Οπως έχει ήδη σημειωθεί από τις στήλες της Κόντρας, η κυβερνητική προπαγάνδα χρησιμοποίησε τις βραδινές συγκεντρώσεις στις πλατείες (που ενίοτε μετατράπηκαν σε κορόνα-πάρτι) για να προωθήσει το άνοιγμα της εστίασης, στο πλαίσιο της στρατηγικής «ανοίγουμε τα πάντα για να μπορέσουμε ν’ ανοίξουμε τον τουρισμό». Πρώτα άφησε να εξελιχθεί το φαινόμενο, μετά έδωσε εντολή στα παπαγαλάκια της λίστας Πέτσα να αρχίσουν τις οιμωγές και στο τέλος ήρθαν οι «σοβαροί», που «αναρωτήθηκαν» μήπως είναι προτιμότερο ν’ ανοίξει οργανωμένα η εστίαση, παρά να έχουμε αυτό το φαινόμενο.
Ενδιαμέσως είχαμε και την αστυνομική παρέμβαση… νέου τύπου: αγοράκια και κοριτσάκια με μπλε φουτεράκια, χωρίς όπλα, χωρίς γκλομπ, που έζωναν κάποια πλατεία για να αποτρέψουν την προσέλευση θαμώνων στα υπαίθρια ορθάδικα, και περιπολικά με μεγάφωνα που «σκανάριζαν» τους γύρω δρόμους προειδοποιώντας τους συγκεντρωμένους να απομακρυνθούν γιατί θ’ αρχίσουν να κόβουν πρόστιμα. Οχι τσαμπουκάδες, όχι ΜΑΤ, ξύλο και χημικά.
Διότι, όπως είπε και ο πρωθυπουργός Κούλης στον Σρόιτερ, «δεν θέλουμε εδώ να επιβάλλουμε την λογική της καταστολής. Γι’ αυτό και βλέπετε ότι και οι παρεμβάσεις που έγιναν στις πλατείες ήταν μετρημένες, δεν χρησιμοποίησαν σε καμία περίπτωση βία, είχαμε τον τρόπο μας όμως να αντιμετωπίσουμε και το φαινόμενο της πλατείας» (πέρυσι που έριχναν ξύλο ήταν άλλη κυβέρνηση;). Οσο για τη νέα Σμύρνη, «ήταν ένα λάθος, ήταν μία αστοχία. Ηταν ένα γεγονός το οποίο δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να συμβεί. Η εμπειρία μας έδειξε ότι τα φαινόμενα αυτά δεν τα αντιμετωπίζεις με καταστολή».
Ετσι, μέχρι στιγμής επιτυγχάνονται μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και η εστίαση ανοίγει «δόξη και τιμή», στολισμένη με το φωτοστέφανο της… υγειονομικής συνεισφοράς (καθιστοί στα τραπεζάκια είναι καλά, όρθιοι στην πλατεία είναι κακά), και η κυβέρνηση κάνει πασαρέλα κοινωνικής ευαισθησίας, κατανόησης της ανάγκης των νέων να ξεμπουχτίσουν κτλ.
Δεν ξέρουμε αν κάποιοι ονειρεύονταν πως στις πλατείες της διασκέδασης θα αναπτυσσόταν το νέο αντι-κατασταλτικό κίνημα, προς το παρόν πάντως μένουν με την προσδοκία. Ισως θα έπρεπε να σκεφτούν ότι τα κινήματα δεν κυοφορούνται στα μπαρ της αποχαύνωσης, αλλά εκεί που υπάρχουν πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, οι οποίες γεννούν ή ζυμώσεις ή σύντομες εκρήξεις όταν συμβεί κάτι.
Σε καμιά περίπτωση δε θα τσουβαλιάσουμε όλο τον κόσμο που μαζεύεται στις πλατείες, εκ του αποτελέσματος όμως φάνηκε ότι η μεγάλη πλειοψηφία είναι οι «παρτάκηδες» (με το γνωστό κωλοπαιδισμό) ή νέοι που απλώς θέλουν να ξεσκάσουν λίγο, να ανασάνουν, να πουν δυο-τρεις κουβέντες με τους φίλους τους. Οι «παρτάκηδες» δεν πρόκειται ποτέ να συγκρουστούν με την αστυνομία, οι υπόλοιποι μπορεί να το κάνουν άμα προκληθούν, όμως δεν «ψάχνονται» για σύγκρουση κάθε που βγαίνουν να πιουν ένα ποτό.
