Πριν από μερικές μέρες, η ΟΕΝΓΕ ανακοίνωσε ότι «αποφασίζει την διερεύνηση του ενδεχομένου υποβολής μηνυτήριας αναφοράς εναντίον κάθε πιθανά υπευθύνου κυβερνητικού αρμοδίου. Αμεσα θα απευθυνθεί για νομική γνώμη επ’ αυτού σε νομικούς συμβούλους. Οι Ενώσεις καλούνται να στείλουν άμεσα, εντός 10 ημερών, συγκεκριμένες τεκμηριωμένες αναφορές για τις ελλείψεις, για την αντιποίηση ειδικοτήτων, για την υποθεραπεία ασθενών, για τις ΜΕΘ (προδιαγραφές, προσωπικό κλπ.) και ό,τι άλλο στοιχείο κρίνουν σκόπιμο».
Η πρόταση έγινε από το «Ενωτικό Κίνημα για την Ανατροπή» (η παράταξη από την οποία προέρχεται ο γ.γ. της ΟΕΝΓΕ Π. Παπανικολάου) και ήταν διατυπωμένη ως εξής: «Δεν έχουμε αυταπάτες. Πιστεύουμε όλα κρίνονται και κερδίζονται κινηματικά και πολιτικά πρωτίστως. Πιστεύουμε όμως πως μια μηνυτήρια αναφορά από την ΟΕΝΓΕ για διερεύνηση ευθυνών των αρμοδίων θα βοηθήσει να σπάσει το “σιωπητήριο” που προσπαθούν να επιβάλλουν, να σταματήσουμε τώρα την εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη!».
Υπάρχει προφανής διαφορά ανάμεσα στην υποβληθείσα πρόταση και στην απόφαση. Η πρόταση ήταν ρητή, για κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς, ενώ η απόφαση είναι για διερεύνηση του ενδεχόμενου υποβολής μηνυτήριας αναφοράς, με πρώτο βήμα τη συνεργασία με νομικούς συμβούλους. Προφανώς, αυτός ήταν ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής, στον οποίο συμφώνησαν όλες οι παρατάξεις (και η κυβερνητική ΔΑΚΕ).
Το θέμα μας δεν είναι η διαφορά ανάμεσα στην πρόταση και την απόφαση, αλλά αυτή καθεαυτή η ανακίνηση ζητήματος υποβολής μηνυτήριας αναφοράς κατά των αρμόδιων αρχών.
Γενικά μιλώντας, οι μηνύσεις είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιήσει το κίνημα. Οχι για να σπείρει αυταπάτες, ότι η αστική Δικαιοσύνη είναι ο προστάτης των αδυνάτων, αλλά για να διευκολύνει τον αγώνα του σε συγκεκριμένα μέτωπα. Γι’ αυτό και οι μηνύσεις πρέπει να είναι ad hoc. Κι εμείς έχουμε κάνει μηνυτήριες αναφορές, αλλά πάντοτε για συγκεκριμένα θέματα (π.χ. για το σκάνδαλο του «ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ», για την παράνομη εισαγωγή του κινέζικου στελέχους του ιού των χοίρων κτλ.). Οι μηνυτήριες αναφορές που κάναμε ήταν πάντοτε άκρως ντοκουμενταρισμένες και τις περισσότερες φορές έφεραν αποτελέσματα.
Μήνυση πάντως που «θα βοηθήσει να σπάσει το “σιωπητήριο” που προσπαθούν να επιβάλλουν», δηλαδή μήνυση με στόχο προπαγανδιστικό, δε θα υποβάλαμε ποτέ. Γιατί ακόμα κι αν μια τέτοια μήνυση θα βοηθούσε να σπάσει το «σιωπητήριο», η αρχειοθέτησή της από τις δικαστικές αρχές θα έφερνε μεγαλύτερη ζημιά. Η προπαγάνδα και η ζύμωση γίνονται με άλλα μέσα και όχι με μηνύσεις. Αλλιώς, η διαδικασία της μήνυσης καταντά σκέτο πυροτέχνημα.
