Μακρά περίοδος νομιμότητος (=νομιμοφροσύνης)
Για ψήφους, Κουτσούμπα, στη Ναταλία ακούμπα
Ημερολόγιο απεργιών: λόγω εκλογών, Απρίλης και Μάης γιoκ απεργίες…
Ασπάλαξ
Το μονοπώλιο της βίας του αστικού κράτους
- Είμαι μαύρος κι έχω δει μαύρα χέρια/ εκατομμύρια κι εκατομμύρια./ Ητανε κουρασμένα κι αδέξια και πονεμένα/ και βρώμικα, και γεμάτα παρωνυχίδες./ Και είχαν πιαστεί μέσα στα γοργοκίνητα/ λουριά των μηχανημάτων και μέσα στα δόντια/ των μηχανημάτων, και θρυμματίστηκαν/ κι έσπασαν από τους θραυστήρες./ Κι έψαχναν εδώ κι εκεί ανάμεσα στις βουερές μηχανές,/ μαζεύοντας σωρό πάνω στο σωρό/ όλο και ψηλότερα/ το χρυσό στις Τράπεζες των αφεντικών./ Και στίβαζαν σωρό πάνω στο σωρό,/ ατσάλι, σίδερο, ξυλεία, στάρι,/ σίκαλη, καλαμπόκι, βαμβάκι, μαλλιά,/ πετρέλαιο, κάρβουνα, κρέας, φρούτα/ γυαλικά, και πολύτιμες πέτρες, ώσπου πια περίσσευαν./ Κι άρπαξαν τουφέκια και τα κρέμασαν/ πάνω στους ώμους τους και έκαμαν πορείες/ κι έζησαν μουλωχτά μέσα σε χαρακώματα,/ και πολέμησαν και σκότωσαν,/ και κατάχτησαν έθνη που ήταν πελάτες/ για τ’ αγαθά που μαύρα χέρια είχανε φκιάσει./ Και πάλι μαύρα χέρια σώριασαν αγαθά/ όλο και σε σωρούς ψηλότερους,/ ώσπου και πάλι περίσσευαν./ Και τότε τα μαύρα χέρια κράτησαν τρέμοντας/ στις πόρτες των εργοστασίων,/ το φάσμα του χαρτιού της απόλυσής τους./ Και τα μαύρα χέρια κρεμάστηκαν οκνά,/ και ασθενικά, και κοκκαλιάρικα/ από την αναδουλειά και την πείνα./ Κ έγιναν νευρικά και ίδρωναν κι ανοιγόκλειναν/ αναποφάσιστα, όλο αγωνία και δισταγμό. (Ρίτσαρντ Ράιτ, «Εχω δει μαύρα χέρια», στη συλλογή «Νέγροι ποιητές», μετάφραση Δημήτρη Σταύρου).
Βασίλης