«Σε εθνικό επίπεδο τώρα, νομίζω ότι η Κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι και ξέρει και μπορεί να υψώνει αναχώματα στις αυξήσεις. Το είπε και το έκανε και το κάνει στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος. Το λέει και θα συνεχίσει να το κάνει όπου και όπως χρειάζεται. Προσοχή όμως, οι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν η πολιτεία σήμερα είναι σε θέση να στηρίζει με πάνω από 2 δισεκατομμύρια το μήνα τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, το οφείλει και στη συνετή πολιτική η οποία αύξησε τον δημόσιο πλούτο, ώστε αυτός να μπορεί να επιστρέφεται στους πολίτες. Συνεπώς, τα μέτρα μας θα είναι πάντα μετρημένα και χωρίς οι πρόσκαιρες ανάγκες να ναρκοθετούν τις εθνικές αναγκαιότητες. Το λέω, γιατί ακούω ή διαβάζω -πάντα συμβαίνει αυτό ξέρετε πριν από τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης- για ένα “τσουνάμι” επικείμενων παροχών, τα οποία συχνά δημιουργούν και ψεύτικες προσδοκίες».
Στην πρώτη κιόλας συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου μετά τις διακοπές, αν και στριμωγμένος στα σκοινιά λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών, ο Μητσοτάκης αισθάνθηκε την ανάγκη να βάλει φρένο στην ξέφρενη παροχολογία που τροφοδοτούσαν υπουργοί, βουλευτές και παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας.
Το βασικό συμπέρασμα που βγαίνει απ’ αυτήν την τοποθέτηση είναι πως ο Μητσοτάκης είναι αποφασισμένος να συνεχίσει την ίδια πολιτική και μάλλον να το πάει μέχρι το τέλος της θητείας της κυβέρνησής του. Δίνει για μια φορά ακόμη τα διαπιστευτήριά του στην κεφαλαιοκρατία, αδιαφορώντας για το προσωπικό πολιτικό κόστος που θα πληρώσει.
Το είπε και στη Βουλή, στην προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση για τις υποκλοπές: έρχεται δύσκολος χειμώνας και θα τον περάσουμε μαζί, εγώ δεν δραπετεύω, όποιο κι αν είναι το πολιτικό κόστος. Περιττεύει να πούμε ότι ο χειμώνας δεν θα είναι δύσκολος για τον Μητσοτάκη και την τάξη που υπηρετεί. Για τον ελληνικό λαό θα είναι δύσκολος (αυτή είναι η πιο ήπια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί – εφιαλτικός θα ήταν το σωστό) και βέβαια δεν θα τον περάσουν μαζί ο Μητσοτάκης και οι λαϊκές οικογένειες.
Ισως είναι χρήσιμο να θυμίσουμε ότι τα ίδια έκανε και ο πατέρας του το 1990-93. Δεν άκουσε τις φωνές της «λαϊκής Δεξιάς», που του ζητούσαν να χαλαρώσει λίγο τη σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφάρμοζε, και δεν κατάφερε να βγάλει τετραετία. Αυτή είναι η πολιτική παράδοση των Μητσοτάκηδων, που τους κρατάει στον αφρό της αστικής πολιτικής ως φαμίλια.
Αναγκαστικά, βέβαια, κάποια μέτρα θα παρθούν. Για παράδειγμα, θα δοθεί κάποια αύξηση στον κατώτατο μισθό και στις συντάξεις. Μόνο που θα την ανακοινώσει τώρα για να ισχύσει από 1.1.2023, όταν ο πληθωρισμός θα έχει σφίξει τη θηλιά σε επίπεδο ασφυξίας. Θυμίζουμε, ακόμη, ότι για μεγάλο αριθμό συνταξιούχων δε θα υπάρξει αύξηση, γιατί θα συμψηφιστεί με την περιβόητη «προσωπική διαφορά».
Κατά τα άλλα, θα συνεχιστεί η επιδοματική πολιτική, με τα φιλανθρωπικά φιλοδωρήματα τύπου «pass» και τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς του ρεύματος, που δεν είναι επιδοτήσεις προς τους καταναλωτές, όπως εμφανίζονται, αλλά επιδοτήσεις προς τους καπιταλιστικούς ομίλους που παράγουν και εμπορεύονται ηλεκτρική ενέργεια. Οι καπιταλιστές διατηρούν άθιχτα τα κέρδη τους, κερδοσκοπούν ασύστολα, και την ίδια στιγμή -για να μην υπάρξει κοινωνική έκρηξη- ο κρατικός προϋπολογισμός επιδοτεί τμήμα του κόστους. Μ’ άλλα λόγια, τα λαϊκά νοικοκυριά πληρώνουν διπλά: την αύξηση στους λογαριασμούς και την επιδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, που βγαίνει από τη φορολόγηση των λαϊκών εισοδημάτων. Οι καπιταλιστές της ενέργειας όχι μόνο δεν πληρώνουν «το μερίδιό τους στην κρίση», αλλά αυξάνουν τα κέρδη τους στις συνθήκες της κρίσης.
