμηση.
Θα έπρεπε ίσως να αναρωτηθούμε, γιατί τα τελευταία χρόνια έχουν εγκαταλείψει το κριτήριο της παραγωγικότητας και έχουν υιοθετήσει αυτό της ανταγωνιστικότητας. Η αλλαγή δεν είναι τυχαία. Σχετίζεται ευθέως με τις μεθόδους οικονομικής διαχείρισης, με τον αιώνιο πόλεμο ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Για την αστική πολιτική οικονομία «παραγωγικότητα» και «ανταγωνιστικότητα» είναι δυο διαφορετικά μεγέθη, που σχετίζονται αλλά όχι απαραίτητα. Το ένα μπορεί να εξελιχτεί ερήμην του άλλου ή μπορεί να εξελιχτούν σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Τί ορίζει ως παραγωγικότητα η αστική πολιτική οικονομία; Το μέγεθος της παραγωγής στη μονάδα του χρόνου. Για να πάμε στο πιο απλό παράδειγμα, πόση παραγωγή βγάζει ένας εργάτης στο ωράριό του. Και στο πιο σύνθετο, πόση είναι η παραγωγή ολόκληρης της οικονομίας σε ένα χρόνο. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι παραγωγικότητα. Η παραγωγικότητα (που ακριβολογημένα ονομάζεται παραγωγική δύναμη της κοινωνικής εργασίας) μπορεί να μετρηθεί μόνο με αμετάβλητες την ένταση της εργασίαΉ και τη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου. Είναι μέγεθος που αφορά τη βελτίωση του παραγωγικού εξοπλισμού και της οργάνωσης της παραγωγής, που έρχονται πάντοτε μέσα από επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο (μηχανήματα, πρώτες ύλες, κτίρια). Αυτό, όμως, είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει τους καπιταλιστές. Αυτούς τους ενδιαφέρει η αύξηση της παραγωγής. Αν μπορούν να το πετύχουν εξαναγκάζοντας τους εργάτες να δουλεύουν πιο εντατικά ή κλέβοντάς τους μια ώρα την ημέρα, χωρίς να επενδύσουν ούτε μια δεκάρα σε βελτίωση του παραγωγικού μηχανισμού, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Εχουν μια αύξηση της «παραγωγικότητας» με τους καλύτερους γι’ αυτούς όρους. Στην πραγματικότητα, έχουμε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μέσα από μεθόδους αύξησης της απόλυτης υπεραξίας (αλλαγές στο εντατικό και το εκτατικό μέγεθος της εργασίας, προς όφελος του κεφαλαιοκράτη).
Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι και όταν έχουμε νέες επενδύσεις σταθερού κεφαλαίου και βελτίωση του εξοπλισμού και της παραγωγικής εργασίας, που έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας (μεγαλύτερη παραγωγή στη μονάδα του χρόνου, χωρίς την κατανάλωση μεγαλύτερου ποσού μυικών και πνευματικών δυνάμεων του ερ«αζόμενου), πάντοτε έρχεται σαν συμπλήρωμα και μια αύξηση τουλάχιστον του εντατικού μεγέθους της εργασίας. Ο εργάτης αναγκάζεται να δουλεύει πιο εντατικά (οι μηχανές σχεδιάζονται πάντοτε έτσι, γι’ αυτό και λέμε ότι ακόμα και ο βιομηχανικός σχεδιασμός δεν είναι ουδέτερη επιστήμη), με αποτέλεσμα στον ίδιο χρόνο να καταναλώνει μεγαλύτερη ποσότητα μυικών και πνευματικών δυνάμεων. Ετσι, έχουμε μια αύξηση της παραγωγής που προέρχεται και από την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και από την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας, χωρίς αυτές οι δυο πηγές αύξησης της παραγωγής να μπορούν να ξεχωριστούν, παρά μόνο εμπειρικά. Οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να επαναφέρουν την εντατικότητα στα προηγούμενα επίπεδα, μόνο μειώνοντας τον ημερήσιο χρόνο εργασίας ή αυξάνοντας τα διαλείμματα στη δουλειά (σε αριθμό και διάρκεια).
