Δεν πρόκειται για «ερευνητές δημοσιογράφους», αλλά για σούργελα που πήγαν να κάνουν «ρεπορτάζ Παππά στη Νέα Υόρκη» μεταμφιεσμένοι σε «ρεπόρτερ» της «Εσπρέσσο» που κάνουν «ρεπορτάζ Τάμτας». Γι' αυτό και τους άδειασαν τα ίδια τα κανάλια τους, που τους είχαν δώσει τη σχετική εντολή (μην έχετε καμιά αμφιβολία ότι είχαν εντολή από τις διευθύνσεις ειδήσεων των καναλιών τους). Κανένα Μέσο δε θέλει να χρεώνεται τέτοια σούργελα. Είναι ζήτημα πρεστίζ του ίδιου του Μέσου.
Πάει πολύ, όμως, το μάθημα «δημοσιογραφικής δεοντολογίας» που προσπάθησαν να κάνουν τα Μέσα και οι δημοσιογραφικές ενώσεις. Ξέρουν πολύ καλά ότι η ερευνητική δημοσιογραφία (και στον αστικό Τύπο) μπορεί να απαιτήσει την κάλυψη του δημοσιογράφου. Και τα ρεπορτάζ που έμειναν στην ιστορία του Τύπου κάπως έτσι έγιναν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Δεν πήγαν οι δημοσιογράφοι να συστηθούν μ' ένα «καλημέρα σας, είμαι δημοσιογράφος και θα ήθελα να σας ρωτήσω μερικά πράγματα». Αν ενεργούσαν έτσι, τότε δε θα είχαν στα χέρια τους ρεπορτάζ αυθεντικό, αλλά μόνο αυτά που θα ήθελαν να γραφούν οι άνθρωποι ή οι μηχανισμοί τους οποίους ερευνούσαν.
Οσο για το σεβασμό στην ιδιωτικότητα και άλλα τέτοια, τα αστικά Μέσα τα παραβιάζουν κατά κόρον σε καθημερινή βάση. Με αισχρό τρόπο που προκαλεί πόνο σε ανθρώπους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησε ακόμα και στην εξόντωση ανθρώπων.
Σε αυτούς τους κήνσορες της (ανύπαρκτης ή υποκριτικής) δημοσιογραφικής δεοντολογίας αφιερώνουμε ένα μικρό απόσπασμα από τον πρόλογο του Θέμου Κορνάρου στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Οι άγιοι χωρίς μάσκα», που αναφέρεται στα έργα και τις ημέρες των αγιορειτών (γράφτηκε τη δεκαετία του '30):
«Μέσα στα 20 μοναστήρια του Αθω, θα βρούμε: εμπόρους ναρκωτικών, εμπόρους κι αγοραστές της… ανδρικής σάρκας, σχολειά του αλκοολισμού και συστηματικά εκπαιδευτήρια μισανθρωπίας κι αλληλοεξοντωμού. Κι ακόμα σπείρες απατεώνων που τις επιτυχίες τους θα ζηλεύανε κι οι πιο μοντέρνοι διεθνείς τύποι του είδους των.
Στα όμορφα γαλάζια ακρογιάλια του ακρωτηριού του Αθω, που μονάχα αυτά είδανε οι ποιητές κι οι δημοσιογράφοι, θα δούμε εμείς “υπ' ατμόν” τα “πλωτά πορνεία” του Αγ. Ορους. Αλλά εκεί θα συναντήσουμε και πατέρα που τραβά το παιδάκι του 12 και 13 χρονώ, να τριγυρίζει τα κελιά να το παζαρεύει με τους ασκητές, ή να το νοικιάζει για μια ή για περισσότερες βραδιές, αναλόγως “της ποιότητος”, γιατί αυτοί τον μάθανε να πιστεύει “πως όλα είναι ηθικά και τίμια”.
Είναι ανάγκη, για να τα δούμε όλ' αυτά, να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς μια μάσκα. Εγώ μεταχειρίστηκα με ικανοποιητικά αποτελέσματα τη μάσκα της ηλιθιότητας. Τριγύριζα μ' αυτήν οκτώ μήνες σ' όλες τις Μονές, τις Σκήτες, τα Ησυχαστήρια, τα Μεθυστήρια, χωρίς να φοβίζω κανένα και να τον αναγκάζω να μου κλείνει την πόρτα. Αντίθετα είχα όλη την ελευθερία. Τους υπηρετούσα.
Ετσι πρέπει να επισκεφτεί κανένας το παζάρι αυτό της σάρκας, των ναρκωτικών, το σκολείο της ανομίας, για να το γνωρίσει. Οχι με επίσημο “ένδυμα” και σπουδαίο όνομα. Γιατί στη δεύτερη αυτή περίπτωση, θα δει μονο χαμόγελα, υποκλίσεις, προσευχόμενους και… άγια λείψανα […]
Οι εντυπώσεις τούτες απ' τήν “αγιορείτικη Γη” είναι γραμμένες απ' τά 1931. Προορίζονταν για τις εφημερίδες. Γιατί τίποτ' άλλο δεν είναι παρά ένα σκέτο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Τη δίνω αυτή την πληροφορία για να μη νομιστεί πως προσπαθώ να κάνω τέχνη. Μια φωτογραφία απλώς είναι, από ένα μέτριο φωτογράφο, μιας Μεσαιωνικής Γωνιάς, που σώζεται στις μέρες μας.
Δε θα τυπωνότανε σε βιβλίο, αν δε λάβαινα από τις εφημερίδες που ’δωκα το υλικό αυτό, την απάντηση πως “Δεν έχουμε σκοπό να κλείσουμε για τους καλογέρους…”
Μα εγώ δεν έχω σκοπό να σωπάσω για το λεπροκομείο της ψυχής, που σκεπάζεται με την ονομασία “Αγ. Ορος”».
Π.Γ.