Οσοι αρέσκονται σε ιστορικού ή ψευδοϊστορικού τύπου αναλύσεις σημείωσαν πως η για πρώτη φορά χωρίς μεσάζοντες κυβερνητική συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έσπασε και το τελευταίο ταμπού της μεταπολίτευσης, κλείνοντας και τυπικά τον κύκλο της. Αυτή η εξέλιξη, όμως, δεν ξεφεύγει από το επίπεδο του πολιτικού συμβολισμού, χωρίς ν’ αγγίζει την ουσία. Μήπως ήταν αλλιώς τα πράγματα όταν συγκυβερνούσαν και με το ΛΑΟΣ (επί Παπαδήμου) ή και με τη ΔΗΜΑΡ; Ο τρίτος εταίρος άλλαζε μήπως κάτι στην κυβερνητική σχέση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ; Και γιατί αποτελεί μείζον γεγονός το ότι δυο αστικά κόμματα εξουσίας συνεργάζονται κυβερνητικά και όχι το προγραμματικό περιεχόμενο της κυβερνητικής τους συνεργασίας;
Κατά την άποψή μας, αν κάτι πρέπει να επισημανθεί μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σκηνικό, είναι πως η αστική εξουσία, ακόμη και σε συνθήκες κρίσης, μπορεί να ξεπερνά τα αδιέξοδα που προσωρινά εμφανίζονται μπροστά της.
Το Νοέμβρη του 2011 ο Παπανδρέου υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία και ο Σαμαράς να εγκαταλείψει την αντιμνημονιακή ρητορεία και να μπει στην κυβέρνηση. Το σύστημα ξεπέρασε τους κραδασμούς και μπόρεσε το Φλεβάρη της επόμενης χρονιάς να πάει στο Μνημόνιο-2, αντιμετωπίζοντας μια πύρινη νύχτα στην Αθήνα (η οποία παρέμεινε μία).
Το Μάη και τον Ιούνη του 2012, με δυο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, κατάφερε να δώσει απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι το πρώτο κυβερνητικό βιολί». Ο Σαμαράς δοκίμασε δυσάρεστη έκπληξη, αφού μετά βίας κατάφερε να πάρει την πρωτιά, όμως ο σχηματισμός της τρικομματικής κυβέρνησης αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση.
Οταν ήρθε η ώρα του Μνημόνιου-3 η τρικομματική κυβέρνηση δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερο πρόβλημα. Ετσι, μπόρεσε να «χωνέψει» το γεγονός της αποχής της ΔΗΜΑΡ από την ψηφοφορία, η οποία όμως επανήλθε για να ψηφίσει τον προϋπολογισμό που αποτελούσε εφαρμογή του Μνημόνιου-3. Κι όταν ήρθε η ώρα της ΕΡΤ, η τρικομματική κυβέρνηση διαλύθηκε με την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ. Σε λιγότερο από μισή μέρα, όμως, χωρίς ιδιαίτερους κραδασμούς, είχε σχηματιστεί δικομματική κυβέρνηση, είχαν αλλάξει όλες οι σχέσεις στην κορυφή, είχαν διαφοροποιηθεί οι εξουσιαστικές προτεραιότητες των πολιτικών ηγεσιών και το σύστημα, με τη βοήθεια μιας εκκωφαντικής προπαγάνδας των αστικών ΜΜΕ, είχε ξαναμπεί «στα ήρεμα νερά της πολιτικής σταθερότητας».
Θα υπάρξουν, φυσικά, και άλλες κρίσεις. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πρέπει να πούμε ότι θα υπάρξουν και άλλοι παροξυσμοί της πολιτικής κρίσης, η οποία σοβεί διαρκώς, γιατί την τροφοδοτεί η «μνημονιακή» βαρβαρότητα. Κάποιες θα μπορέσουν να ρυθμιστούν από τη δικομματική κυβέρνηση, με τη βοήθεια των «προθύμων» (από ΔΗΜΑΡ μέχρι Λοβερδοαηδόνηδες), κάποια μπορεί να μην γίνει κατορθωτό να ρυθμιστεί και να οδηγηθούμε σε εκλογές.
Πιστεύει κανείς ότι θ’ αλλάξει κάτι μετά τις επόμενες εκλογές; Οτι δε θα βρεθεί τρόπος να εξασφαλιστεί μια υποτυπώδης και βραχύβια «πολιτική σταθερότητα», χωρίς ν’ αλλάξει ουσιαστικά τίποτα στην α-σκούμενη πολιτική; Πόσοι Γκαλμπρέιθ και Βαρουφάκηδες πρέπει να μιλήσουν για να καταλάβει και ο πιο ευκολόπιστος τι «ψήνεται»;
Μόνο μια περίπτωση υπάρχει η πολιτική κρίση να μην είναι διαχειρίσιμη από το πολιτικό σύστημα. Αν είναι τέτοια η εργατική και λαϊκή παρέμβαση που να σπρώχνει την κρίση προς επαναστατική κατάσταση.
Π.Γ.