«Οι μεταρρυθμίσεις της Κυβέρνησης δεν προβλέπεται να κάνουν διακοπές ούτε φέτος», είπε ο Μητσοτάκης στο υπουργικό συμβούλιο, ολοκληρώνοντας το λογύδριο που του είχαν γράψει οι λογογράφοι του για να το απαγγείλει on camera.
Δεν αμφιβάλλουμε γι’ αυτό. Είναι πάγιος κανόνας της αστικής πολιτικής να προωθούν οι κυβερνήσεις για ψήφιση μέσα στο καλοκαίρι τα πιο αντιδραστικά, τα πιο «μαύρα» νομοθετήματα. Τότε που έχουμε «τα μπάνια του λαού». Οταν μάλιστα ο λαός είναι μπουχτισμένος από την παρατεταμένη «καραντίνα» και αναζητά με αγωνία μια ανάσα (μια ανάσα, γιατί με την τσέπη άδεια δεν μπορεί να ονειρευτεί περισσότερες), η κυβέρνηση εκτιμά πως όχι μόνο δε θα έχει αντιδράσεις «πεζοδρομίου», αλλά δε θα έχει ούτε πολιτικό ενδιαφέρον και συζήτηση επί των νομοθετημάτων της. Προσδοκά σε… επικοινωνιακή ηπιότητα.
Δύο είναι τα νομοσχέδια που επείγεται να περάσει, ει δυνατόν μέσα στον Ιούλη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το ένα είναι η ανατροπή τύπου Πινοσέτ στην κοινωνική ασφάλιση και το άλλο το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, η κυβέρνηση εκτιμά ότι είναι αρκετές οι θερινές διακοπές των σχολείων για να ελαχιστοποιήσουν τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, εκτιμά ότι οι όποιες συνδικαλιστικές αντιδράσεις θα είναι χαμηλότερης έντασης απ’ αυτές που υπήρξαν πρόσφατα για το αντεργατικό έκτρωμα Χατζηδάκη, οπότε και το δικό της πολιτικό κόστος θα είναι μικρότερο.
Πολλές φορές διαβάζουμε ερωτήματα του τύπου: μα γιατί μια κυβέρνηση που βρίσκεται στο μέσον της θητείας της και που ο πρωθυπουργός της αναζητά εναγωνίως ένα παράθυρο για να κάνει πρόωρες εκλογές, φιλοδοξώντας αυτές να είναι διπλές, ώστε ν’ απαλλαγεί από το βραχνά της ψευτο-απλής αναλογικής που θεσμοθέτησαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ανοίγει συνεχώς κοινωνικά μέτωπα, τα οποία θα τη βλάψουν εκλογικά, στον ένα ή στον άλλο βαθμό;
Το ερώτημα είναι εξ υπαρχής λαθεμένο. Ο Μητσοτάκης θεωρεί ότι συνέτριψε τον Τσίπρα σε απανωτές εκλογές το 2019, επειδή στο πρόγραμμά του περιλάμβανε αυτά που τώρα θέλει να νομοθετήσει. Εκτιμά ότι είναι τόσο βαθύς ο κοινωνικός συντηρητισμός που θα του δώσει μια νέα εκλογική νίκη, καθώς η περιβόητη «μεσαία τάξη» εύκολα παραμυθιάζεται με αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις όπως αυτές στην Παιδεία, ενώ της είναι αδιάφορα τα εργασιακά ζητήματα, καθώς στην πλειοψηφία της αποτελείται από μη μισθωτούς.
Αν πάμε στο παρελθόν, θα θυμηθούμε τον πατέρα Μητσοτάκη να επιχειρεί καλοκαιριάτικα τη διάλυση των αστικών συγκοινωνιών μέσω της ιδιωτικοποίησής τους (τα λεωφορεία της τότε ΕΑΣ δόθηκαν τζάμπα στους διαβόητους «νοικοκυραίους») και να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ογκωδέστατο κίνημα αντίστασης, με τεράστιες διαδηλώσεις μέσα στο κατακαλόκαιρο, που δε συσπείρωναν μόνο τους απολυθέντες εργάτες της ΕΑΣ, αλλά ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Επέμεινε στην ιδιωτικοποίηση, παρά τις συγκρούσεις, σπατάλησε όλο του το «πολιτικό κεφάλαιο» και σε τρία χρόνια «αποχαιρέτησε» την κυβερνητική εξουσία (ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός της μεταπολιτευτικής περιόδου που δεν κατάφερε να κάνει ούτε μια πλήρη κυβερνητική θητεία).
