Πόσο ειρωνικό είναι, ως γεγονός καθεαυτό, να α-κούς την πρόεδρο ενός τριμελούς πλημμελειοδικείου να ανακοινώνει, σχεδόν με καμάρι, ότι «η σύνθεση συμμετέχει στην αποχή και θα δικάσουμε μέχρι τις 10» και λίγα λεπτά αργότερα να ακούς από τα χείλη της ίδιας το πρώτο σινιάλο, ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία για την εκδίκαση μιας πολιτικής υπόθεσης! Μερικές ώρες αργότερα, η αρχική υποψία μετατράπηκε σε βεβαιότητα, με την απόφαση επί της συγκεκριμένης πολιτικής υπόθεσης, που ξεπέρασε και τον αρχικό σχεδιασμό των μπάτσων που έστησαν αυτή την υπόθεση.
Αναφερόμαστε στην προκλητική καταδίκη του σ. Γεράσιμου Λιόντου, για την οποία μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά σε άλλες στήλες της «Κ». Εδώ μας απασχολεί η ειρωνεία του πράγματος: δικαστές και εισαγγελείς να εμφανίζονται ως συνδικαλιστές εργαζόμενοι που πραγματοποιούν οιονεί απεργιακές κινητοποιήσεις, ενώ την ίδια στιγμή χτυπούν αλύπητα εκείνους που πρωτοστατούν στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του ελληνικού λαού.
Το ίδιο ισχύει και για τους μπάτσους. Οι συνδικαλιστές τους κάνουν πορείες πιασμένοι α’λα μπρατσέτα με την Δούρου και τον Χαλβατζή και την ίδια ώρα οι ορδές, πεζές και εποχούμενες, μακελεύουν αντιφασίστες διαδηλωτές και στήνουν σκευωρίες ενάντια σε νέα παιδιά που έτυχε να πιάσουν σε μια πορεία.
Αυτές τις μέρες, με το όργιο της αστυνομικοδικαστικής αυθαιρεσίας και αγριότητας, παίρνουμε όλοι ένα μεγάλο μάθημα για τη φύση αυτών των μηχανισμών. Μπορεί τα μέλη τους να είναι μισθωτοί κρατικοί υπάλληλοι, αυτό όμως δεν τα μετατρέπει σε εργαζόμενους, όπως είναι οι διάφορες κατηγορίες εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα. Πρόκειται για επίλεκτους μηχανι- σμούς καταστολής του αστικού κράτους, τα μέλη των οποίων τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια τα καθήκοντά τους. Το γεγονός ότι διαμαρτύρονται, διαδηλώνουν ή και απεργούν δεν αποδεικνύει ιδιότητα εργαζόμενων, αλλά ιδιότητα συντεχνίας που υπερασπίζεται τα προνόμιά της.
Αυτό που εμφανίζεται ως ειρωνεία δεν είναι παρά μια ακόμη έκφραση ιστορικής συνέπειας. Δικαστές, εισαγγελείς και μπάτσοι συνέπεσε να οργανώνουν τις κινητοποιήσεις τους την ίδια περίοδο που κινητοποιούνται και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Το γεγονός ότι διανύουμε μια περίοδο σχετικής όξυνσης της ταξικής πάλης, δεν έχει οδηγήσει αυτούς τους μηχανισμούς σε χαλάρωση της κατασταλτικής τους συμπεριφοράς έναντι του λαού, αλλά αντίθετα σε όξυνσή της. Αντιδρούν σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ στην όξυνση της ταξικής πάλης, πάντοτε στο πλευρό της τάξης που από τη φύση τους είναι ταγμένοι να υπηρετούν ως μηχανισμοί.
Πώς, λοιπόν, μας προέκυψαν σαν «εργαζόμενοι» οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι μπάτσοι (και οι καραβανάδες); Μας προέκυψαν ως αποτέλεσμα της παντελούς προδοσίας των λαϊκών συμφερόντων από τα κόμματα της καθεστωτικής ψευτοαριστεράς. Κόμματα που δεν αποβλέπουν στο γκρέμισμα του καπιταλισμού, αλλά στην ενίσχυση της θέσης τους στο σύστημα της αστικής εξουσίας. Ψηφοφόρους ψάχνουν και ως γνωστόν οι ψηφοφόροι «δεν έχουν χρώμα». Φτάνει να ρίξουν το «δικό μας» χαρτάκι στην κάλπη.
Ετσι ευνουχίζεται το ταξικό πνεύμα των εργατών, ευνουχίζεται ο νεανικός ενθουσιασμός, καλλιεργείται ο λεγκαλισμός, η υποταγή στην αστική νομιμότητα, η αποδοχή του αστικού συστήματος εξουσίας και των κατασταλτικών του μηχανισμών.
Π.Γ.