ως πότε, σύντροφοι, με τα σκατά;
Καταφέραμε και αυτό το καλοκαίρι να επιβιώσουμε από λιμούς, λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, ατέλειωτες πυρκαγιές, προφητείες, μάχες και πολέμους, από το τέλος του κόσμου που ήρθε για άλλη μια φορά. Καταφέραμε επίσης να επιβιώσουμε μέσα σε όλα όσα ταλανίζουν τη μακάρια Μπανανία. Με λιγότερα δέντρα, θάμνους και πράσινο. Με λιγότερο ελεύθερο χώρο στις παραλίες παρά την προαναγγελθείσα «πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας». Με μεγαλύτερη αισχροκέρδεια και περισσότερες ληστείες παρά τους «συνεχείς και σκληρούς ελέγχους». Με το «φως στο τούνελ» από τον προβολέα της ανάπτυξης που σαν το «τρένο της μεγάλης φυγής» έρχεται ακυβέρνητη να μας ισοπεδώσει. Χωρίς να δούμε ούτε μια φορά τον πάνω καμένο να πρωταγωνιστεί στα δελτία (μα πού χάθηκε τόσο καιρό;), χωρίς να δούμε τον πρωθυπουργό και χωρίς να μάθουμε πού πέρασε τις διακοπές του. Χωρίς να επανεμφανιστούν οι πνευματικοί και άλλοι ογκόλιθοι που τροφοδοτούσαν αυτή τη στήλη, χωρίς ούτε μια έκδοση νέου βιβλίου τους, χωρίς, χωρίς… Επιβιώνουμε γενικώς. Απλά επιβιώνουμε.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
απ' του Μαξίμου στα νησιά κι απ' τη βουλή στα μπάνια
με τις βερμούδες και μαγιό σε κότερα και σκάφη
με τους κρυφούς προορισμούς, τα μπαρ και τις ταβέρνες.
Γεγονός είναι ότι το κλεινόν και τα υπόλοιπα αστεία και μη άστεα γεμίζουν και πάλι απ' όσους είχαν την πολυτέλεια να τα εγκαταλείψουν, οσονούπω γεμίζουν και οι σχολικές αυλές και άντε ξανά να ψάχνουμε για πετρέλαιο, για σχολικά, για δόσεις, χαράτσια, λογαριασμούς, ενοίκια, φαγητό, παρόν και μέλλον…
«Ο εργάτης είναι πτωχός και ουδένα λόγον έχει να είναι ευχαριστημένος εκ της καταστάσεώς του. Συναισθάνεται ότι είναι αδικημένος από την κοινωνίαν και αν δεν το συναισθάνεται, η αναισθησία αύτη είναι κακόν έτι χειρότερον από την πτωχείαν. Ο εργάτης οφείλει να γνωρίζει ότι μόνη η εργασία του είναι οπού παράγει όλα τα αγαθά του βίου και οφείλει προσέτι να γνωρίζει ότι άλλος χαίρεται και απολαμβάνει τα αγαθά ταύτα. Ας το είπωμεν καθαρά. Η τάξις των κεφαλαιούχων εξουσιάζει τα μέσα της παραγωγής του πλούτου της χώρας -δηλαδή τα εργοστάσια, τα ατμόπλοια, τους σιδηροδρόμους, τας τραπέζας και το έδαφος. Δια να προμηθευθείς ενδύματα, τροφάς και στέγην πρέπει να γίνει χρήσις και του εδάφους και των μηχανών. Εάν λοιπόν μία τάξις εξουσιάζει αυτά τα απαραίτητα μέσα της παραγωγής, είναι προφανές ότι η τάξις αύτη ημπορεί ν’ απαιτήση παρά σού του εργάτου (παρά της τάξεως δηλαδή η οποία δεν τα εξουσιάζει) οσονδήποτε ενοίκιον ευαρεστείται δια την χρήσιν αυτών. Και τι ευαρεστείται να απαιτεί; Παν ό,τι παράγεις, εκτός μόνον του ολίγου εκείνου το οποίον καλείται “μισθός“ και το οποίον σου επιτρέπει να κρατείς, τόσον μόνον όσον αρκεί να συντηρείς την απλήν ύπαρξίν σου» (Πλάτων Δρακούλης – «Ανάγκη Εργατικού Κόμματος» – 1910).
Η μούσα αγανάκτησε, έφυγε και ξανάρθε
δεν έζησε τον μύθο της διασχίζοντας την ΠΑΘΕ.
Κάθε ραχούλα φεστιβάλ, γωνιά και πανηγύρι
δεν έχει το κεφάλι της πια πουθενά να γείρει.
Κλαρίνα και παράδοση, χιπ χοπ και νέες τάσεις
μισοί για τη συντήρηση, μισοί για «επαναστάσεις».
Τι καλοκαιρινές βραδιές! Πολιτισμός, μαγεία,
δεν τρέχει τίποτε ποτέ εδώ στη Μπανανία.
«Εκείνος που ένιωσε τον άνεμο των αλλαγών, πρέπει να χτίζει όχι τοίχους για να προστατευτεί από άνεμο, αλλά ανεμόμυλο» (κινέζικη παροιμία).
Γκρικ σάλαντ, ούζο και ντονέρ, μουζάκα εντ τζατζίκι,
κρούιζες, χότελς, ρουμς το λετ, τίκετς, σαν μπεντς εντ μπίτσιζ
τρίβουν τα χέρια με χαρά του τουρισμού οι μάγοι
κι απ' όλους περισσότερο χαμογελάει η βλάχα
η κόρη του βασιλικού καραβανά ως γλάστρα
που πήρε την κληρονομιά και μαγαζί γωνία
χωρίς να κάνει τίποτε σεμνά πανηγυρίζει.
«Η επανάσταση δεν είναι ένα φρούτο που θα πέσει όταν είναι ώριμο. Πρέπει να κουνήσουμε το δέντρο για να το κάνουμε να πέσει» (Che Guevara).
Κοκκινοσκουφίτσα