Και βέβαια, δεν νοείται μήνυση που θα επικαλείται πολιτικές ευθύνες. Οι πολιτικές ευθύνες αποδίδονται στο πεδίο του πολιτικού αγώνα, όχι στα εισαγγελικά γραφεία και τις δικαστικές αίθουσες. Ας αφήσουμε το γεγονός ότι μια μήνυση που στρέφεται κατά πολιτικών προσώπων θα σταλεί «αμελλητί» στη Βουλή, όπου πανεύκολα μπορεί να «πνιγεί».
Η μήνυση αναζητά ποινικές ευθύνες και πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία για τη διάπραξη αδικημάτων, έστω και χωρίς να δίνει τον ακριβή ποινικό τους χαρακτηρισμό. Οταν, όμως, αποδεικνύει αυτά που καταγγέλλει, τότε δύσκολα ένας εισαγγελέας θα τη στείλει στο αρχείο. Κι αν τη στείλει, θα ανοίξει έδαφος για περαιτέρω χειρισμούς, στο επίπεδο της κοινωνίας πλέον.
Η πρόταση του «Ενωτικού Κινήματος για την Ανατροπή» (θα την παραθέσουμε ολόκληρη στο τέλος, για να μην μας πει κανείς ότι διαστρεβλώνουμε κάτι) δεν περιλαμβάνει ούτε ένα στοιχείο το οποίο να μπορεί να στηρίξει μια μήνυση. Είναι ένα συνδικαλιστικό κείμενο, που επαναλαμβάνει γνωστές θέσεις του συνδικαλισμού των νοσοκομειακών γιατρών, καταγγέλλει την αδιαφορία της κυβέρνησης και μιλά για εγκληματικές ευθύνες της. Από ποινική άποψη, όλη αυτή η πολιτική-συνδικαλιστική καταγγελιολογία έχει μηδενική αξία, διότι δεν περιγράφονται συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις συγκεκριμένων προσώπων (από τον πρωθυπουργό, τον υπουργό και τον υφυπουργό, μέχρι τον γενικό γραμματέα, τον ΥΠΕάρχη και τον διοικητή του τάδε νοσοκομείου), στους οποίους να μπορούν να αποδοθούν ποινικά αδικήματα.
Αυτό που λέμε δεν είναι νομικός σχολαστικισμός, είναι πολιτική επιχειρηματολογία. Οταν κάνεις μήνυση περιγράφεις παρανομίες. Αν δεν μπορείς να περιγράψεις παρανομίες, βγάζεις ανακοινώσεις καταγγελίας, οργανώνεις συνεντεύξεις Τύπου, κάνεις κινητοποιήσεις κτλ.
Η απόφαση της ΕΓ της ΟΕΝΓΕ (θα την παραθέσουμε κι αυτή στο τέλος), μολονότι αντανακλά συμβιβασμό ανάμεσα στις παρατάξεις και δεν είναι απόφαση για υποβολή μηνυτήριας αναφοράς, αλλά για διερεύνηση της δυνατότητας για υποβολή μηνυτήριας αναφοράς, καταλήγει σε μια έμμεση ομολογία αδυναμίας: «Οι Ενώσεις καλούνται να στείλουν άμεσα, εντός 10 ημερών, συγκεκριμένες τεκμηριωμένες αναφορές για τις ελλείψεις, για την αντιποίηση ειδικοτήτων, για την υποθεραπεία ασθενών, για τις ΜΕΘ (προδιαγραφές, προσωπικό κλπ.) και ό,τι άλλο στοιχείο κρίνουν σκόπιμο».
Η ΟΕΝΓΕ παραδέχεται ότι δεν έχει στα χέρια της συγκεκριμένο αποδεικτικό υλικό για να στηρίξει μια μηνυτήρια αναφορά και ζητά από τις Ενώσεις μέλη της να της το αποστείλουν εντός δεκαημέρου (το δεκαήμερο εκπνέει τη Δευτέρα). Αυτή η έμμεση ομολογία, όμως, ξεφεύγει από τα όρια της φιλολογίας περί τη μηνυτήρια αναφορά και αποκτά πολιτικό χαρακτήρα.
