Συνεχίζοντας όσα γράφαμε την προηγούμενη βδομάδα, εστιάζουμε στην απαντητική επιστολή της ΓΣΕΕ προς τον υπουργό Εργασίας, με την οποία ανακοίνωσε επίσημα τη συμμετοχή της στον «κοινωνικό διάλογο» για το Ασφαλιστικό.
Από την αρχή ακόμα η ΓΣΕΕ μιλάει για «εξεύρεση λύσεων οι οποίες θα κατοχυρώνουν τη βιωσιμότητα ταυτόχρονα με την κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος». Η βιωσιμότητα είναι μια έννοια λογιστική, ενώ η κοινωνική αποτελεσματικότητα είναι η «πολιτικά ορθή» έκφραση γι’ αυτό που ονομάζουμε ταξικές ανάγκες. Πώς μπορεί να συνταιριάξει κανείς αυτά τα δύο; Τι γίνεται όταν η λογιστική ισορροπία του συστήματος έρχεται σε αντίθεση με τις ταξικές ανάγκες; Οταν τα βάζεις στην ίδια μοίρα, τότε σημαίνει ότι είσαι έτοιμος να αναζητήσεις «συνθέσεις» που θα εξυπηρετούν και τα δύο.
Πιο κάτω η ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι «έχει ολοκληρωμένες και μελέτες και προτάσεις», τις οποίες είναι έτοιμη να τις θέσει «στη βάσανο της επιστημονικής επαλήθευσης αλλά και του διαλόγου καθώς το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης, ενώ επιβαρύνει τα Δημόσια Οικονομικά δεν πρέπει ν’αντιμετωπισθεί ως τέτοιας φύσης ζήτημα αλλά πρωτίστως ως κοινωνικό και πολιτικό». Η κωδική φράση εδώ είναι πως η Ασφάλιση «επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά»! Η ΓΣΕΕ, βέβαια, δεν θέλει να αντιμετωπιστεί υπ’ αυτό το πρίσμα, αλλά δεν αποκλείει τη συζήτηση. Διότι –όπως έλεγε και ο μακαρίτης Ανδρ. Παπανδρέου– άλλο το επιθυμητό και άλλο το εφικτό. Και η ίδια η ΓΣΕΕ έχει δώσει δείγματα ρεαλιστικής προσέγγισης. Για παράδειγμα, έχει πετάξει στα σκουπίδια τις παλιές διακηρύξεις της για κατάργηση των δύο πρώτων αντιασφαλιστικών νόμων (επί κυβέρνησης Μητσοτάκη). Αποδέχεται πλέον και την αύξηση των ορίων ηλικίας και το χωρισμό των εργαζόμενων σε παλιούς και νέους και την εξίσωση των ορίων ανδρών-γυναικών και τη μείωση των συντάξεων. Αποδέχτηκε, επίσης, το 2002 να σβηστούν από τα τεφτέρια της Ασφάλισης όλα τα κλεμμένα αποθεματικά, λες και πρόκειται για περιουσία που κληρονόμησαν από τους πατεράδες τους οι εργατοπατέρες.
Για ποιο λόγο έγιναν όλες αυτές οι ανατροπές; Επειδή τα «δημόσια οικονομικά» δεν άντεχαν άλλη επιβάρυνση. Υπάρχουν, βέβαια, και τα «ιδιωτικά οικονομικά», τα οικονομικά των καπιταλιστών, όμως αυτά θεωρούνται ιερά και απαραβίαστα. Ενα δόγμα ισχύει και είναι σεβαστό από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία: οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις είναι φορείς ανάπτυξης και δεν πρέπει να επιβαρύνονται με άμεσο ή έμμεσο εργατικό «κόστος»!
Η παγίδα είναι έτοιμη. Το τυράκι έχει τοποθετηθεί. Η ΓΣΕΕ θα διαφωνήσει ενδεχομένως στις πιο «ακραίες» ανατροπές, αλλά δεν πρόκειται να φύγει από το «ρεαλισμό». Δεν πρόκειται να ζητήσει την «υπέρμετρη επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών» ούτε την «ανακοπή της αναπτυξιακής ροπής της οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης». Την ίδια λογική προσπαθεί να περάσει και στους εργαζόμενους.
Το Ασφαλιστικό έχει καταστεί εκ των πραγμάτων ένα από τα θέματα που πρέπει να οριοθετούνται με μια χοντρή κόκκινη γραμμή. Για τους εργαζόμενους (πρέπει να) υπάρχει μόνο η κοινωνική διάσταση, μόνο οι ταξικές ανάγκες. Η διαχείριση του συστήματος δεν είναι δική τους δουλειά, αλλά δουλειά του κράτους. Υπάρχει πολύς συσσωρευμένος πλούτος κι αυτόν τον παρήγαγαν οι εργαζόμενοι, όχι οι καπιταλιστές. Αυτοί απλώς τον καρπώνονται. Απ’ αυτόν τον πλούτο, λοιπόν, ας πάρουν ένα κομμάτι για να χρηματοδοτήσουν την Ασφάλιση. Στο κάτω-κάτω, για τα χάλια του συστήματος δε φταίνε οι εργαζόμενοι, αλλά το κράτος που το διαχειρίζεται επί δεκαετίες και οι καπιταλιστές που το καταληστεύουν. Η αποδοχή συνυπευθυνότητας ισοδυναμεί με ταξική αυτοκτονία.
Π.Γ.