Με θράσος χιλίων χιμπατζήδων ο Σταϊκούρας επανέλαβε στα μέσα της εβδομάδας πως δεν μπορεί να μειωθεί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα καύσιμα, διότι αυτός είναι πολύτιμος για την εξασφάλιση «δημοσιονομικού χώρου». Με απλά λόγια, το κράτος εισπράττει υπέρογκους φόρους (διότι ο συντελεστής ΦΠΑ παραμένει στο υπέρογκο 24% και εφαρμόζεται σε εξαιρετικά αυξημένες τιμές), πετάει μερικά ψίχουλα σε επιδοτήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και διαθέτει τα υπόλοιπα σε επιδοτήσεις προς τους καπιταλιστές, στο όνομα της «ανάπτυξης».
Τα σημάδια ενός νέου κύκλου κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού είχαν φανεί προτού ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η έκρηξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου βάθυνε απότομα την κρίση. Τα παραμύθια έχουν πλέον καταρρεύσει. Αυτοί που υπόσχονταν «εναλλακτικές πηγές ενέργειας» που θα αποκρούσουν τον «ρωσικό εκβιασμό» έχουν αποδειχτεί εντελώς γυμνοί. Στριμωγμένοι οι ιμπεριαλιστές ηγέτες της ΕΕ αρχίζουν πλέον να μιλούν για «πλαφόν» στις τιμές των ορυκτών καυσίμων, ζητώντας από τα μονοπώλια στον τομέα της ενέργειας να επωμιστούν ένα -μικρό έστω- βάρος. Στην πραγματικότητα, τους ζητούν να περιορίσουν λίγο την ασύδοτη κερδοσκοπία τους. Συζητούν πλέον για κάποια -μικρή έστω- παρέκκλιση από τις αρχές της «ελεύθερης αγοράς» και για επιστροφή σε έναν «περιορισμένο κρατισμό».
Θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα (δεν τους βλέπουμε να βιάζονται, παρά το κλίμα που προσπαθούν να καλλιεργήσουν τα παπαγαλάκια των αστικών ΜΜΕ, που λειτουργούν σαν κοινωνικό ηρεμιστικό), όμως το βέβαιο είναι πως το μονοπωλιακό κεφάλαιο δεν πρόκειται να μοιράσει τα κέρδη του «στην κοινωνία», για να τα βγάλει πέρα με τον «δικτάτορα Πούτιν». Η τακτική που θα ακολουθήσουν θα θυμίζει την τακτική των βασανιστών στα κελιά των βασανιστηρίων. Βασανίζουν τον κρατούμενο τόσο όσο να μην πεθάνει, για να μπορούν να συνεχίσουν το βασανισμό του την επόμενη μέρα.
Ενα νέο κύμα φτωχοποίησης της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων σαρώνει τον καπιταλιστικό κόσμο. Στη χώρα μας είναι πιο σκληρό, γιατί έρχεται να προστεθεί στο κύμα της μνημονιακής περιόδου. Και θα γίνει ακόμα πιο σκληρό, καθώς η κρίση θα βαθύνει. Γι’ αυτό ακόμη και ο Μητσοτάκης αναγκάζεται να μιλήσει για επερχόμενο «δύσκολο χειμώνα».
Για τον κόσμο της δουλειάς, που ο μισθός, το μεροκάματο, η σύνταξη αποτελούν το μοναδικό μέσο επιβίωσης, δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν της διεκδίκησης. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα, το εργατικό κίνημα δε βρίσκεται στα καλύτερά του, η ήττα της μνημονιακής περιόδου ακόμη βαραίνει καταθλιπτικά στις συνειδήσεις και παραλύει τη θέληση, όμως άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Οι κάλπες -όποτε κι αν τις στήσει ο Μητσοτάκης- μπορεί ν’ αλλάξουν κυβερνητικό διαχειριστή, δε θ’ αλλάξουν όμως την πολιτική. Να μην ξεχνάμε τα διδάγματα του 2015 και του 2010 (για να περιοριστούμε μόνο στα τελευταία χρόνια και να μην πάμε πιο πίσω).