Η ΟΕΝΓΕ, στο πλαίσιο του κοινωνικού ρόλου που θα έπρεπε να ασκεί, όφειλε να έχει δημιουργήσει μηχανισμό συγκέντρωσης όλων των στοιχείων που αποδεικνύουν την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα εντεταλμένα όργανά της στο ΕΣΥ και να ενημερώνει συνεχώς και αδιαλείπτως τον ελληνικό λαό. Δεν το έπραξε. Ο,τι συγκεκριμένο ακούστηκε μέχρι τώρα ακούστηκε από γιατρούς και ελάχιστες Ενώσεις. Περιέγραφε δε (λογικά) την εμπειρία τους από συγκεκριμένα νοσοκομεία και όχι την κατάσταση στο σύνολο της χώρας.
Από την άποψη αυτή, η ιδέα της μηνυτήριας αναφοράς, ως εργαλείου προπαγάνδας (για «να σπάσει το “σιωπητήριο”»), μοιάζει με φερετζέ πίσω από τον οποίο αυτοί που έκαναν την πρόταση προσπαθούν να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες. Είναι άλλης τάξης, βέβαια, από τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης, όμως δεν παύουν να είναι σοβαρές ευθύνες. Αφορούν την κοινωνική τους υπευθυνότητα, το καθήκον τους να ενημερώνουν για τα πάντα και αναλυτικά τον ελληνικό λαό.
Για να το πούμε διαφορετικά, αφορούν την αδιαφορία τους να δημιουργήσουν ένα δίκτυο αντι-πληροφόρησης, που θα έκανε σκόνη την κυβερνητική παραπληροφόρηση. Που θα προειδοποιούσε γι’ αυτό που συμβαίνει και γι’ αυτό που θα συμβεί. Συγκεκριμένα, με στοιχεία, όχι με γενικολογίες. Οπως έκαναν -προς τιμήν τους- ορισμένοι γιατροί το τελευταίο διάστημα.
Εμείς έχουμε δημιουργήσει ένα τέτοιο δίκτυο αντι-πληροφόρησης. Με πολύ κόπο, γιατί είμαστε εφημερίδα και όχι το ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο των γιατρών. Δεν είναι λίγες οι φορές που αναζητήσαμε πληροφόρηση από συνδικαλιστικά στελέχη των νοσοκομειακών γιατρών και εισπράξαμε… άγνοια (το έχουμε κριτικάρει αυτό). Η ΟΕΝΓΕ, όμως, έχει πρόσβαση σε όλα τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας της χώρας και μπορεί να έχει ακριβή πληροφόρηση για την κατάσταση που επικρατεί. Ενας στοιχειώδης μηχανισμός συγκέντρωσης και συστηματοποίησης όλης της πληροφόρησης, σε καθημερινή βάση, θα ήταν αρκετός για να ενημερώνεται σωστά ο ελληνικός λαός και να μην παραμυθιάζεται από τον κάθε Τσιόδρα, Κικίλια, Κοντοζαμάνη ή Μητσοτάκη. Είναι πραγματικά εξοργιστικό να ζητά τώρα η ΟΕΝΓΕ ενημέρωση από τις Ενώσεις μέλη της, όταν στην εκτελεστική της γραμματεία συμμετέχουν συνδικαλιστές από τις μεγαλύτερες Ενώσεις, εκπρόσωποι των παρατάξεων και στην ΟΕΝΓΕ και στις Ενώσεις.
Αυτό έπρεπε να έχει γίνει από την πρώτη στιγμή, όμως το πιθανότερο (για να μην πούμε σίγουρο) είναι ότι δε θα γίνει ούτε τώρα. Το ίδιο το σκεπτικό της μηνυτήριας αναφοράς, όπως το περιγράψαμε, προδιαγράφει τις εξελίξεις. Οποιος αναζητά πυροτεχνήματα δεν ενδιαφέρεται για την ουσία.
Π.Γ.