Δευτέρες με λιακάδα
«Εμείς αντάρτες πόλης – εσείς αποθήκες»
Σαν το αγρίμι έζησα./ Στυλώνοντας πάντα τ’ αυτί μου./ Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα/ ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά./ Μες σε πηγάδια ρίξαν τον ύπνο μου./ Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου./ Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο./ Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου. (Θαν. Κωσταβάρας, Αυτοβιογραφία)
♦ Πλάκα έχει να μιλάει για τον «καναπέ» η Ε. Ακρίτα (Τα Νέα, 3-4/12/12) που ψυχή τε και σώματι έβαλε το λιθαράκι της κι αυτή.
♦ «Στις αρχές του Ιούνη 1836 καταγγέλθηκε στους ειρηνοδίκες του Ντιούσμπερυ (Γιόρκσηρ) ότι οι ιδιοχτήτες 8 μεγάλων εργοστασίων κοντά στο Μπάτλυ παραβίασαν το νόμο για τα εργοστάσια. Ενάντια σε μερικούς από τους κυρίους αυτούς είχε γίνει μήνυση ότι έβαζαν και δούλευαν από τις 6 το πρωί της Παρασκευής ως τις 4 το απόγευμα του επόμενου Σαββάτου 5 αγόρια από 12 ως 15 χρονών χωρίς να τα επιτρέπουν να αναπαύονται, εκτός από το χρόνο του φαγητού και μία ώρα ύπνο τα μεσάνυχτα. Και τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να εκτελούν την 30ωρη εργασία σε μια “shoddy hole” (κουρελότρυπα) όπως ονομάζεται η τρώγλη που σκίζουν μάλλινα κουρέλια και όπου ένα πυκνό σύννεφο από σκόνη, σκουπίδια κ.λπ., αναγκάζει ακόμα και τον ενήλικο εργάτη να ‘χει το στόμα του διαρκώς δεμένο με μαντήλια για να προστατεύει τα πνευμόνια του! Οι κ.κ. κατηγορούμενοι αντί του όρκου –σαν κουάκεροι που ήταν, ήταν τόσο σχολαστικά θρησκευόμενοι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να πάρουν όρκο– βεβαίωσαν ότι χάρη στη μεγάλη τους ευσπλαχνία επέτρεψαν στα άθλια παιδιά να κοιμούνται 4 ώρες, όμως τα χοντροκέφαλα παιδιά δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να πλαγιάσουν! Οι κ.κ. κουάκεροι καταδικάστηκαν σε 20 λίρες στερλίνες πρόστιμο. Ο Ντράιντεν περιέγραψε προκαταβολικά αυ- τούς τους κουάκερους με τα παρακάτω λόγια: For full fraught is seeming sanctity/ That feared an oarth, but like the devil would lie/ That look’d the Lent, and had the holy leer/ And durst not sin! before he said». (Το Κεφάλαιο, Η εργάσιμη ημέρα).
♦ «Οταν το 1848 η βουλή ψήφισε το νόμο για το δεκάωρο, οι εργοστασιάρχες των κλωστηρίων λιναριού που βρίσκονταν στην ύπαιθρο σκόρπια ανάμεσα στις κομητείες Ντόρσετ και Σόμερσετ υπαγόρευσαν σε μερικούς εργάτες τους μια αντιαίτηση που λέει ανάμεσα στα άλλα: “Οι αιτούντες γονείς νομίζουν ότι μια πρόσθετη ώρα αργίας δε θα ‘χει κανένα άλλο αποτέλεσμα εκτός από τον εκφυλισμό των παιδιών τους, γιατί η αργία είναι μήτηρ πάσης κακίας”. Πάνω σ’ αυτό η έκθεση της 31 Οκτώβρη 1848 για τα εργοστάσια παρατηρεί: “Η ατμόσφαιρα των κλωστηρίων λιναριού που εργάζονται αυτά τα παιδιά αυτών των ενάρετων γονέων είναι κορεσμένα με τόσα αναρίθμητα τεμαχίδια σκόνης και ινών της πρώτης ύλης, που η παραμονή για έστω και 10 λεφτά στους χώρους που κλώθουν είναι εξαιρετικά δυσάρεστη γιατί γίνεται αισθητή με τον πιο οδυνηρό τρόπο, επειδή τα μάτια, τα αυτιά, τα ρουθούνια και το στόμα γεμίζουν αμέσως από σύννεφα λιναρόσκονης απ’ τα οποία δεν υπάρχει σωτηρία. Η ίδια η εργασία απαιτεί λόγω της πυρετώδικης