Ο Βαγγέλης είναι trendy. Απόδειξη τα t-shirt που φοράει. Μες στην εναλλακτική μόδα είναι ο μπαγάσας. Ασε η παλαιστινιακή «κουφίγια», με την οποία επιμένει να εμφανίζεται, μολονότι ως αξεσουάρ ανήκει σε παλαιότερες εποχές ριζοσπαστισμού.
Ο Βαγγέλης είναι Καστοριανός, δηλαδή από την πόλη των γουναράδικων. Οταν, λοιπόν, λέει «ραντεβού στα γουναράδικα», μάλλον μπλέκει τις π…ες με τις βούρτσες. Τα γκομενιλίκια στην πόλη της γούνας με τον Αρη Βελουχιώτη.
Του Βαγγέλη (και πολλών άλλων) του έχουν κάνει μεγάλη ζημιά τα ταβερνεία. Εκεί που σχεδιάζονται καθ' εκάστην δεκάδες επαναστάσεις.
Ιδιαίτερα μετά το δεύτερο καραφάκι τσίπουρο, η φαντασία αρχίζει να καλπάζει, η γλώσσα αρχίζει να ρέει και ο ταξικός εχθρός αρχίζει να κατατροπώνεται. Μετά δε το τρίτο καραφάκι αρχίζει η διανομή των κομισαριάτων ανάμεσα στους εν ευθυμία τελούντες επαναστάτες της παρέας (παλιά τους έλεγαν παλικάρια της φακής).
Το πρόβλημα του Βαγγέλη δεν είναι που μπλέκει τα γκομενικά ραντεβού στα γουναράδικα με την ανέκδοτη φράση του Αρη «καλήν αντάμωση στα γουναράδικα» (εκεί που θα μας κρεμάσουν, αφού μας γδάρουν, οι δωσίλογοι μοναρχοφασίστες), αλλά που μπλέκει τα ρακάδικα με τη Βουλή. Και δημιουργεί πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι κόμμα εξουσίας πια (γι' αυτό έγινε βουλευτής και ο Βαγγέλης). Οπως επεσήμανε ο έμπειρος συγκάτοικός του στα βουλευτικά έδρανα Αλέξης Μητρόπουλος (ο γνωστός μεγαλοδικηγόρος-μεγαλοφοροφυγάς), δεν πρέπει να λέγονται τέτοια πράγματα στη Βουλή. Με τα ρακάδικα και τα εναλλακτικά μπαράκια δεν υπάρχει πρόβλημα, εκεί μπορεί να λέγονται τα πάντα ή μάλλον εκεί (και μόνον εκεί) επιβάλλεται ο σχεδιασμός επαναστάσεων μεταξύ τυροκαυτερής και τηγανητού γαύρου.
Εμείς είμαστε με τον Βαγγέλη. Ενός χρόνου βουλευτής είναι, δεν πρόλαβε να χωνέψει ούτε το κοινοβουλευτικό dress code (αν και διαπιστώσαμε σαφή βήματα βελτίωσης, έτσι που τον καμαρώναμε από τηλοψίας στο βήμα της Βουλής), ούτε το speaking code ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος εξουσίας.
Είμαστε με τον Βαγγέλη και για έναν επιπλέον λόγο. Διότι αποτελεί μια ζωντανή απόδειξη για την πολιτική φαιδρότητα, τη θεωρητική χυδαιότητα, τον αστικό κομφορμισμό και την πολιτική αγυρτεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Μαρξ, αναφερόμενος σε κάτι καραγκιόζηδες της εποχής του (πολύ πιο σημαντικούς, πάντως, από τους Βαγγέληδες του ΣΥΡΙΖΑ), έγραφε με το απαράμιλλο καυστικό του ύφος:
«Μα οι επαναστατικές απειλές των μικροαστών και των δημοκρατικών αντιπροσώπων τους είναι απλές απόπειρες εκφοβισμού του αντιπάλου. Και όταν πια έχουν χωθεί μέσα στο αδιέξοδο, όταν έχουν εκτεθεί τόσο πολύ που είναι αναγκασμένοι να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, τότε αυτό το κάνουν με διφορούμενο τρόπο, με τέτοιο τρόπο που περισσότερο απ’ όλα αποφεύγει τα μέσα για την πραγματοποίηση του σκοπού και ψάχνει να βρει προσχήματα για να υποταχτεί. Το εισαγωγικό σάλπισμα που προαναγγέλλει τη μάχη, σβήνει σ’ ένα λιγόψυχο μουρμουρητό μόλις έρθει η ώρα ν’ αρχίσει η μάχη. Οι ηθοποιοί παύουν να παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους και η δράση του έργου ατονεί ολότελα, σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι που το τσιμπούν με το βελόνι».
Δυστυχώς για τους Βαγγέληδες, κανένας Μαρξ δεν πρόκειται ν’ ασχοληθεί με τα ασήμαντα από ιστορική άποψη καραγκιοζιλίκια τους. Κι ευτυχώς για την Ιστορία, τα δικά μας σχόλια δεν πρόκειται να καταχωριστούν στις δέλτους της.
Π.Γ.