Ας μου επιτραπούν μερικά βιογραφικά στοιχεία (θα αντιληφθείτε γιατί τα παραθέτω). Η γιαγιά μου από τη μεριά του πατέρα μου ήταν Βλάχα, από το Συρράκο. Μιλούσε βλάχικα με τους Βλάχους, ελληνικά με τους υπόλοιπους, όπως και μέσα στο σπίτι (ο παππούς μου δεν ήταν Βλάχος). Οπως σε όλους τους δίγλωσσους, υπήρχε το πρόβλημα με τα άρθρα. Εγώ ήμουν «το Πέτρου» για τη γιαγιά μου (ενίοτε και «Πετρούσιου»).
Μεγάλωσα σε μια κωμόπολη της Ηπείρου, που είχε σημαντικό πληθυσμό Βλάχων (από το Συρράκο και τους Καλαρρύτες). Πολλοί από τους «ντόπιους» καταλάβαιναν τα βλάχικα, χωρίς να τα μιλάνε. Περισσότερο οι γυναίκες, που ήθελαν να καταλαβαίνουν μη τυχόν και τις κουτσομπολέψουν στη βλάχικη γλώσσα.
Στο σχολείο είχα συμμαθητές από αμιγώς βλάχικες οικογένειες. Στην Πρώτη Δημοτικού υπέφεραν από την αυστηρή δασκάλα μας, καθώς στο σπίτι μιλούσαν βλάχικα και καμιά φορά τους ξέφευγαν βλάχικες λέξεις στο λόγο τους. Ακόμα, όμως, κι όταν είχαν προχωρήσει στην ελληνική γλώσσα, όπως όλοι οι υπόλοιποι, στις ζωηρές συζητήσεις και στις λογομαχίες τούς ξέφευγε εκείνο το «το», που αντικαθιστούσε το «ο» και το «η». Σε μια παιδική λογομαχία μας περί του ποιος είναι ο καλύτερος επιτάφιος (για κάτι τέτοια καυγαδίζαμε ως παιδιά), ένας συμμαθητής και φίλος, με τον οποίο βγάλαμε μαζί Δημοτικό και Γυμνάσιο (εξατάξιο τότε), μας είπε με κατηγορηματικότητα που δε σήκωνε αντιρρήσεις: «το καλύτερο επιτάφιο το Ηπείρου το ‘χει το Συρράκο». Οπως αντιλαμβάνεστε, αυτό έγινε το παρατσούκλι του.
Οι Βλάχοι της περιοχής μας ήταν στην πλειοψηφία τους αριστεροί. Σαν τον Γιώργη Βοντίτσο (Γούσια), του οποίου η οικογένεια είχε μείνει για χρόνια στην κωμόπολή μας, όπου ζούσαν και στενοί συγγενείς του. Σαν τον Γιάννη τον Μακρυγιάννη (κάτοικος Πρέβεζας αυτός), που είναι πάντα ακμαίος και έτοιμος να υπερασπιστεί το δίκιο. Ηταν αρκετοί οι Βλάχοι του τόπου μας που τους μάζεψε η χούντα και τους έστειλε εξορία. Οχι επειδή ήταν Βλάχοι, αλλά επειδή ήταν αριστεροί.
Αλλού, βέβαια, όπως στο Μέτσοβο και στη Δυτική Μακεδονία, κυριαρχούσε η Δεξιά. Από την «απλή» μέχρι τη «μαύρη» εκδοχή της. Απ’ αυτήν τη Δεξιά ξεπήδησε και η δωσιλογική «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» ή «Λεγεώνα των Βλάχων», που έστησε ο φασίστας Διαμάντης, για να στηρίξει τους ναζιφασίστες κατακτητές. Αυτήν τη δωσιλογική ένοπλη ομάδα την τσάκισε το ΕΑΜ πολιτικά (με τη δημιουργία της «Ενωσης Ελλήνων Κουτσοβλάχων Εθνικοαπελευθερωτικής και Εκπολιτιστικής Οργάνωσης») και στρατιωτικά ο ΕΛΑΣ (εκτέλεσε και τον αρχηγό του ένοπλου σκέλους της Ραποτίκα και αρκετούς ακόμα και οι υπόλοιποι κρύφτηκαν στις τρύπες τους ή κατέφυγαν στην Αθήνα για να γλιτώσουν).
Γιατί τα γράφω όλ’ αυτά; Γιατί μου… έπεσαν τα μαλλιά όταν διάβασα ότι το υπουργείο Πολιτισμού ακύρωσε μια επιχορήγηση ύψους 19.400 ευρώ (αστείο ποσό για κρατική επιχορήγηση) προς την Επιστημονική Εταιρία Μελέτης του Πολιτισμού των Βλάχων για τη «Δημιουργία ψηφιακής βάσης δεδομένων μνημείων του λόγου των Ελλήνων Βλάχων». Η πρόταση είχε αξιολογηθεί ψηλά από την αρμόδια επιστημονική επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού και η Μενδώνη είχε υπογράψει τη σχετική απόφαση τον Ιούλη. Στα τέλη του Σεπτέμβρη, όμως, εκδόθηκε «ορθή επανάληψη» και η επιχορήγηση ακυρώθηκε.
