Αφού το μέγα θέμα από τώρα και στο εξής είναι η ανάπτυξη, γιατί γίνεται συζήτηση για νέες αντεργατικές αλλαγές, για μειώσεις μισθών (μέσω κατάργησης τριετιών και επιδομάτων), ομαδικές απολύσεις και τα παρόμοια; Γιατί όλοι οι εκπρόσωποι των ιμπεριαλιστών δανειστών θεωρούν ως δεδομένο το βάθεμα της κινεζοποίησης (ούτε καν τη διατήρησή της στα σημερινά επίπεδα), χωρίς να διστάζουν να προαναγγείλουν ότι θα χρησιμοποιήσουν το χρέος, ώστε να εξασφαλίσουν αυτή τη συνθήκη και μετά το 2018 που τελειώνει το τρίτο Μνημόνιο;
Η συζήτηση θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Ομως, κάθε καπιταλιστικός σχηματισμός επιδιώκει την ανάπτυξή του, οπότε εξ ορισμού υπάρχει ζήτημα ανάπτυξης στον ελληνικό καπιταλισμό, που περνάει ήδη τον έβδομο χρόνο καπιταλιστικής ύφεσης. Είναι ζητούμενο η καπιταλιστική ανάπτυξη, όμως ουδείς δίνει ιδιαίτερη σημασία στην προπαγάνδα των κυβερνώντων, διότι από την περίοδο των Σαμαροβενιζέλων ακόμα η λέξη ανάπτυξη είχε γίνει ανέκδοτο. Την είχαν ξεσκίσει ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Στουρνάρας και όλοι οι υπόλοιποι που έπαιζαν στο σίριαλ «success story», ώστε να μην μπορεί εκ των πραγμάτων ν' αποτελέσει ισχυρό προπαγανδιστικό όπλο των Τσιπροκαμμένων.
Βέβαια, δεν είχαν και αυτοί άλλη επιλογή από το να βάλουν μπροστά την αναπτυξιολογία. Κι επειδή κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να βρει κάτι πρωτότυπο που να τη διαφοροποιεί από τις προκατόχους της, οι Τσιπραίοι προσέθεσαν το επίθετο «δίκαιη» πριν από το ουσιαστικό «ανάπτυξη», συνεχίζοντας το παραμύθιασμα (που πλέον δεν μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματικό με όσο ήταν πριν από ένα χρόνο). Εντάξει, το θράσος ποτέ δεν τους έλειψε, όμως ο περιορισμένος χώρος της στήλης δεν επιτρέπει ν' ασχοληθούμε μ' αυτό. Θα βάλουμε τα πράγματα ψυχρά.
Ανάπτυξη σημαίνει οικονομική μεγέθυνση. Αύξηση της παραγωγής και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Δικαιότητα σημαίνει αλλαγή στην κατανομή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με αύξηση μισθών και μεροκάματων, με περιορισμό των λεγόμενων ελαστικών μορφών εργασίας, με μείωση των ωρών εργασίας, με αύξηση των κοινωνικών δαπανών, η οποία θα προκύψει από αύξηση της φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών και του συσσωρευμένου καπιταλιστικού πλούτου. Πού βρισκόμαστε απ' αυτή την άποψη; Στο καθεστώς της κινεζοποίησης, όπως διαμορφώθηκε από το 2010 και μετά, με απανωτές νομοθετικές παρεμβάσεις (τις περισσότερες φορές με δικτατορικό τρόπο νομοθέτησης).
Υπάρχει προοπτική ν' αλλάξει αυτό το καθεστώς; Το τρίτο Μνημόνιο, το Μνημόνιο των Τσιπροκαμμένων είναι σαφές: απαγορεύεται η επιστροφή στο προηγούμενο εργασιακό καθεστώς. Κι όχι μόνο απαγορεύεται η επιστροφή στο παρελθόν, αλλά πρέπει να γίνουν και άλλες μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα. Ακόμα και αν ήμασταν εντελώς ανυποψίαστοι περί του τι σημαίνουν όροι όπως «ανταγωνιστικότητα» και «μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας», φροντίζουν τα παπαγαλάκια της κεφαλαιοκρατίας να μας θυμίζουν από τις στήλες του αστικού Τύπου για ποια εργατικά δικαιώματα «χτυπάει η καμπάνα» της δεύτερης αξιολόγησης. Ακόμα κι αν αφελώς πιστεύαμε στις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του Κατρούγκαλου, ήρθαν τα στελέχη του κουαρτέτου/τρόικας να συμμετάσχουν στο συνέδριο του Economist και δεν άφησαν καμιά απορία περί του πόσο μεγάλος απατεώνας είναι ο Κατρούγκαλος.