Θέλουμε να πούμε ότι οι αστικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα οι δεξιές, έχουν στο πολιτικό τους DNA τη σύγκρουση με τα λαϊκά στρώματα. Θεωρούν ότι οι λαϊκές αντιδράσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με πυγμή και όχι με ελιγμούς και υποχωρήσεις. Θεωρούν ότι το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» είναι γι’ αυτές τίτλος τιμής, που θα εκτιμηθεί όχι μόνο από την κεφαλαιοκρατία αλλά και εν γένει από το συντηρητικό εκλογικό ακροατήριο. Και συχνά κάνουν λάθος σ’ αυτήν την εκτίμηση, «χάνοντας» το γεγονός ότι ένα τμήμα αυτού του εκλογικού ακροατήριου τις έχει ήδη εγκαταλείψει.
Ολ’ αυτά, όμως, αφορούν την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τον τρόπο με τον οποίο θέλει να πολιτευθεί. Το πολύ να κάνει λάθος στις εκτιμήσεις και να χάσει πανηγυρικά τις επόμενες εκλογές. Και λοιπόν; Ποια η απώλεια για το καπιταλιστικό σύστημα; Οι θεμελιώδεις αντιδραστικές αλλαγές που θα έχει επιφέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα διατηρηθούν (με κάποιο ψευτομακιγιάζ ενδεχομένως), όπως ακριβώς διατηρήθηκαν τα Μνημόνια, με την προσθήκη και ενός τρίτου Μνημόνιου από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με το οποίο ολοκληρώθηκε η συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού.
Οπως έχει συμβεί τόσες φορές, θα χάσουν ο Μητσοτάκης και η ΝΔ, θα κερδίσει ο καπιταλισμός, με μια ακόμη κυβερνητική εναλλαγή.
Το ζήτημα είναι να δούμε τα πράγματα από την πλευρά της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων. Και να τα δούμε χωρίς παραμορφωτικά γυαλιά, χωρίς παραμυθιάσματα και αυτο-παραμυθιάσματα.
Το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν είναι «στα καλά του». Οι απανωτές ήττες της μνημονιακής δεκαετίας, συν το κλίμα που δημιούργησε η πανδημία του κοροναϊού (που ακόμα δεν έχει τελειώσει), κλίμα ανησυχίας για τη νέα κρίση του καπιταλισμού, αναπαράγουν μια λογική φόβου, αποστράτευσης, αναζήτησης της ατομικής λύσης. Κι όταν υπάρχει τέτοια λογική, τότε ενισχύεται και ο «κοινοβουλευτικός κρετινισμός». Οταν οι εργαζόμενοι δεν πιστεύουν στο «δρόμο», καταφεύγουν στην κάλπη, έστω και με τη λογική του μικρότερου κακού.
Ο «δρόμος» είναι το συλλογικό, η κάλπη είναι το ατομικό, περιτυλιγμένο με την ψευδαίσθηση του συλλογικού (αν και λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν, καθώς είναι φανερό ότι τα αστικά κόμματα δεν μπορούν να συγκεντρώσουν παραληρούντα πλήθη, γεμάτα ελπίδα για «αλλαγή»).
Αυτό που είδαμε ως «δρόμο» πριν από μερικές μέρες, όταν ψηφιζόταν το αντεργατικό έκτρωμα του Χατζηδάκη, δεν είναι «ο δρόμος». Κι όποιοι θέλουν να βλέπουν κατάματα την πραγματικότητα, όσο δυσάρεστη κι αν είναι, θα συμφωνήσουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης απουσίαζε. Και θα συμφωνήσουν, επίσης, ότι οι αγωνιστικές εκκλήσεις δεν μπορούν ν’ αλλάξουν την κατάσταση. Η ανάπτυξη των εργατικών κινημάτων αντίστασης δεν είναι μια ευθύγραμμη πορεία, στην οποία ξεκινούν λίγοι, οι οποίοι με το παράδειγμά τους εμπνέουν περισσότερους, ακόμα περισσότερους, λαοθάλασσα στο τέλος.
Τι χρειάζεται; Η δουλειά του μυρμηγκιού, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Η καθημερινή δουλειά των πρωτοπόρων εργατών με τους συναδέλφους τους. Μακριά από τα μάτια των αφεντικών και των ρουφιάνων τους. Μόνο έτσι μπορεί να «ζωντανέψει» ξανά το εργατικό κίνημα και ν’ αρχίσει να ανασυγκροτείται σε ταξική βάση. Διαφορετικά, αυτό που παρουσιάζεται ως «απάντηση στο δρόμο» θα είναι απλά μια… εναλλακτική διαδικασία συλλογής ψηφοφόρων. Οχι και τόσο… εναλλακτική, αφού είναι γνωστή από το παρελθόν.