Δεν μασάνε τα λόγια τους οι καπιταλιστές. Τη δημιουργία παραμεθόριων ζωνών ελεύθερων συναλλαγών, στις οποίες δεν θα ισχύουν οι νόμοι του ελληνικού κράτους αλλά οι νόμοι που κάθε επιχείρηση θα επιβάλει στο εργοστάσιό της, ζήτησε με υπόμνημά του προς τον πρωθυπουργό ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βόρειας Ελλάδας. Την κατάργηση ακόμα και των συλλογικών συμβάσεων και του κατώτατου μισθού σε κλάδους που διέρχονται κρίση, ζήτησε μεταξύ πολλών άλλων το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Αθήνας, με υπόμνημα που απέστειλε στους πολιτικούς αρχηγούς (αναλυτικά γι’ αυτά δες στις σελίδες 8-9).
Ολα αυτά δεν έγιναν εν κρυπτώ και παραβύστω. Παρουσιάστηκαν σε συνεντεύξεις Τύπου. Αλλοτε, οι εκπρόσωποι των καπιταλιστών δρούσαν στο παρασκήνιο. Απέφευγαν τη δημοσιότητα, φοβούμενοι ότι μπορούσαν να πυροδοτήσουν αντιδράσεις. Τώρα, επιδιώκουν τη δημοσιότητα και παρεμβαίνουν δημόσια ακόμα και στις πολιτικές εξελίξεις. Βλέπετε, έχουν αναγορευτεί σε επίσημους «κοινωνικούς συνομιλητές». Η ίδια η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που (υποτίθεται ότι) εκπροσωπεί τους εργαζόμενους, τους θεωρεί «κοινωνικούς εταίρους». Η ταξική συνεργασία έχει καταστεί επίσημη γραμμή του συνδικαλιστικού κινήματος, που δεν αισθάνεται την ανάγκη να κρυφτεί πίσω από ρεφορμιστικές κατασκευές περί ταξικής πάλης.
Οι καπιταλιστές έχουν αποθρασυνθεί. Απολύτως εύλογο και θεμιτό από τη μεριά τους. Δεν μπορεί κανείς να απαιτεί από αυτούς να αρνηθούν τον εαυτό τους, στο όνομα κάποιου «γενικού συμφέροντος». Σ’ ένα τοπίο παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού ξέρουν πολύ καλά πως πρέπει να αυξάνουν συνεχώς την κερδοφορία των επιχειρήσεών τους για να σταθούν. Η δίψα για κέρδη δεν σβήνει ποτέ. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια πολλοί προσπαθούν να μας κάνουν να την ξεχάσουμε, όμως οι ίδιοι οι καπιταλιστές φροντίζουν με τις παρεμβάσεις τους να μας τη θυμίζουν.
Εύλογο είναι να αγανακτούμε ακούγοντάς τους να εμφανίζονται τόσο προκλητικοί και αχόρταγοι, όμως το ερώτημα είναι τί κάνουμε αυτή την αγανάκτησή μας. Την καταπίνουμε ή την εκτονώνουμε σε φιλικές και συναδελφικές συζητήσεις, στα διαλείμματα μεταξύ των συζητήσεων για το ποδόσφαιρο και το λάιφ στάιλ κουτσομπολιό. Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στον κάθε καραγκιόζη γραφειοκράτη συνδικαλιστή, που αισθάνεται σαν βασιλιάς καθώς δεν αισθάνεται καν τον έλεγχό μας. Πηγαίνουμε στις κάλπες και ψηφίζουμε με την ελπίδα ότι η ψήφος μας κάτι μπορεί ν’ αλλάξει. Εχουμε αφήσει τα πάντα στην τύχη τους και συμπεριφερόμαστε σαν μοιρολάτρες, φοβισμένοι, ηττοπαθείς.
Ε, με τέτοια κοινωνική συμπεριφορά δεν πρέπει ν’ απορούμε για την αποθράσυνση των καπιταλιστών. Για να το πούμε αλλιώς, βρίσκουν και τα κάνουν. Βρίσκουν, γιατί εμείς τους δίνουμε το δικαίωμα. Επειδή, λοιπόν, τα χειρότερα δεν τα ‘χουμε δει ακόμα (και κάθε φορά θα υπάρχουν και χειρότερα), ας κοιτάξουμε τί θα κάνουμε…