Η στήλη δεν χρησιμοποιεί φωτογραφίες, αλλά η συγκυρία επιβάλλει την εξαίρεση. Γιατί το πρωτοσέλιδο της φυλλάδας του Περισσού την περασμένη Πέμπτη αποτελεί μνημείο ξεδιαντροπιάς, πολιτικής αγυρτείας και αντεργατικού οπορτουνισμού.
Ωστε έτσι, λοιπόν. Οι ναυτεργάτες μπήκαν στα καράβια με ψηλά το κεφάλι και είναι νικητές. Η δε συγκυβέρνηση είναι ηττημένη! Που σημαίνει, ότι οι εργάτες πρέπει να απεργούν, να χάνουν μεροκάματα, να ρισκάρουν απολύσεις όχι για να ικανοποιήσουν (εν όλω ή εν μέρει) τα αιτήματα που διεκδικούν), αλλά για να φθείρουν πολιτικά τις αστικές κυβερνήσεις! Με τη λογική αυτή, οι εργάτες είναι μονίμως νικητές, διότι μονίμως απεργούν. Πότε αραιότερα και πότε πυκνότερα, απεργούν όμως.
Κυβερνήσεις έχουν φθαρεί (πρόσφατο παράδειγμα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ), όμως άλλες κυβερνήσεις τις διαδέχονται, σ’ ένα αέναο γαϊτανάκι. Και βέβαια, ό,τι χάνεται σε μια απεργία δεν το ικανοποιεί η κυβέρνηση που διαδέχεται την «ηττημένη». Γιατί στην πραγματικότητα η μάχη δεν γίνεται μεταξύ εργατών και κυβερνήσεων, αλλά μεταξύ εργατών και καπιταλιστών. Οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν κατασταλτικά υπέρ των δεύτερων. Μπορεί οι κυβερνήσεις να υφίστανται πολιτικό κόστος, όμως οι καπιταλιστές δεν υφίστανται κόστος στα θησαυροφυλάκιά τους.
Οι ηγέτες του Περισσού έχουν αποκηρύξει κάθε επαναστατική προοπτική (στη λαϊκή επανάσταση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι, έχει διακηρύξει από το βήμα του αστικού κοινοβουλίου η Παπαρήγα). Κάποιοι περίμεναν ότι θα μπορέσουν να σταθούν στο ύψος τους ως μια αστική ρεφορμιστική δύναμη, όταν τυχαίνει να επηρεάζουν εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις. Διαψεύστηκαν για μια ακόμη φορά. Ο Περισσός δεν αποτελεί καν δύναμη αγωνιστικού ρεφορμισμού, αλλά δύναμη διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης και της ταξικής υποταγής.
Αυτό φαίνεται καθαρά όταν κάποια επεισόδια της αέναης πάλης των τάξεων οδηγούν σε οξύνσεις που προκαλούν την παρέμβαση του αστικού κράτους (πάντοτε προς όφελος των καπιταλιστών, εννοείται). Τότε είναι που ο Περισσός δείχνει το αποκρουστικό του πρόσωπο. Ξορκίζει κάθε ιδέα ουσιαστικής εργατικής αντίστασης, συκοφαντεί ως «τυχοδιωκτισμό» κάθε πρόταση σύγκρουσης με την αστική νομιμότητα και οδηγεί τους εργάτες στην υποταγή, αφού προηγουμένως έχει φροντίσει να τους εξουθενώσει, να τους αφήσει απροετοίμαστους, να τους σπάσει το ηθικό.
Δεν φτάνει, όμως, η συμβολή του στην ήττα του αγώνα, έρχεται στο καπάκι και φτύνει κατάμουτρα τους εργάτες, βαφτίζοντας σαν τους καλόγερους το κρέας ψάρι, την ήττα νίκη. Ετσι, καλλιεργεί τη λογική του απεργού-καρπαζοεισπράκτορα, του εργάτη-λούζερ, την αίσθηση της αναποτελεσματικότητας των απεργιακών αγώνων. Μια αίσθηση που φωλιάζει στις συνειδήσεις και καλλιεργεί στη συνέχεια κύματα φόβου, αποστράτευσης, εξατομίκευσης.
Π.Γ.