Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις, που περνούν ακόμα και σε φιλικά προς την κυβέρνηση μίντια, ο Μητσοτάκης πληρώνει την αχαλίνωτη δημαγωγία του με το περιβόητο Power pass. Ζορίζονται πολύ οι κυβερνητικοί ραδιοφωνιτζήδες να βρουν κάποιον που δηλώνει ευχαριστημένος. Κι αυτός ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσα στο γάλα ανάμεσα στους πολλούς που δηλώνουν ότι άλλα περίμεναν και άλλα παίρνουν. Και κάνουν λόγο για ποσά από 40 μέχρι 90 ευρώ για περίοδο ενός εξαμήνου, ήτοι από 7 μέχρι 15 ευρώ το μήνα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ άδραξε και αυτήν την ευκαιρία για να εξαπολύσει τη δική του ασύστολη δημαγωγία: «εμείς σας τα λέγαμε», «που είναι τα 600 ευρώ που υποσχεθήκατε;» και τα παρόμοια.
Οι κυβερνητικοί διαμαρτύρονται ότι αυτοί ποτέ δεν είπαν ότι θα πάρουν όλοι 600 ευρώ, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Ολοι είχαν ακούσει το εξακοσάρι και όχι το «μέχρι 600», γιατί αυτό ήθελαν ν’ ακούσουν. Πολλοί έτρεφαν την κρυφή ελπίδα: «Μπορεί να μην πάρουμε 600, αλλά ένα τρακοσάρι πρέπει να το πάρουμε». Με το που βλέπουν το Power pass να γράφει, 60, 70, 80, 90 ευρώ, τα παίρνουν στο κρανίο. Βλέπετε, αυτήν την εποχή τα νεύρα είναι τσατάλια. Κάθε εργατικό νοικοκυριό μετράει και ξαναμετράει τα ελάχιστα διαθέσιμα που του έχουν απομείνει από την ακρίβεια, μπας και μπορέσει να εξασφαλίσει μερικές μέρες διακοπών.
Φαίνεται, λοιπόν, πως -όπως έγινε και με το Fuel pass, που αναμένεται να επαναληφθεί- η δημαγωγία του Μητσοτάκη, στην καλύτερη γι’ αυτόν περίπτωση θα ξεχαστεί, στη χειρότερη θα γίνει μπούμερανγκ και θα χτυπήσει την κυβέρνηση, αφαιρώντας της εκλογική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και τα στημένα γκάλοπ, για να δείξουν αληθοφάνεια, εμφανίζουν πλέον τη ΝΔ να προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με μονοψήφια διαφορά.
Εχει πολλάκις επισημανθεί από τις στήλες της εφημερίδας μας πως εδώ και πολλά χρόνια στις εκλογές η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων, αυτή που κρίνει το αποτέλεσμα, δεν ψηφίζει θετικά αλλά αρνητικά. Εκείνο που κυριαρχεί είναι το «να φύγει αυτός». Και φυσικά, τη μερίδα του λέοντος της αρνητικής ψήφου εισπράττει το πιο ισχυρό από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αυτό που δείχνει ότι μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση.
Αστοί πολιτικοί αναλυτές διατείνονται ότι το γεγονός αυτό ισχύει σε όλη την Ευρώπη και είναι αποτέλεσμα του «θανάτου των ιδεολογιών». Βολική η αιτιολογία, όμως για ποιες ιδεολογίες γίνεται λόγος; Οχι προφανώς για την προλεταριακή ιδεολογία, η οποία δεν είναι συγκροτημένη πολιτικά και δεν απειλεί ως αντίπαλο δέος. Το σωστό, λοιπόν, θα ήταν να μιλάμε για το ξεμασκάρεμα των διαφορετικών εκδοχών της αστικής ιδεολογίας.
Ο παλιός διαχωρισμός ανάμεσα σε χριστιανοδημοκράτες (και άλλους αστο-συντηρητικούς) και σε σοσιαλδημοκράτες (και άλλους αστο-φιλελεύθερους) έχει πάψει να υφίσταται εδώ και μερικές δεκαετίες. Οταν δεν κυβερνούν από κοινού, οι κυβερνήσεις των δύο αυτών παρατάξεων εφαρμόζουν την ίδια οικονομική και κοινωνική πολιτική. Οπότε ο ψηφοφόρος που ακόμα θεωρεί ότι η ψήφος του μετράει (ενώ έχει μηδενική αξία), ακολουθεί τη λογική «φύγε εσύ, έλα εσύ».
Αυτό, όμως είναι το θέμα; Αν θα χάσει ο Μητσοτάκης (και η ΝΔ) και θα κερδίσει ο Τσίπρας (και ο ΣΥΡΙΖΑ); Γράφαμε στη στήλη πριν από τρεις εβδομάδες:
Υπάρχει, όμως, ένα κοινό στοιχείο: όλες οι εκλογές, πρόωρες ή στον κανονικό τους χρόνο, δίνουν διέξοδο σε αδιέξοδα του συστήματος.
Πολλοί συζητούν για το colpo grosso του Ανδρέα Παπανδρέου το 1985, όταν έκανε εκλογές σε συνδυασμό με αναθεώρηση του Συντάγματος, «ξεχνούν» όμως τι έγινε τον Νοέμβρη του 1985. Πέντε μήνες μετά τη θριαμβευτική επανεκλογή του, ο Παπανδρέου εφάρμοσε ένα σκληρό πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, το οποίο θεωρείται το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της συντηρητικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού. Μάλιστα, η διαχείριση αυτού του σκληρού αντεργατικού και αντιλαϊκού προγράμματος ανατέθηκε στον Σημίτη, που ως τότε θεωρούνταν ο «δεξιός» του ΠΑΣΟΚ και ο Παπανδρέου δεν του έδινε πρωτοκλασάτο υπουργείο. Οι «καλύτερες μέρες» που έταζε ο Παπανδρέου προεκλογικά μετατράπηκαν σε εφιάλτη για την εργατική τάξη και το λαό.