Αρα, από την άποψη της δικαιότητας, δηλαδή της βελτίωσης του μερίδιου των εργαζόμενων στο παραγόμενο εθνικό προϊόν, δεν υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ. Υπάρχει μόνο το τούνελ της κινεζοποίησης, το σκοτάδι του οποίου σχεδιάζεται να γίνει πιο βαθύ. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρακαλέσουμε να μην γίνει το λάθος να βαφτίσουμε δικαιότητα την ενδεχόμενη σχετική μείωση της ανεργίας, λόγω της σχετικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η σχετική αύξηση της παραγωγής και της κυκλοφορίας θα απαιτήσει περισσότερα εργατικά χέρια. Οταν αυτά μισθωθούν υπό όρους κινεζοποίησης, τότε δεν έχουμε βελτίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά συνέχιση (τουλάχιστον με τους ίδιους όρους) της κοινωνικής αδικίας.
Στην πραγματικότητα, μόνο με βάθεμα της κοινωνικής αδικίας (δηλαδή της ταξικής εκμετάλλευσης) μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Η επισήμανση του πρώτου Μνημόνιου, ότι οι μισθοί και οι εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα θα πρέπει να συγκρίνονται μ' αυτά των χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Και σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα «νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας», όπως υποστήριζε τότε η συριζαϊκή προπαγάνδα. Με την εσωτερική αγορά στενή και διαρκώς συρρικνούμενη, ο ελληνικός καπιταλισμός -πέρα από ό,τι σχετίζεται με τον τουρισμό- μπορεί να αποκτήσει ενδιαφέρον μόνο ως καπιταλισμός που εξασφαλίζει υψηλό ποσοστό υπεραξίας, δηλαδή υψηλό βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, για παραγωγή με εξαγωγικό προσανατολισμό. Επομένως, οι όποιες αναπτυξιακές προοπτικές συναρτώνται απόλυτα από τη διατήρηση και το βάθεμα της κινεζοποίησης. Ολα τα υπόλοιπα, όλ' αυτά που βάζουν τον Τσίπρα να εκφωνεί (ο ίδιος δεν τα πολυκαταλαβαίνει κιόλας) είναι απλώς τροφή για αφελείς.
Δεν είναι τυχαίες οι συνεχείς αναφορές των Τσιπραίων στην «εξωστρέφεια» των επιχειρήσεων. Αυτό αποτελεί έμμεση ομολογία του ότι η σκληρή λιτότητα θα εξακολουθήσει να βασιλεύει στην αποικία Ελλάδα, επομένως η εσωτερική αγορά θα εξακολουθήσει να παραμένει στενή και γι' αυτό η παραγωγή πρέπει να έχει εξαγωγικό προσανατολισμό (αλλιώς δεν έχει νόημα).
Ούτε είναι τυχαίο ότι από τα όσα βαρύγδουπα είπε ο Τσίπρας στη φιέστα που οργάνωσε το Μαξίμου στο Μουσείο της Ακρόπολης την προηγούμενη εβδομάδα, συγκεκριμένα ήταν μόνο αυτά που αφορούν την ολοκλήρωση της κατασκευής των οδικών αξόνων. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο που ασκεί διαχείριση μέσω της ΕΕ εξακολουθεί να χρηματοδοτεί αυτά τα έργα όχι μόνο και όχι τόσο επειδή στην κατασκευή συμμετέχουν και ευρωπαϊκοί καπιταλιστικοί όμιλοι, όσο γιατί οι σύγχρονοι οδικοί άξονες εξυπηρετούν την ταχύτερη και λιγότερο δαπανηρή μεταφορά των εμπορευμάτων. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο βοηθά στην ολοκλήρωση κάποιων υποδομών που θα εξυπηρετήσουν πρωτίστως τη δική του κερδοφορία. Και βέβαια, πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι ο μηχανισμός των ιμπεριαλιστών δανειστών επέβαλε την πώληση υποδομών και κρατικής ιδιοκτησίας που σχετίζονται με τον τουρισμό (περιφερειακά αεροδρόμια, Ελληνικό και ακολουθούν μαρίνες κλπ.).
