Ο Μηνάς Χατζησάββας, που «έφυγε» πρόωρα, στα 67 του χρόνια, ήταν καλός ηθοποιός. Σ' αυτό θα συμφωνήσει κάθε φίλος του θεάτρου που έτυχε να τον παρακολουθήσει στα πολλά χρόνια που «πάλευε» πάνω στο σανίδι. Ο γράφων μπορεί να ξεχωρίσει τις ερμηνείες του στον «Γαλιλαίο» του Μπέρτολτ Μπρεχτ και στον «Φιλοκτήτη» του Χάινερ Μίλερ, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Οπως δεν είναι το θέμα μας οι «παπάρες» (τηλεοπτικές κυρίως) στις οποίες έπαιξε ο εκλιπών, για να εξασφαλίσει το ψωμί του (καμιά φορά και το «παντεσπάνι» του).
Σ' αυτό το σημείωμα θέλουμε να εξάρουμε το καλλιτεχνικό και πολιτικό θάρρος που επέδειξε ο Χατζησάββας σε δυο τουλάχιστον περιπτώσεις, στεκόμενος ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ απέναντι στον εσμό των αρχαιοκάπηλων εθνικισταράδων. Ετυχε να πρωταγωνιστεί στις «Βάκχες» του Ματίας Λάνγκχοφ το 1997 και στους «Πέρσες» του Ντίμιτερ Γκότσεφ το 2009. Δυο παραστάσεις ευρωπαίων σκηνοθετών της μπρεχτικής παράδοσης, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν ως ύβρεις. Ο εσμός των αρχαιοκάπηλων εθνικισταράδων έφτασε μέχρι του σημείου να ξεσηκώσει τον όχλο στην Επίδαυρο, που απείλησε ακόμα και να λιντσάρει τους συντελεστές της «ύβρεως».
Κι ενώ όλα τα πλάκωνε η εθνικιστική φοβέρα, με τον αστικό Τύπο να βρίσκει μια ευκαιρία για να αναμοχλεύσει την προγονοπληξία, τον ρατσιστικού τύπου εθνικισμό («εμείς είμαστε οι κληρονόμοι των κλασικών») και τον καλλιτεχνικό συντηρητισμό, ο Χατζησάββας ήταν ο μόνος που τόλμησε να σηκωθεί και να υπερασπιστεί όχι απλώς τη δουλειά στην οποία συμμετείχε, αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής της δουλειάς. Να υπερασπιστεί την καλλιτεχνική πρωτοπορία, να χτυπήσει την αρχαιοπληξία και τον εθνικισμό, να «απαιτήσει» σύγχρονες και «βέβηλες» (σύμφωνα με τα συντηρητικά αρχαιόπληκτα πρότυπα) σκηνικές αναγνώσεις των κλασικών έργων.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι ο Λάνγκχοφ (που δεν είναι και η πιο «εύκολη» περίπτωση ανθρώπου και δημιουργού – για να το πούμε όσο γίνεται πιο κομψά) εκτίμησε βαθύτατα αυτή τη στάση του Χατζησάββα. Για μας, το ότι είχε το θάρρος να υψώσει ανάστημα απέναντι στο «μπετόν αρμέ» του καλλιτεχνικού εθνικισμού, που στηρίζεται σε ανθρώπους με τεράστιες πολιτικές, οικονομικές και μιντιακές διασυνδέσεις, ήταν πιο σημαντικό από την αξία του Χατζησάββα ως ηθοποιού. Τον ανέβαζε ένα σκαλί πάνω από τους ομοτέχνους του που, ακόμα κι όταν δε γλείφουν τις κλίκες και τα κυκλώματα, στέκονται στην άκρη και δε συγκρούονται μαζί τους, γιατί τους λείπει (τουλάχιστον) το θάρρος.
Υπάρχουν, βέβαια, περισσότεροι παράγοντες που προσδιορίζουν την τέχνη. Είναι το ταξικό πρόσημο, πάνω απ' όλα. Επειδή, όμως, διαβάζουμε κι ακούμε (και βλέπουμε) τόσα στη mainstream τέχνη, θεωρήσαμε υποχρέωσή μας αυτό το μικρό φόρο τιμής σ' έναν καλλιτέχνη που «έμπαινε» στην κι «έβγαινε» από την mainstream τέχνη, επιδεικνύοντας ήθος και θάρρος.
Κατά τα άλλα, ας κρατήσουμε ως φωτεινό οδοδείκτη τα λόγια του μεγάλου Γερμανού:
Αν ο καλλιτέχνης δεν θέλει να είναι παπαγάλος ή μαϊμού, πρέπει να κάνει κτήμα του τη γνώση της εποχής του πάνω στην κοινωνική ζωή, παίρνοντας μέρος στους ταξικούς αγώνες. Μπορεί αυτό να φανεί σε μερικούς σαν κατάπτωση, μιας και τοποθετούν την τέχνη, αφού προηγουμένως έχει τακτοποιηθεί η αμοιβή, στις πιο ψηλές σφαίρες. Ομως, οι περισσότερες αποφασιστικές μάχες του ανθρώπινου γένους δίνονται πάνω στη γη, όχι στους αιθέρες, και «έξω» στη ζωή, όχι μες στους εγκεφάλους. Κανείς δε μπορεί να υψωθεί πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, γιατί κανείς δε μπορεί να υψωθεί πάνω από τον άνθρωπο. Η κοινωνία δεν έχει κανένα κοινό μεγάφωνο, όσο είναι χωρισμένη σε αντιμαχόμενες τάξεις. Ετσι, όσοι λένε πως δεν ανήκουν σε κόμματα και δεν ανακατεύονται στην πολιτική σημαίνει πως ανήκουν στην άρχουσα τάξη (Μπέρτολτ Μπρεχτ).
Π.Γ.