Ακόμα, όμως, και με τον αστικό υπολογισμό των μεγεθών της παραγωγικότητας, αυτή αποτελεί ένα πεδίο στο οποίο υπεισέρχεται άμεσα η ταξική πάλη και μπορεί (θεωρητικά μιλώντας) μια αύξηση της παραγωγικότητας να αποβεί αδιάφορη (ακόμη και ζημιογόνα) για το κεφάλαιο. Αν οι εργάτες διεκδικήσουν και κερδίσουν αυξήσεις, μείωση εργάσιμου χρόνου, αύξηση διαλειμμάτων, αύξηση ετήσιας άδειας, όλα αυτά μαζί ή κάποια απ’ αυτά συνδυαστικά), τότε οι νέες επενδύσεις μπορεί να μην αποδώσουν τα προσδοκώμενα οφέλη για τους καπιταλιστές, μολονότι η παραγωγικότητα θα έχει αυξηθεί. Γιατί οι νέες επενδύσεις, δηλαδή η αύξηση του σταθερού κεφάλαιου, τροφοδοτούν την τάση του ποσοστού του κέρδους να πέφτει (το ζήτημα αυτό εκφεύγει των ορίων αυτού του άρθρου). Δεν είναι τυχαίο ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία πρωταγωνίστησε μαζί με τους βιομήχανους και τους άλλους πόλους του συστήματος εξουσίας στην προπαγάνδιση της «εθνικής ανάγκης» για αύξηση της παραγωγικότητας, στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, από κάποιο σημείο και μετά άρχισε να ζητά, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τις διάφορες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, και κάποιο ποσοστό αύξησης μισθών και μεροκάματων, λόγω αύξησης της παραγωγικότητας.
Η παραγωγικότητα ως προπαγανδιστικό «ατού» για τις πολιτικές λιτότητας και αύξησης της εκμετάλλευσης έχει χάσει κάθε προωθητική ισχύ. Αντίθετα, τροφοδοτεί προσδοκίες και αξιώσεις για αυξήσεις μισθών. Στον εργάτη, που δεν ασχολείται με τις έννοιες της πολιτικής οικονομίας, αλλά κρίνει τα πράγματα βιωματικά, γεννά τον εξής απλό συλλογισμό: «Τόσα χρόνια μιλάτε για την αύξηση της πίτας, που στη συνέχεια θα τη μοιράσουμε κοινωνικά πιο δίκαια. Ομως, ενώ η παραγωγικότητα αυξάνεται συνέχεια και η πίτα μεγαλώνει, εγώ δεν βλέπω καμιά βελτίωση της σχετικής μου θέσης. Ολα τα τσεπώνουν τ’ αφεντικά. Γιατί να μη διεκδικήσω κι εγώ το μερίδιό μου από την αύξηση της παραγωγικότητας;». Αυτή η σκέψη περιέχει πληθώρα θεωρητικών λαθών, ταυτόχρονα όμως εκφράζει μια ταξική άποψη. Την άποψη του εργάτη που δεν ξεπερνά τα όρια των καπιταλιστικών (εκμεταλλευτικών) σχέσεων παραγωγής, αλλά στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων διεκδικεί καλύτερη πληρωμή της εργασίας του, δηλαδή μείωση της εκμετάλλευσης. Γι’ αυτό και η παραγωγικότητα εγκαταλείπεται σιγά-σιγά (για να είμαστε ακριβείς: φεύγει από την πρώτη γραμμή και περνά στα μετόπισθεν του ιδεολογικού οπλοστάσιου του συστήματος) και τη θέση της καταλαμβάνει η έννοια της ανταγωνιστικότητας. Μια έννοια που έχει θρονιαστεί στο ψηλότερο σημείο του συστημικού ιδεολογικού οπλοστάσιου.