Πρέπει να σημειώσουμε, ακόμα, ότι οι συγκεντρώσεις νέων στις πλατείες δεν είναι φαινόμενο του τελευταίου διαστήματος. Γίνονταν σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Ολοι κυκλοφορούμε στις γειτονιές μας και το βλέπαμε. Οπως βλέπαμε και τις διαβαθμίσεις στη λήψη των στοιχειωδών μέτρων προστασίας. Εύκολα μπορούσε να διακρίνει κανείς την υπευθυνότητα από την ανευθυνότητα. Με τον ίδιο τρόπο μπορούσε να δει κανείς πόσο υπεύθυνα συμπεριφερόταν ο κόσμος σε μεγάλα πάρκα, που οι κυβερνητικοί ηλίθιοι τα κρατούσαν κλειστά για μεγάλα διαστήματα.
Σε μια βόλτα στο Αλσος Συγγρού στο Μαρούσι την περασμένη Κυριακή, ο γράφων είδε εκατοντάδες ανθρώπους απλωμένους στα γρασίδια να κάνουν πικ-νικ έχοντας κουβαλήσει ακόμα και πτυσσόμενα τραπεζοκαθίσματα από τα σπίτια τους. Οικογένειες με ή χωρίς παιδάκια ή μικρές παρέες, νέος κόσμος στη συντριπτική πλειοψηφία του, με τις μάσκες και φροντίζοντας να κρατούν μεγάλες αποστάσεις η μια παρέα από την άλλη, απολάμβαναν την ανοιξιάτικη λιακάδα. Αν πήγαιναν εκεί οι τηλε-ρουφιάνοι, θα τραβούσαν ένα πλάνο από χαμηλά, θα έδειχναν τους ανθρώπους σαν να είναι ο ένας πάνω στον άλλο και με βάση αυτήν την απατηλή εικόνα θα τους έδειχναν με το δάχτυλο ως εχθρούς της κοινωνίας.
Η εικόνα αυτή βρίσκεται στον αντίποδα των εικόνων που εμφανίστηκαν σε κάποιες πλατείες (για τα κορόνα-πάρτι δεν το συζητάμε καν). Η «μαζοποίηση» στα «διαφθορεία της νυχτερινής διασκέδασης», που έτσι κι αλλιώς είναι κοινωνικά προβληματική, σε συνθήκες έξαρσης της πανδημίας ενός εξαιρετικά μεταδοτικού ιού, μετατρέπεται σε κοινωνική ανευθυνότητα. Κι ας σταματήσουν κάποιοι να ταυτίζουν τα κορόνα-πάρτι με τις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην κρατική καταστολή, που αναπτύχθηκαν με επίκεντρο την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα.
Ναι, και στις διαδηλώσεις «κολλάει», όμως δεν μπορείς να βάζεις τις διαδηλώσεις, που τις προκαλεί υπαρκτή κοινωνική ανάγκη, με τα κορόνα-πάρτι του άκρατου ατομισμού. Ελεος! Ας μάθουμε κάποια στιγμή να διακρίνουμε τις ποιότητες.
Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε η πανδημία, πριν από 13 μήνες, όταν ο όρος λοκντάουν δεν είχε μπει ακόμα στο λεξιλόγιό μας, η οργάνωσή μας δημοσίευσε μια διακήρυξη με τίτλο: «Να ανασταλεί άμεσα κάθε παραγωγική, εμπορική και οικονομική δραστηριότητα, εκτός απ’ ό,τι αφορά είδη πρώτης ανάγκης και κοινή ωφέλεια».
Τονίζαμε σ’ ένα σημείο αυτής της διακήρυξης: «Σ’ αυτές τις συνθήκες, με έναν επικίνδυνο ιό που διαδίδεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα, με ένα κράτος παντελώς αναξιόπιστο και εχθρικό για το λαό, που ‘’τρέχει πίσω από τον ιό’’, και με ένα σύστημα υγείας διαλυμένο, που και μετά τα μπαλώματα δε θα μπορεί να σηκώσει το βάρος πολλών βαριών κρουσμάτων, ο μόνος τρόπος να αυξήσουμε το ποσοστό προστασίας του λαού μας, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων, των ηλικιωμένων και των ανθρώπων με χρόνια προβλήματα υγείας ή με πεσμένο ανοσοποιητικό σύστημα, είναι να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας».
Οποιος θεωρεί ότι «παίρνει την κατάσταση στα χέρια του» με μικρό ή μεγάλο συνωστισμό στις πλατείες και αναμονή της επέμβασης των μπάτσων για να αναπτυχθεί κίνημα (που δεν αναπτύσσεται, γιατί σ’ αυτήν τη φάση οι μπάτσοι έχουν εντολή να μην επέμβουν, καθώς κυβερνητικός στόχος είναι «ν’ ανοίξουν τα πάντα, για ν’ ανοίξει ο τουρισμός»), είναι οικτρά γελασμένος.
Π.Γ.