Η Μενδώνη απαξίωσε να εξηγήσει την αλλαγή της απόφασής της. Τι να πει, ότι της την επέβαλε η ΚΥΠ;
Αυτό κατήγγειλε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και πρόεδρος του Λαογραφικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Βασίλης Νιτσιάκος, κάνοντας λόγο για «“πατριωτική’’ αλητεία». Τι φοβήθηκαν οι μυστικές υπηρεσίες, μήπως ο Β. Νιτσιάκος και οι συνεργάτες του θέλουν να αναβιώσουν το… «Πριγκηπάτο της Πίνδου», που ήθελαν να ιδρύσουν οι δωσίλογοι; Δεν τον γνωρίζουμε τον άνθρωπο, ούτε το έργο του, ούτε την πολιτική του ένταξη, όμως πρώτα του την έπεσαν οι χρυσαυγίτες στην Κόνιτσα για τις θέσεις του στο Μεταναστευτικό και τώρα του την πέφτει η Μενδώνη, υλοποιώντας εντολή των μυστικών υπηρεσιών (που διοχετεύτηκε σ’ αυτήν μέσω Μαξίμου, προφανώς).
Οταν ρωτήθηκε τι ενοχλεί τις μυστικές υπηρεσίες, ο Β. Νιτσιάκος απάντησε: «Θεωρούν ότι οποιαδήποτε ενασχόληση με το Βλάχικο θέτει ζητήματα μειονότητας. Είμαστε ξεκάθαροι: δεν υπάρχει βλάχικο έθνος, οι Βλάχοι είναι συστατικό του ελληνικού έθνους, ο βλάχικος πολιτισμός είναι σημαντικό κομμάτι του νεοελληνικού πολιτισμού, οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκουν, ότι δηλαδή στην Ελλάδα υφίστανται διακρίσεις οι Βλάχοι. Αυτό δεν το θέλουμε, γι’ αυτό προσπαθήσαμε ενδοκυβερνητικά, φτάνοντας μέχρι τον πρωθυπουργό, να εξηγήσουμε ότι έχουμε δίκιο».
Νομίζουμε πως η «ενόχληση» έχει δύο πλευρές.
Πρώτο, η προσπάθεια καταγραφής και συστηματοποίησης μιας προφορικής γλώσσας, πέραν της κοινής ελληνικής, διαλύει τον μύθο περί της «τρισχιλιετούς συνέχειας του έθνους». Το νεοελληνικό έθνος συναπαρτίστηκε και από Βλάχους και από Αρβανίτες (ίσως και άλλους που μας διαφεύγουν). Ο Βυζάντιος στη «Βαβυλωνία» το περιέγραψε με κωμικό τρόπο. Κοινότητες του ίδιου έθνους που δυσκολεύονταν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Αυτό, βέβαια, δεν ισχύει πλέον, όμως η αναφορά στις προφορικές γλώσσες, όπως τα βλάχικα και τα αρβανίτικα, μας οδηγεί στις ρίζες του νεοελληνικού έθνους, που δε βρίσκονται στην κλασική αρχαιότητα, αλλά στα φεουδαρχικά χρόνια του βυζαντινού μεσαίωνα και μετά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως προσφυώς το διατύπωσε ο Νίκος Ζαχαριάδης στις περίφημες «Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ», που έγραψε στην απομόνωση του κάτεργου της Κέρκυρας.
Δεύτερο, η αναφορά στις προφορικές γλώσσες (και όχι ντοπιολαλιές), που μιλιούνται στην Ελλάδα, οδηγεί και σε μια γλώσσα που δεν είναι προφορική, αλλά γραπτή. Αναφερόμαστε, όπως αντιλαμβάνεστε, στη μακεδονική γλώσσα, η οποία μιλιέται από ένα έθνος το μακεδονικό (τους Σλαβομακεδόνες, όπως τους λέμε στην Ελλάδα), που σχηματίστηκε κι αυτό την ίδια πάνω-κάτω ιστορική περίοδο με το νεοελληνικό έθνος, στο πλαίσιο της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Βλάχοι και οι Αρβανίτες είναι Ελληνες, όπως είμαστε όλοι, κι ας μιλούν και μια δεύτερη γλώσσα, προφορική. Οι Σλαβομακεδόνες είναι εθνική μειονότητα και θέλουν με το ζόρι να τους βαφτίσουν Ελληνες.
Το να γίνουν ενέργειες καταγραφής των προφορικών γλωσσών (όπως και των ντοπιολαλιών) είναι καθήκον της Λαογραφίας ως επιστήμης. Το να κατηγορούνται σαν… εθνικά επικίνδυνοι όσοι ασχολούνται επιστημονικά μ’ αυτό είναι γελοίο και ανατριχιαστικό ταυτόχρονα.
ΥΓ. Ενα από τα καμάρια των Βλάχων του Συρράκου είναι ο Κώστας Κρυστάλλης (καμαρώνουν και για τον Ιωάννη Κωλέττη, συρρακιώτη επίσης, αλλά ας το αφήσουμε αυτό το τοπικιστικό… ατόπημα). Ο Κρυστάλλης έγραφε στα ελληνικά, βεβαίως-βεβαίως. Η γιαγιά μου δεν ήξερε γράμματα. Είχε απομνημονεύσει, όμως, και μπορούσε να απαγγείλει -στα ελληνικά, όχι στα βλάχικα- αποσπάσματα από το έπος «Αι σκιαί του Αδου» του Κρυστάλλη, που ήταν αφιερωμένο στην επανάσταση του 1821.
Π.Γ.