Αν η παραγωγικότητα εμφανιζόταν ως μια ουδέτερη τεχνοκρατική έννοια, που θα έπρεπε να ενδιαφέρει εξίσου αφεντικά και εργάτες, ήταν δηλαδή μια έννοια που ταίριαζε στο παλιότερο μοντέλο καπιταλιστικής διαχείρισης, που περιλάμβανε και ολίγη κοινωνική δικαιοσύνη (ίσως είναι πιο ακριβές να πούμε, ότι ταίριαζε σε μια περίοδο μετάβασης από το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό μοντέλο διαχείρισης προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο), η έννοια της ανταγωνιστικότητας ταιριάζει γάντι προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του «παγκοσμιοποιημένου» καπιταλισμού, που τείνει να οδηγήσει τις εργασιακές σχέσεις (όροι εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο) όχι σε κάποιον παγκόσμιο μέσο όρο, αλλά στον κοινό παρονομαστή των εργασιακών σχέσεων που εφαρμόζονται στις ζώνες της έσχατης εξαθλίωσης (Κίνα, Απω Ανατολή, πρώην χώρες του παλινορθωμένου καπιταλισμού). Η ανταγωνιστικότητα είναι μια έννοια που συγκρίνει όχι τα επίπεδα ανάπτυξης ανάμεσα σε διάφορες χώρες ή τα επίπεδα της παραγωγικότητας (με την αστική έστω έννοια του όρου), αλλά συγκρίνει ευθέως το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από χώρα σε χώρα.
Η ανταγωνιστικότητα μετράει το «κόστος εργασίας» στο σύνολο της οικονομίας και το συγκρίνει με τα ισχύοντα στις άλλες χώρες. Ας μη χαθούμε σε προσπάθειες να αποκρυπτογραφήσουμε το μαθηματικό μοντέλο υπολογισμού της ανταγωνιστικότητας. Ας σταθούμε στην ουσία. Οι δείκτες συνήθως αναφέρονται σε χώρες και περιοχές. Συγκρίνουν, για παράδειγμα, την Ελλάδα με το μέσο όρο της ευρωζώνης, την ευρωζώνη με τις ΗΠΑ ή την Κίνα κ.λπ. Οταν αναφέρονται στην ανταγωνιστικότητα δεν εξετάζουν επίπεδα παραγωγής και παραγωγικότητας. Δεν τους ενδιαφέρουν καν. Εξετάζουν το λεγόμενο «κόστος εργασίας» (μισθοί και ασφαλιστικές εισφορές) σε σχέση με το ΑΕΠ. Δεν έχει σημασία πόσο μεγάλη και ισχυρή είναι μια οικονομία. Σημασία έχει αν καταφέρνει να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Δηλαδή, να μοιράσει ακόμα πιο άδικα (σε βάρος των εργαζόμενων φυσικά) το εθνικό εισόδημα που παράγει. Οσο πιο ψηλά βρίσκεται μια χώρα στη λίστα της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή όσο μεγαλύτερος είναι σ’ αυτή ο βαθμός εκμετάλλευσης, όσο χειρότεροι οι μισθοί, οι ασφαλίσεις, οι όροι εργασίας γενικότερα, τόσο πιο ελκυστική είναι για επενδύυσεις κεφαλαίων. Φυσικά, οι επενδύσεις γίνονται και με άλλα κριτήρια (πολιτική σταθερότητα, νομοθεσία για την κίνηση κεφαλαίων και κερδών, φορολογία κερδών κ.λπ.), όμως ο δείκτης ανταγωνιστικότητας, δηλαδή ο βαθμός εκμετάλλευσης, είναι ο φωτεινός φάρος για την ευημερία των καπιταλιστικών κερδών στο εσωτερικό της κάθε καπιταλιστικής χώρας. Ακόμα και όταν δεν προσελκύει κεφάλαια από το εξωτερικό, είναι ένας μοχλός ιδεολογικής χειραγώγησης των εργαζόμενων, που διευκολύνει την αύξηση της κερδοφορίας των ήδη εγκατεστημένων στη χώρα καπιταλιστικών επιχειρήσεων.