Ηταν εμφανής η αγωνία του Ραγκούση, το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, να πείσει πως η κυβέρνηση δεν έκανε καμιά παραχώρηση στους απεργούς πείνας, αλλά κατάφερε να τους… πείσει για τις θέσεις της… διευκρινίζοντας αυτά που από την αρχή είχε εξαγγείλει. Τον διέψευδαν, βέβαια, οι πανηγυρισμοί που είχαν ήδη ξεσπάσει στο μέγαρο «Υπατία» και το γλέντι που κράτησε μέχρι το πρωί. Γι’ αυτό και ο ίδιος αναγκάστηκε να κάνει παρέμβαση στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΙ, όπου με ασταθή φωνή και μπερδεύοντας συνεχώς τα λόγια του, προσπαθούσε να πει πως δεν συνέβη τίποτα. Ηταν εμφανής η προσπάθειά του να πείσει ότι δεν υπήρξε ήττα της κυβέρνησης, την οποία χρεώθηκε προσωπικά ο ίδιος, γιατί ήταν αυτός που εμφανίστηκε ως ο «σκληρός» και αδιάλλακτος της κυβέρνησης.
Μπορεί ο Ραγκούσης μέχρι πρότινος να ήταν απλώς ένας άνθρωπος που πουλούσε πλαστικά μπιφτέκια στην Πάρο, όμως από τότε που ο Παπανδρέου τον έφερε στην Αθήνα και τον έκανε παρατρεχάμενό του, εμφανίστηκε σαν μετρ της «επικοινωνίας». Εκπρόσωπος Τύπου στην αρχή, γραμματέας του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια, υπερυπουργός, συντονιστής της κυβέρνησης και επικεφαλής του επικοινωνιακού επιτελείου σήμερα, δεν μπορεί να μη γνωρίζει ότι η είδηση παράγει τους δικούς της συνειρμούς, ανεξάρτητα από τα σχόλια που τη συνοδεύουν.
Πόσες φορές μαζεύτηκε το μισό υπουργικό συμβούλιο για να συζητήσει και να διαπραγματευθεί μ’ ένα κομμάτι της κοινωνίας που βρίσκεται σε κινητοποίηση; Τέσσερις υπουργοί (Ραγκούσης, Παπουτσής, Λοβέρδος, Νταλάρα) κάθησαν στο ίδιο τραπέζι με τους τρεις εκπροσώπους των απεργών πείνας, για να διαπραγματευθούν μαζί τους. Κάθησαν στο ίδιο τραπέζι με ανθρώπους που γνώριζαν μόνο τα μικρά τους ονόματα, νομιμοποιώντας τους πολιτικά (όπως όφειλαν, αλλά σίγουρα δεν επιθυμούσαν). Κι επίσης, κάθησαν στο ίδιο τραπέζι με εκπροσώπους της Πρωτοβουλίας Αλληλεγγύης, τους οποίους μέχρι και πριν μερικές ώρες λοιδορούσαν, συκοφαντούσαν και απειλούσαν. Ηταν σαν τις συναντήσεις που κάνουν εκπρόσωποι δυο εμπόλεμων μερών.
Ο ίδιος ο Ραγκούσης ένιωθε άβολα και προσπαθούσε αμήχανα να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας με τους απεργούς πείνας, τους οποίους πριν από ενάμιση μήνα χαρακτήριζε περιφρονητικά λαθρομετανάστες. Το ίδιο και ο Παπουτσής. Συνάντηση τέτοιου επιπέδου δεν έχει ξαναγίνει, απ’ όσο εμείς μπορούμε να θυμηθούμε. Κι έχουν δοθεί πολλοί σκληροί ταξικοί αγώνες στην Ελλάδα τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες.
Αυτό έδειξε ότι η κυβέρνηση ζορίστηκε. Ζορίστηκε πολύ. Μερικές εκατοντάδες μετανάστες κι άλλοι τόσοι αλληλέγγυοι, χωρίς ισχυρά κοινωνικά ερείσματα, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα γεγονός που κατέστη κεντρικό στην πολιτική ζωή της χώρας και ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Ηταν δεδομένο, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση θα υποχωρούσε. Εκείνο που κατάφερε τελικά (και γι’ αυτό δεν ευθύνονται καθόλου οι απεργοί πείνας) ήταν να περιορίσει το εύρος της ήττας της.
Ποια ήταν εκείνα τα στοιχεία που διαμόρφωσαν αυτό το αποτέλεσμα, αναγκάζοντας την κυβέρνηση στην υποχώρηση;
Πρώτα και κύρια και καθοριστικά ήταν η αποφασιστικότητα, η εμμονή και η στοχοπροσήλωση των απεργών πείνας. Οι ίδιοι διαμόρφωσαν ένα δυνατό όπλο, αποφασισμένο να δώσει όλες τις μάχες και όχι να γυρίσει την πλάτη στην πρώτη πίεση που θα ασκούνταν. Μολονότι δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένοι (και σ’ αυτό πάλι δεν φταίνε οι ίδιοι), στην πορεία του αγώνα συνειδητοποιούσαν πως μόνο με εμμονή στο στόχο, επιμονή στη μορφή πάλης και υπομονή ως προς την ωρίμανση του ίδιου του αγώνα θα μπορούσαν να νικήσουν.
Το δεύτερο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως η αλληλεγγύη δεν περιορίστηκε στις «συνήθεις κινηματικές διαδικασίες», ούτε έκανε «άνοιγμα στην κοινωνία» με συγκέντρωση υπογραφών από σωματεία και συλλόγους-σφραγίδες, αλλά ακολούθησε μια επιθετική πολιτική προπαγάνδισης και δημοσιότητας, χρησιμοποιώντας θαρραλέα και με τέχνη τα ίδια τα αστικά ΜΜΕ.
Π.Γ.