βιασύνης των μηχανών ακούραστη κατανάλωση δεξιοτεχνίας και κίνησης κάτω από τον έλεγχο μιας κοπιαστικής προσοχής, και φαίνεται να είναι κάπως σκληρό να υποχρεώνεις τους γονείς να χρησιμοποιούν τον όρο «τεμπελιά» για τα ίδια τα παιδιά τους που, αν αφαιρεθεί η ώρα του φαγητού τους, είναι δεμένα 10 ολόκληρες ώρες σε μια τέτοια απασχόληση, μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα…”» (Το Κεφάλαιο, Το ποσοστό της υπεραξίας). Στους φιλάνθρωπους των ημερών και τον αντικαπνιστή «επιστήμονα» κ. Μπεχράκη…
♦ «Το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη είναι στα 1820, 40-50 παράδες, 60-70 παράδες είναι το ημερομίσθιο του ειδικευμένου εργάτη (οικοδόμου). Το μέσο μεροκάματο των 50 παράδων αντιστοιχεί, στις παραμονές της Επανάστασης του 1821 με 1.25 χρυσά φράγκα με την καινούρια ισοτιμία της μετά τα 1830 εποχής. Μόνο μετά τη νεοτουρκική επανάσταση και τις απεργίες που ακολουθούν, τα ημερομίσθια βελτιώνονται κατά 30-50% και φτάνουν το επίπεδο των δύο χρυσών φράγκων… Ο εργάτης και ο βοηθός τεχνίτης, ο λιμενεργάτης, ο υπηρέτης –με τις οικογένειές τους– ο μισός πληθυσμός της πόλης στα 1820, τα 2/3 του πληθυσμού της στα 1908 – μόλις εξασφαλίζει την αναγκαία σε θερμίδες διατροφή της οικογένειάς του». (Κωστής Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη 1700-1912-Τομή της μεταπρατικής πόλης). ΚΑΙ τότε ΔΕΝ τα τρώγανε μαζί.
♦ Πριν κάτι καιρούς είχε απευθύνει κάλεσμα στους νέους της «δυναμικής αστικής τάξης» ο Alexis (Παπαχελάς) μέσα από τις στήλες της Καθημερινής. Απλώς συνεχίζει τα του προκατόχου της Καθημερινής Γ. Βλάχου που αναφέρει μεταξύ άλλων σε άρθρο του με τίτλο «Τα σπασμένα φανάρια» (Καθημερινή, 26-4-1937): «Πρέπει να καταλάβεις εσύ ο φοιτητής ότι δεν μπορείς εν ονόματι της νεότητας, της παιδικής αταξίας να φωνάζεις: Κάτω η θρησκεία και κάτω η Πατρίς και ζήτω η ερυθρά Ισπανία και φέρετε να βάλουμε τα λεπτά των πλουσίων να τα φάμε… Αφού λοιπόν εσύ ο φοιτητής έχασες τα ιδανικά σου και εγώ το Κράτος, τα πήρα και τα έκαμα κτήμα μου… φοιτητής είμαι εγώ. Κι επειδή ο φοιτητής επιτρέπεται που και που να τα σπάζει θα τα σπάσω κι εγώ και συ προσπάθησε να μην παρουσιαστείς στο δρόμο μου… ως φανάρι…» [Από το βιβλίο του Τάκη Χιουρέα «Αναμνήσεις από το φοιτητικό κίνημα και τη φοιτητική ζωή στην Αθήνα (1931-37)»]
♦ Φαγούρα με το ΚΚΕ (τότε) του ΔΣΕ και του Ζαχαριάδη η Καθημερινή: 27-11-11, «Ο αδίστακτος και τραγικός Ζαχαριάδης», 4-12-11, «Βόρειοι γείτονες και Εμφύλιος». Στο δεύτερο δημοσίευμα θα πρέπει να αποφασίσει ο συγγραφέας αν στόχος του ΚΚΕ το 1947 ήταν να συγκροτήσει στρατό 50 ή 60 χιλιάδων (στο ίδιο άρθρο αναφέρονται ΚΑΙ οι δύο αριθμοί). Οσο για τις «αμφιβολίες του Στάλιν» (αφού ο αρθρογράφος δεν τιμά τη γνώμη του με παράθεση πηγών…) τις βρήκαμε στο balkanologies.revues.org στη ΓΑΛΛΙΚΗ γλώσσα σε κάποιες σημειώσεις (;) του τότε προέδρου της Λ. Δ. Βουλγαρίας Βασίλ Κολάροφ. Επαναλαμβάνουμε: στη γαλλική γλώσσα.
♦ Νεαροί κουκουλοφόροι στο Βυζάντιο!: «Ως προς τα φορέματα, μαθαίνουμε ότι τα παιδάρια έφεραν καρακάλλιον, ήτοι κουκούλαν περί των κεφαλών». (Φ. Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» –τόμος Α1 – κεφ. Παίδων ανατροφή)
Βασίλης