Την αναπτυξιακή φιέστα του Μουσείου της Ακρόπολης την ξέχασαν οι πάντες την επαύριο κιόλας της πραγματοποίησής της. Δεν την τίμησε, άλλωστε, ο Γιούνκερ που τίμησε τη γενική συνέλευση του ΣΕΒ. Ούτε ο Ρέγκλινγκ και τα στελέχη της τρόικας που πήραν μέρος στο συνέδριο του Economist. Σ' αυτές τις δυο εκδηλώσεις φάνηκε καθαρά, από τη μια, η επιδίωξη της κεφαλαιοκρατίας, ντόπιας και ξένης, για βάθεμα της κινεζοποίησης και, από την άλλη, η σοβούσα πλέον αντίθεση ανάμεσα στη ντόπια κεφαλαιοκρατία και τους ιμπεριαλιστές δανειστές επί ενός συγκεκριμένου πεδίου.
Ποτέ κατά τα μνημονιακά χρόνια ο ΣΕΒ δεν άρθρωσε κουβέντα κατά των ιμπεριαλιστών δανειστών και της τρόικάς τους. Τους αναγνώριζε το γεγονός ότι ανέλαβαν τη διοίκηση του ελληνικού κράτους και προώθησαν την κινεζοποίηση. Με την κινεζοποίηση να έχει κατά βάση ολοκληρωθεί, ο ΣΕΒ άρχισε πλέον να γκρινιάζει για τη φορολογία. Και είναι η πρώτη φορά που το κάνει σε τόσο υψηλούς τόνους. Μπορεί ο Μητσοτάκης να προσπαθεί να κάνει πολιτική σπέκουλα ισχυριζόμενος ότι γι' αυτό φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως ο ΣΕΒ δεν τον ακολουθεί σ' αυτό. Ο ΣΕΒ θέλει «τρελά» την κινεζοποίηση (γι' αυτό δε λέει κουβέντα ενάντιά της, ούτε ζητά επιστροφή στο προ Μνημονίων μισθολογικό και εργασιακό καθεστώς), όμως θέλει και μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων, που αναγκαστικά ανέβηκε κατά τα μνημονιακά χρόνια. Γνωρίζοντας ότι δε γίνεται να αυξηθεί άλλο η έμμεση φορολογία, γνωρίζοντας επίσης ότι τα περιθώρια μείωσης μισθών και επιπέδου απασχόλησης στο δημόσιο δεν είναι τόσο μεγάλα πλέον, ο ΣΕΒ ζητάει μειώσεις στο στόχο για το «πρωτογενές πλεόνασμα», έτσι που το ελληνικό κράτος να έχει περιθώρια να μειώσει τη φορολογία των επιχειρήσεων.
Ετσι, έχει διαμορφωθεί μια ευρεία συμμαχία, που έχει και Στουρνάρα, και Τσίπρα, και ΣΕΒ, και Μητσοτάκη. Ολοι ζητούν από τους ιμπεριαλιστές δανειστές μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Και υποδεικνύουν τον όρο υπό τον οποίο αυτό μπορεί να γίνει, χωρίς να διασαλευτεί η δημοσιονομική σταθερότητα: για την περίοδο μετά το 2018 να μειωθούν οι στόχοι για «πρωτογενές πλεόνασμα» σε 1,5% – 2%. Αυτό σημαίνει να υπάρξει μια νέα αναδιάρθρωση του χρέους, έτσι που οι δανειστές να «αρμέγουν» λιγότερα κάθε χρόνο από το ελληνικό κράτος.
Δεν έχει σημασία να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε αν και πότε θα γίνει αυτό. Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι πως αυτό, αν γίνει, δε θα έχει καμιά σχέση με κοινωνική δικαιοσύνη. Αντίθετα, πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι θα συνοδεύεται από μέτρα βαθέματος της κινεζοποίησης. Η λογική που εφαρμόζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι εξαιρετικά απλή: θέλετε να μειώσετε τη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων; Κόψτε δαπάνες. Και ποιες δαπάνες να κόψουμε; Κόψτε τις συντάξεις που έτσι κι αλλιώς είναι… γενναίες. Το έδαφος έχει στρωθεί με τις «προσωπικές διαφορές», οπότε εκείνο που μένει είναι η πρακτική εφαρμογή.
Μπορούμε να πιάσουμε το ζήτημα της ανάπτυξης και από άλλες πλευρές. Πάλι στο ίδιο συμπέρασμα θα οδηγηθούμε. Ορμητική ανάπτυξη δεν πρόκειται να υπάρξει και -σε κάθε περίπτωση- όρος για τη σχετική σταθεροποίηση ενός χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης είναι η διατήρηση και το βάθεμα της κινεζοποίησης της εργατικής τάξης.
Πέτρος Γιώτης