Το όνομά του ήταν Τοφίκ Σράι. Ηταν Σαχράουϊ, με καταγωγή από τη Γκουλμίμ της υπό μαροκινή κατοχή Δυτικής Σαχάρας. Ηταν ένας από τους απεργούς πείνας της Υπατίας. Ηταν ο κιμπορντίστας των Al Musawat (Η Ισότητα), της μπάντας που με δική μας βοήθεια συγκρότησαν σαχράουϊ μετανάστες και έδωσε μερικές συναυλίες με τη σύμπραξη και ελλήνων μουσικών.
Η μπάντα σκόρπισε με το σκόρπισμα των μελών της. Αλλος γύρισε στην πατρίδα, άλλοι δοκίμασαν την τύχη τους στο δρόμο προς την Κεντρική Ευρώπη, διασχίζοντας όλη τη βαλκανική ενδοχώρα (Ελλάδα – Μακεδονία ή Αλβανία – Σερβία – Ουγγαρία – Αυστρία). Οι πιο τολμηροί άνοιξαν το δρόμο, οι άλλοι ακολούθησαν, παρά τις φρικτές ιστορίες που άκουγαν (κλοπές, ξυλοδαρμοί, φυλακίσεις). Η Ελλάδα της κρίσης και των Μνημονίων δεν τους εξασφάλιζε πλέον ούτε την επιβίωση. Οσοι ήταν απεργοί πείνας είχαν ήδη δοκιμάσει στο πετσί τους τη διάψευση των ελπίδων που κάποιοι προσπάθησαν να τους καλλιεργήσουν: ήταν και πάλι παράνομοι.
Ο Τοφίκ δοκίμασε την τύχη του τον περασμένο Δεκέμβρη. Νέο παιδί ήταν (στα 31 του χρόνια, σκληραγωγημένος, όπως όλοι οι Σαχράουϊ) τα κατάφερε. Δεν ξέρουμε τι τράβηξε στο δρόμο, όμως έφτασε στη Γερμανία, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο.
Πριν από ένα μήνα πέθανε! Από παθολογικούς λόγους μας είπαν, χωρίς ακόμη να έχουμε μάθει λεπτομέρειες. Δεν μάθαμε ούτε αν τάφηκε στη Γερμανία ή μπόρεσαν να τον στείλουν να ταφεί στην πατρίδα του. Και μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ τι ρόλο έπαιξαν οι ταλαιπωρίες που πέρασε. Σημασία έχει ότι το αρμόνιο των Al Musawat σίγησε.
Δύστηνος μοίρα θα πει κάποιος. Αυτόν τον χαρακτηρισμό μπορείς να δώσεις αν παραβλέψεις το συγκλονιστικό γεγονός ότι ένας νέος Σαχράουϊ άφησε την τελευταία του πνοή σ’ ένα γκρίζο δωμάτιο γερμανικού νοσοκομείου. Πώς βρέθηκε εκεί;
Η περίπτωση του Τοφίκ είναι χαρακτηριστική. Σπούδαζε στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου του Μαρακές. Λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές του, που θα του εξασφάλιζαν τον τίτλο ενός ακόμη ανέργου σαχράουϊ με πανεπιστημιακό πτυχίο, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει το δρόμο που με τόση γλαφυρότητα «ζωγράφιζαν» οι δουλέμποροι: «εδώ δεν έχουμε χαΐρι, στην Ευρώπη μπορούμε να μαζέψουμε λεφτά και μετά να γυρίσουμε, να κάνουμε οικογένεια και μια δικιά μας δουλειά».
Αστραφταν τα μάτια των νέων παιδιών σ’ αυτά τα ακούσματα. Ακόμα και παιδιών σαν τον Τοφίκ, που σπούδαζαν, που είχαν μια μόρφωση. Μέχρι που έφτασε η ώρα της διάψευσης. Ο εγκλωβισμός στην Ελλάδα, το συνεχές κυνηγητό, το απλήρωτο μεροκάματο. Ο Τοφίκ πήγε σχολείο και έμαθε ελληνικά. Μιλούσε καλά, συγκροτημένα. Ηταν σαν να είχε πάρει απόφαση να μείνει στην Ελλάδα. Ομως στο πρόσωπό του ήταν πάντοτε ζωγραφισμένη μια μελαγχολία. Δε μιλούσε πολύ, δεν έμπαινε εύκολα στις συζητήσεις, μόνο άκουγε. Ακόμη κι όταν έπαιζε μουσική, μετά βίας χαμογελούσε.
Πρέπει να είχε τουλάχιστον εφτά χρόνια στην Ελλάδα, όταν πήρε την απόφαση να φύγει. Δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε ακόμη γι’ αυτόν. Δεν είχε «κάνει» τίποτα. Μετά βίας επιβίωνε. Η λύση ήταν να τραβήξει βόρεια, όπως ήδη είχε κάνει η πλειοψηφία των συντρόφων του στην απεργία πείνας. Είμαστε σίγουροι πως ήδη θα προσπαθούσε να μάθει γερμανικά. Δεν πρόλαβε να βιώσει τη δεύτερη διάψευση των ελπίδων.
Π.Γ.