Ξεπερνώντας με χλευασμό τις μπούρδες των διάφορων Λαζαρίδηδων περί «ελληνικού BBC», που οσονούπω θα δημιουργηθεί υπό την εποπτεία του ανθρώπου των μιντιαρχών Π. Καψή, ας σταθούμε σ’ αυτό που αποτελεί κοινό τόπο όσων αναφέρονται στη «δημόσια» ραδιοτηλεόραση. Θέλουν, λένε, μια ραδιοτηλεόραση ανεξάρτητη. Ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση συμπληρώνουν.
Παραλείπουν, όμως, να πουν ότι τέτοια ραδιοτηλεόραση υπάρχει ήδη. Οι μεγάλοι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί είναι ανεξάρτητοι από την εκάστοτε κυβέρνηση. Είναι, όμως, εξαρτημένοι από τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους, που κάνει το ίδιο. Το έργο το έχουμε παρακολουθήσει πολλά χρόνια τώρα. Τη μια περίοδο αποθεώνουν μια κυβέρνηση και μετά τη θάβουν. Εκτελούν συμβόλαια, εκβιάζουν πολιτικούς, ανεβοκατεβάζουν υπουργούς.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ανεξάρτητα από το πόσο συμπαθής τους είναι μια κυβέρνηση, δεν υπάρχει περίπτωση να στραφούν ενάντια στον καπιταλισμό ως σύστημα. Είναι πάντοτε, με φασιστική ωμότητα, ενάντια στις λαϊκές κινητοποιήσεις, ενάντια στη λαϊκή αντιβία, ενάντια στις επαναστατικές δυνάμεις. Συγκυριακά μόνο, αν συνειδητοποιήσουν ότι ένας αγώνας τους έχει ξεπεράσει και δημιουργεί κινδύνους για τη σταθερότητα του συστήματος, θα τον «αγκαλιάσουν θερμά», ώστε με το σφιχταγγάλιασμά τους να τον πνίξουν, να τον οδηγήσουν σ’ έναν άδικο συμβιβασμό.
Αυτοί που προβάλλουν την «πολιτική ανεξαρτησία» του BBC ή της γερμανικής ZDF «ξεχνούν» να μας πουν ότι αυτά τα κρατικά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα έχουν χτιστεί με βάση πολιτικές συμφωνίες ανάμεσα στα μεγάλα αστικά πολιτικά ρεύματα της Βρετανίας και της Γερμανίας και ακολουθούν πιστά ορισμένους άγραφους κανόνες πολιτικών ισορροπιών, που έχουν διαμορφωθεί πριν από δεκαετίες. Είναι σαν τον άγραφο κανόνα που ακολουθείται στο Ευρωκοινοβούλιο, στην προεδρία του οποίου εναλλάσσονται χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, ανεξάρτητα από τους συσχετισμούς που έχουν διαμορφωθεί σε κάθε συγκυρία (γι’ αυτό είναι πρόεδρος σήμερα ο σοσιαλδημοκράτης Σουλτς, μολονότι οι Χριστιανοδημοκράτες ελέγχουν την πλειοψηφία).
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή η μακρά παράδοση αστικού κοινοβουλευτικού «πολιτικού πολιτισμού». Ακόμα και στα χρόνια της μεταπολίτευσης, που ο κοινοβουλευτισμός λειτούργησε για πρώτη φορά ομαλά επί δεκαετίες, η κρατική ραδιοτηλεόραση αντιμετωπίστηκε ως φέουδο της εκάστοτε κυβέρνησης. Και δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι αυτό δε θα εξακολουθήσει και με τη νέα «δημόσια ραδιοτηλεόραση» που θα στήσουν. Γιατί διανύουμε μια περίοδο πολιτικής κρίσης και αστάθειας και είναι λογικό τα κυβερνώντα κόμματα να θέλουν ένα ακόμη βέλος στη φαρέτρα τους, να μη θέλουν να μοιραστούν το προνόμιο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ομως, εκείνο που κυρίως πρέπει να επισημανθεί είναι πως, ακόμη κι αν φτιάξουν μια ραδιοτηλεόραση στα πρότυπα του BBC και της ZDF, αυτή δε θα είναι δημόσια, αλλά κρατική ραδιοτηλεόραση. Θα είναι μια ραδιοτηλεόραση στην υπηρεσία της κρατικά οργανωμένης αστικής τάξης. Εχθρική προς κάθε απελευθερωτικό εγχείρημα, εχθρική για τους αγώνες των εργαζόμενων και των νέων, εχθρική σε κάθε κίνηση που παραβιάζει την αστική νομιμότητα. Και μάλιστα, αν το εγχείρημα πετύχει, η κρατική ραδιοτηλεόραση θα είναι πιο ύπουλη από την ξεφωνημένη ιδιωτική. Ανεξάρτητη, ίσως, από την κυβέρνηση, εξαρτημένη από την εξουσία.
Π.Γ.