Μήπως δεν έγινε το ίδιο το 2009; Ο Καραμανλής απέδρασε και ο Παπανδρέου τού «λεφτά υπάρχουν» πήγε στο Καστελόριζο για ν’ ανακοινώσει την έναρξη της μνημονιακής περιόδου. Κι όταν το 2011 ο Παπανδρέου «έσκασε» (ήδη από τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς είχε προτείνει συγκυβέρνηση στον Σαμαρά), η λύση βρέθηκε αμέσως, με πρωθυπουργό φερμένο κατευθείαν από τη Φρανκφούρτη (τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ Παπαδήμο) και στήριξη του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ, της δεξιάς ΝΔ και του ακροδεξιού-κρυφοφασιστικού ΛΑΟΣ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε στην αντιπολίτευση. Το ίδιο και μετά τις διπλές εκλογές του 2012, που οδήγησαν σε συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Και αποδείχτηκε μια σημαντικότατη εφεδρεία για το σύστημα. Χρειάστηκε ένα εξάμηνο για να ξεφορτωθεί την αντιμνημονιακή του ρητορική και να συνεχίσει το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων, υπογράφοντας το τρίτο Μνημόνιο. Στο εννεάμηνο (αφού ψήφισε τους πρώτους τριτομνημονιακούς νόμους) έκανε και εκλογές, με τις ευλογίες της Μέρκελ που στήριζε φόρα παρτίδα ΣΥΡΙΖΑ και όχι ΝΔ. Για να ολοκληρώσει τη συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Αλλες κυβερνητικές αλλαγές έγιναν με πρόωρες εκλογές και άλλες μετά την πάροδο τετραετίας. Αλλες έγιναν σε περιβάλλον πολιτικής υπνηλίας και άλλες σε περιβάλλον πολιτικής κρίσης. Αλλες με το λαό στους δρόμους, άλλες σε συνθήκες κοινωνικής άπνοιας. Ολες βοήθησαν το σύστημα να εξασφαλίσει τη συνέχειά του. Κι αυτό είναι το σημαντικό.
Επανερχόμενοι στα διάφορα pass του Μητσοτάκη, αυτά τα αισχρά φιλανθρωπικά φιλοδωρήματα με τα οποία προσπαθεί να κοροϊδέψει τον ελληνικό λαό (χωρίς να τα καταφέρνει, όπως αποδεικνύεται από τις αντιδράσεις που ακούγονται -δυστυχώς όχι στο δρόμο αλλά στο Ιντερνετ και στα αστικά μίντια), πρέπει να σημειώσουμε ότι η συζήτηση που γίνεται για το αν είναι «πολλά» ή «λίγα» αυτά που μοιράζει η… φιλάνθρωπη κυβέρνηση είναι συνέπεια της αδυναμίας της εργατικής τάξης να διεκδικήσει τα ελάχιστα απ’ αυτά που δικαιούται.
Να το ξεκαθαρίσουμε, για να πάμε παρακάτω: καλά κάνουν οι εργαζόμενοι και υποβάλλουν αιτήσεις για τα διάφορα pass. Δικά τους λεφτά είν’ αυτά, δεν τους τα χαρίζει κανένας. Αλλο αυτό, όμως, και άλλο να αναπτύσσεται μια νοοτροπία σαν των παιδιών που λένε τα κάλαντα και ανάλογα με το μέγεθος του χαρτζιλικιού κρίνουν και τον οικοδεσπότη.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κανένα pass δεν μπορεί να αναπληρώσει την απώλεια εισοδήματος που προκαλεί ο καλπασμός του πληθωρισμού των τιμών. Αλλωστε, τα λεφτά για τα διάφορα pass συναρτώνται άμεσα με τον «διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο», όπως λένε με θράσος ο Μητσοτάκης και οι υπουργοί του, εισπράττοντας εύσημα δημοσιονομικής ορθοδοξίας από το διευθυντήριο των Βρυξελλών, τον Κέρβερο των καπιταλιστικών συμφερόντων. Πέντε πάνω, πέντε κάτω, τίποτα δε θ’ αλλάξει.
Ούτε η (δίκαιη) απαίτηση για μείωση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης) θα φέρει τις δαπάνες διαβίωσης της εργατικής οικογένειας σε αντιστοίχιση με τα έσοδά της, τα μεροκάματα, τους μισθούς και τις συντάξεις. Γιατί οι έμμεσοι φόροι αντιπροσωπεύουν ένα τμήμα (και μάλιστα το μικρότερο) της τιμής των προϊόντων και υπηρεσιών. Οσο κι αν μειωθούν οι έμμεσοι φόροι, θα έχουμε μεν κάποια συγκράτηση της ακρίβειας, όχι όμως ανάσχεσή της. Γιατί τις τιμές τις καθορίζει η «ελεύθερη αγορά» και πάνω σ’ αυτές τις τιμές μπαίνουν οι έμμεσοι φόροι.
Μόνο οι αυξήσεις στα μεροκάματα, τους μισθούς και τις συντάξεις, έτσι ώστε να καλύπτουν τουλάχιστον την αύξηση του Εργατικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (και όχι του κάλπικου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ), μπορεί να υψώσει τείχος ανάσχεσης στον φυσικό και ηθικό εκφυλισμό των εργατικών οικογενειών.