Ελαμπε από χαρά η Αλ. Παπαρήγα, όταν στήθηκε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες για τις καθιερωμένες τηλεοπτικές δηλώσεις μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος. Κι επειδή η χαρά λύνει τα στόματα, την ακούσαμε να μας περιγράφει, με απλά λόγια, τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό. Ηταν τόσο καθαρή η τοποθέτησή της, που ουδόλως ενόχλησε τους παριστάμενους στα πάνελ των τηλεοπτικών σταθμών εκείνη την ώρα. Ούτε καν τον Πρετεντέρη.
«Τα εργατικά, τα λαϊκά στρώματα πρέπει να δείξουν ότι αρχίζουν να απεγκλωβίζονται και παλεύουν για την ανατροπή του συσχετισμού δύναμης, δίχως την οποία δεν μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για την κοινωνική, λαϊκή ευημερία», είπε η γενική γραμματέας του Περισσού. Το μήνυμα εδώ είναι διπλό. Από τη μια κηρύσσονται άχρηστοι όλοι οι επιμέρους αγώνες (αυτό κι αν είναι μήνυμα ηττοπάθειας και παραίτησης) κι από την άλλη καλούνται οι εργαζόμενοι να δώσουν διά της ψήφου λύση στα προβλήματά τους. Η αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών είναι ο όρος για ν’ ανοίξει ο δρόμος προς τη λαϊκή ευημερία.
Απαντώντας σε σχόλιο δημοσιογράφου σχετικό με το ποσοστό που πήραν οι συνδυασμοί του Περισσού, η Παπαρήγα επανέλαβε τη θέση του κόμματός της: «Καλέσαμε το λαό να ψηφίσει με πολιτικά κριτήρια για να ανοίξει πραγματικά ο δρόμος».
Πολλές φορές η ηγεσία του Περισσού, που έχει διαμορφώσει έναν επαναστατικόμορφο πολιτικό λόγο, προπαθεί να θολώσει τα νερά. Μιλά για επανάσταση, για σκληρούς ταξικούς αγώνες, για συγκρούσεις κ.λπ. Σαν γνήσιο οπορτουνιστικό κόμμα, ο Περισσός προσπαθεί να εξαπατήσει κυρίως τους νέους που εγκλωβίζει στις γραμμές του. Προς τους εργαζόμενους, όμως, ο λόγος του είναι απολύτως στρογγυλεμένος, με την επίκληση του «χαμηλού επιπέδου των μαζών», τις οποίες «πρέπει να φέρουμε κοντά στο κόμμα».
Οταν έρχονται εκλογές πανεθνικού χαρακτήρα, τότε μπορείς να δεις πιο καθαρά από κάθε άλλη περίοδο την ουσία της πολιτικής αυτού του κόμματος. Την καλλιέργεια του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Γιατί τότε πρέπει να ζητήσει την ψήφο του λαού, γλείφοντάς τον, όπως τον γλείφουν όλα τα αστικά κόμματα. Ο τρόπος αλλάζει, αλλά το γλείψιμο είναι γλείψιμο.
Για να πάρεις ψήφους σε αστικές εκλογές, που να ξεπερνούν μάλιστα κατά πολύ τον αριθμό των ανθρώπων που κινητοποιείς στις κομματικές σου συγκεντρώσεις, πρέπει καταρχάς να καλλιεργήσεις στους ψηφοφόρους την ψευδαίσθηση ότι η ψήφος τους έχει αξία και μεγάλη μάλιστα, ότι δι’ αυτής μπορούν να καθορίσουν την πορεία των πραγμάτων.
Και επειδή το ένα φέρνει τ’ άλλο, πρέπει να επεξεργαστείς μια τέτοια πολιτική πρόταση που θα υπόσχεται το σοσιαλισμό μέσω της κάλπης. Στο στενό κομματικό ακροατήριο λες –πάντα με συνωμοτικό τρόπο– και διάφορα άλλα, περί συγκρούσεων με την αστική τάξη και τα παρόμοια, όμως στο λαϊκό ακροατήριο μιλάς μόνο για την αξία της ψήφου. Για να μην τρομάξει, μάλιστα, και χαθούν ψήφοι, εφευρίσκεις και ένα στάδιο (πριν το σοσιαλισμό), που το ονομάζεις «λαϊκή οικονομία με λαϊκή εξουσία».
Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείς μια ακόμα σάπια σχέση αντιπροσώπευσης. Δεν προσπαθείς να συγκεντρώσεις το στρατό της επαναστατικής ανατροπής, ο οποίος θα συνδεθεί μ’ ένα κόμμα που θα το θεωρεί φυσική του καθοδήγηση, αλλά προσπαθείς να στήσεις έναν κοινοβουλευτικό μηχανισμό, ο οποίος υπόσχεται πως όσες περισσότερες ψήφους πάρει τόσο πιο αποτελεσματικά θα υπερασπιστεί τα λαϊκά συμφέροντα. Ο μηχανισμός, όχι ο λαός. Το καθήκον του λαού είναι να ψηφίζει (προπαντός αυτό) και να συμμετέχει στα ειρηνικά συλλαλητήρια που καλεί ο μηχανισμός.
Π.Γ.